Του Γιώργου Παπαδημητρίου
Έχει πολλάκις ειπωθεί πως το ποδόσφαιρο (στις δυτικές τουλάχιστον κοινωνίες) λειτουργεί ως ένας μικρός καθρέφτης της κοινωνίας. Πράγματι, είναι τόσο σαρωτική η δύναμη αυτού του λαϊκού φαινομένου, ώστε αναπόφευκτα αντικατοπτρίζονται, στα όσα το αφορούν άμεσα και εμμέσως, τάσεις, λειτουργίες, νοοτροπίες και πρακτικές τόσο της ευρύτερης κοινωνίας όσο και των μεμονωμένων πολιτών που την απαρτίζουν. Εσχάτως, το ελληνικό φαινόμενο των ανακοινώσεων γνωρίζει μεγάλη άνθιση, με κατηγορίες, σπόντες και υπόνοιες να πετιούνται ανά πάσα κατεύθυνση. Είναι πραγματικά απολαυστικό το φαινόμενο με τις «ανακοινώσεις» στην Ελλάδα, το οποίο συγγενεύει με το παρεμφερές φαινόμενο του ψυχαναγκαστικού πανικού της «καταδίκης» των κακώς κειμένων. Είναι μάλλον προφανές ότι ζούμε σε μία χώρα, όπου λατρεύουμε να λέμε, λέμε, λέμε, αλλά ποτέ να πράττουμε. Όλοι μας, εγώ, εσείς που διαβάζετε, όλοι αυτοί με τους οποίους συζητάτε σε καθημερινή βάση.
Ξεκινώντας από το εποικοδόμημα, το οποίο όπως (θα έπρεπε να) γνωρίζουμε είναι εξίσου σημαντικό με τη βάση, η ενασχόληση του Έλληνα φιλάθλου με το ποδόσφαιρο συνδέεται άμεσα με την κυρίαρχη τάση της ελληνικής κοινωνίας. Τον αγιάτρευτο και καθολικό μικροαστισμό. Το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα είναι ένα σπορ, το οποίο ελάχιστοι παρακολουθούν από κοντά σε γήπεδα που στην πλειονότητά τους είναι όρθια σαράβαλα, αλλά άπαντες σχολιάζουν με ύφος παντογνώστη. Μηδενικά εισιτήρια λοιπόν, αλλά αμέτρητοι αθλητικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, αμέτρητες αθλητικές εφημερίδες, αμέτρητα αθλητικά sites. Είπαμε, στην Ελλάδα ειδικευόμαστε στα ηλεκτρόνια και όχι στον πυρήνα. Ο Έλληνας οπαδός αποτυπώνει στην επαφή του με το ποδόσφαιρο όλες εκείνες τις νοσηρές ψυχικές παθογένειες που βρίσκουν εφαρμογή στη λοιπή του καθημερινότητα.
Α) Ύφος ειδήμονα και «ψαγμένου», που παραπέμπει σε πληροφορίες που μυστηριωδώς μόνο αυτός κατέχει, οι οποίες φυσικά για όλους τους υπόλοιπους είναι άκρως απόρρητες. Στην Ελλάδα, πάντα ξέρουμε κάτι παραπάνω από τον διπλανό μας, αλλά επειδή ποτέ ακριβώς δεν το ξέρουμε, το του λέμε πλαγίως, με παρακάμψεις και κωδικούς, ώστε να μην χρειαστεί να δείξουμε ότι δεν το ξέρουμε. Β) Αδυναμία της παραδοχής του παραμικρού ενδεχόμενου ήττας (σωστό, η ήττα στον αθλητισμό είναι πράγματι κάτι το ανήκουστο, κάτι το εξωφρενικό!). Η ήττα και η νίκη έχουν πάντοτε ψυχολογικές αποχρώσεις σεξουαλικού περιεχομένου, καταδεικνύοντας τη μάλλον οφθαλμοφανή σεξουαλική στέρηση ανθρώπων που απολαμβάνουν πιότερο να καυχιόνται παρά να ερωτοτροπούν. Γ) Ανικανότητα σύλληψης και κατανόησης του υπέροχου διάσημου ρητού που είχε ξεστομίσει ο μεγάλος Ιταλός προπονητής, Αρίγκο Σάκι. Για τον Έλληνα, το ποδόσφαιρο επ’ ουδενί δεν συνιστά «το πιο σημαντικό από τα λιγότερο σημαντικά πράγματα στη ζωή». Για τον Έλληνα, το ποδόσφαιρο είναι ένας ιδανικός τρόπος να γκρινιάξει, να μανουριαστεί, να μιζεριάσει ακόμη περισσότερο. Δ) Το πάγιο αίτημα της ισότητας στην παρανομία. Ο Έλληνας οπαδός είναι ένας Ιζνογκούντ. Θέλει οπωσδήποτε να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη και δικαιολογεί όλες τις παρατυπίες που αφορούν την ομάδα του, με το σκεπτικό ότι κάποιοι άλλοι παρατύπησαν πριν από αυτόν και κάποιοι άλλοι θα παρατυπήσουν μετά από αυτόν.
Φυσικά, μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει ένα σάπιο σύστημα διαφθοράς, υπόγειων εξαρτήσεων και σκοτεινών αλισβερισιών, το οποίο μαίνεται με την ανοχή, αν όχι και με την ενθάρρυνση, του κράτους. Κανείς δεν ελέγχει από πού προέρχονται τα χρήματα των προέδρων και κατά πόσο έχουν αποκτηθεί από παράνομες δραστηριότητες. Κανείς δεν μπαίνει στον κόπο έστω να εκφέρει αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις για το ηθικό ποιόν και να θίξει το παρελθόν και το μητρώο των προέδρων. Κανείς δεν παραδέχεται ανοιχτά πως διάφοροι πρόεδροι χρησιμοποιούν δίχως αιδώ τις ομάδες ως προπύργιο των επιχειρηματικών συμφερόντων τους, στήνοντας στην ουσία ολόκληρα κυκλώματα που ξεπερνούν κατά πολύ τα αμιγώς ποδοσφαιρικά μεγέθη (ονόματα ας μην πούμε, ο νοών ελπίζω νοείτω). Τι να λέμε όμως τώρα, ας μην λησμονούμε τα προφανή. Βρισκόμαστε σε μία χώρα, όπου δεν κατάφερε καν να ρίξει στη φυλακή ακόμη και σεσημασμένους εγκληματίες που έχουν ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο. Ισχύει φυσικά πως ως ένα βαθμό ακόμη κι αυτές οι καταδίκες θα λειτουργούσαν ως βιτρίνα κάθαρσης. Απεδείχθη όμως, πως ακόμη και για τη βιτρίνα είμαστε ανίκανοι.