Του Σωτήρη Μπαμπατζιμόπουλου
Στο κλασικό γουέστερν του Τζον Φορντ «Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς» (1962) ένας ηλικιωμένος και διάσημος γερουσιαστής εξομολογείται την αληθινή του ιστορία σε έναν δημοσιογράφο. Κάνει μια αναδρομή στα πρώτα του βήματα, όταν ήταν ακόμα νέος, ρομαντικός και φιλόδοξος, και στο πώς αντιμετώπισε τον περιβόητο κακοποιό Λίμπερτι Βάλανς. Παραδέχεται πως ουσιαστικά δεν είχε πιάσει πιστόλι στη ζωή του και πως θα είχε βρεθεί τρία μέτρα κάτω από τη γη, αν ένας άλλος άντρας, ο οποίος στη συνέχεια έζησε στην αφάνεια, δεν είχε πυροβολήσει τον Βάλανς την ύστατη στιγμή. Παρόλα αυτά ο νυν γερουσιαστής αποσιώπησε το γεγονός παίρνοντας όλη τη δόξα και καταφέρνοντας έτσι να γίνει ακόμα πιο δημοφιλής και να αναρριχηθεί πολιτικά ακολουθώντας μια λαμπρή σταδιοδρομία. Όταν τελειώνει την εκ βαθέων εξομολόγηση, βλέπει έκπληκτος τον δημοσιογράφο να σκίζει τις σημειώσεις που κρατούσε. Όταν τον ρωτά γιατί το έκανε αυτό, η απάντησε που λαμβάνει είναι αποστομωτική και κινηματογραφικά αξεπέραστη: «Όταν ο θρύλος γίνει γεγονός, τύπωσε το θρύλο» («When the legend becomes fact, print the legend», εδώ η φράση στα αγγλικά μήπως το νιώσετε καλύτερα).
Δεν πρόκειται για μια συμβουλή σωστής/ηθικής δημοσιογραφίας ούτε για το χρυσό κανόνα. Πρόκειται για την ειρωνική διαπίστωση μιας πραγματικότητας. Οι θρύλοι πουλάνε, ο κόσμος θέλει να διαβάζει ιστορίες και πομπώδεις τίτλους, θέλει να ακούει για ήρωες και για τρομερούς εγκληματίες και να σοκάρεται από ακραία γεγονότα (ήδη έχουμε φτάσει στο σημείο να ονομάζουμε τους 0 βαθμούς Κελσίου ως «ακραίο καιρικό φαινόμενο). Θέλει να τρομοκρατείται και να παραπλανιέται, να βγάζει αυθαίρετα συμπεράσματα βασιζόμενος σε μια ημιμάθεια που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στους τίτλους των ειδήσεων.
Μέχρι πρόσφατα πολλοί άνθρωποι αρκούνταν να κοιτάζουν τα πρωτοσέλιδα στα περίπτερα. Άλλοι ξεφύλλιζαν μια ολόκληρη εφημερίδα σε 15 λεπτά. Ευτυχώς υπήρχαν και πάρα πολλοί που διάβαζαν τα μικρά γράμματα προσπαθώντας να φιλτράρουν τις λέξεις αν και μεγαλώσαμε με την άποψη πως ό,τι νέο υπάρχει σε μια εφημερίδα περίοπτη και της αρεσκείας μας δεν μπορεί παρά να είναι αλήθεια. Μεγάλη κουβέντα.
Πλέον οι ειδήσεις τρέχουν στο διαδίκτυο. Ένας χρήστης μπορεί να αφιερώσει αρκετή ώρα στην ενημέρωσή του, αλλά η ανάγνωση έγινε ακόμα πιο αποσπασματική. Τα μεγάλα κείμενα σπανίως διαβάζονται, το μάτι πηδάει από τίτλο σε τίτλο και περνάει πάνω από το κείμενο σε μερικά δευτερόλεπτα πριν πηδήσει στο επόμενο. Η στρεβλή πεποίθηση πως «ό,τι γράφει μια έγκριτη εφημερίδα είναι αλήθεια» έχει αντικατασταθεί από την εξίσου στρεβλή αλλά και πολύ πιο επικίνδυνη πεποίθηση πως «όποιο κείμενο έχει φωτογραφία και βίντεο μιλάει τη γλώσσα της αλήθειας».
Οι δημοφιλείς ελληνικοί ιστότοποι είναι γεμάτοι από αμφίβολης ποιότητας έρευνες, ατάκες πολιτικών κι επισήμων που απομονώνονται από το ευρύτερο πλαίσιο και αλλάζουν νόημα και ουσία, στοιχεία δίχως παραπομπές και γλαφυρούς τίτλους που έχουν ως στόχο να συγκινήσουν, να θυμώσουν και να δημιουργήσουν πάθη. Και φυσικά διάφορα παράξενα και παράλογα νέα εφάμιλλα του τέρατος του Λοχ Νες: 12χρονος καταρρίπτει τη θεωρία σχετικότητας του Αϊνστάιν, βρέθηκε βάση εξωγήινων στα Πετράλωνα, Έλληνας ο πρώτος Νεάτερνταλ και τρεις χιλιάδες τρόποι για να αποδείξουμε πως η Ελλάδα δεν χρωστά σε κανέναν και θα σωθεί αύριο. Μηδενική διασταύρωση πηγών, η ανανέωση της σελίδας πρέπει να γίνεται τακτικά και μια στις πέντε ειδήσεις πρέπει να συνοδεύονται από μια ημίγυμνη φωτογραφία γυναίκας. Παλιά ο στόχος ήταν να αγοραστεί το φύλλο. Πλέον ο στόχος είναι να γίνει το κλικ. Διότι όσα περισσότερα κλικ έχεις, τόση περισσότερη δύναμη θα αποκτήσεις, τόσο περισσότερες διαφημίσεις θα πάρεις, και όσο περισσότερες διαφημίσεις, τόσο περισσότερα έσοδα.
Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν ποτέ μας ένοιαξε η αλήθεια, η πραγματική αλήθεια, αυτή που πονάει και δεν είναι όπως τη θέλουμε, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μας ή αν εν τέλει βολευόμασταν πάντα στους θρύλους, στους μύθους και σε μια αλήθεια ενδεχομένως σοκαριστική, αλλά πάντα άκρως βολική.