Βρισκόμαστε πλέον στην περίοδο που έχει πια ολοκληρωθεί ο κύκλος των πανελλαδικών και βλέπουμε τα νέα παιδιά να είναι ένα βήμα πριν την αρχή των σπουδών τους. Αυτό σημαίνει ενηλικίωση πλήρης και ανάληψη πλέον ευθυνών, καθώς και ένταξη στη λεγόμενη (πόσο αντιπαθητική αλήθεια είναι η λέξη αυτή) παραγωγική διαδικασία.
Αναμφισβήτητα η εποχή αυτή λόγω του συγκεκριμένου αντικειμένου είναι συνδεδεμένη με τη νεολαία.
Πάγια θέση του γράφοντος είναι, ότι η επόμενη γενιά είναι πάντα και αναγκαστικά καλύτερη από την προηγούμενη. Κουβαλάει τη γνώση από τα λάθη του παρελθόντος -στο λεγόμενο κοινωνικό DNA- και πορεύεται αναλόγως. Αυτό πρέπει να το έχουμε πάντα κατά νου, όταν μπαίνουμε σε οποιαδήποτε συζήτηση σε σχέση με αυτή.
Από την εποχή πριν και τον Τρωικό πόλεμο ακόμα η διαμάχη μεταξύ των γενεών παραμένει παρόμοια, αν όχι απαράλλακτη.
Του λόγου μου, έχω φτάσει αισίως πλέον στην ηλικία των 50 ετών και άρα έχω συμμετάσχει και εξακολουθώ να μετέχω στη συζήτηση αυτή τόσο ως επερχόμενη όσο και ως απερχόμενη γενιά.
Όταν ήμαστε νέοι, γινόμαστε έξαλλοι σε κάθε κριτική που μας ασκούνταν, το αίμα μας έβραζε, θεωρούσαμε, ότι εμείς έχουμε δίκιο σε όλα, το οποίο μονίμως μας στερούν και ότι θα αλλάξουμε τον κόσμο. Και ότι φυσικά θα τον κάνουμε καλύτερο.
Δεν τον αλλάξαμε, ούτε το βελτιώσαμε και πάρα πολύ.
Αντίθετα, ο κόσμος που παραδίδουμε στη νεότερη γενιά, είναι μάλλον χειρότερος από αυτόν που παραλάβαμε. Τουλάχιστον ως προς το ότι οι σημερινοί νέοι νιώθουν να τους πνίγει η ίδια η ζωή και να μην έχουν ιδιαίτερες προοπτικές. Αυτό το αδιέξοδο με τη σειρά του είναι ένα από τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης που -παριστάνουμε ή μας λένε ότι- πέρασε και αναμφισβήτητα είναι (και) δικό μας δημιούργημα. Να σημειωθεί πάντως, ότι αυτό που αναφέρεται εδώ δεν κατατείνει στο ότι οι προηγούμενοι είναι καλύτεροι από εμάς. Κάθε άλλο.
Έχοντας συμμετάσχει λοιπόν στο «κόντεμα» των νέων ανθρώπων, ερχόμαστε να κάνουμε κριτική, ισχυριζόμενοι ότι οι σύγχρονοι νέοι λοιπόν δεν έχουν φιλοδοξίες, δεν επικοινωνούν σωστά, είναι εθισμένοι στα κοινωνικά δίκτυα, δε φλερτάρουν, δεν ερωτεύονται, δεν έχουν όνειρα.
Δεν αρκεί όμως μόνο η κριτική. Χρειάζεται και μία προσπάθεια, να καταλάβουμε όλοι, γιατί συμβαίνουν όλα αυτά και τελικά τί μπορεί να σημαίνουν.
Το πρώτο πράγμα που αισθάνεται κανείς, είναι, ότι υπάρχει ένα κενό στην επικοινωνία μεταξύ των νέων ανθρώπων. Δε μιλάνε, δε συζητάνε και προτιμάνε να στέλνουν μηνύματα στο κινητό ή στα κοινωνικά δίκτυα. Η τεχνολογία το διευκολύνει αυτό. Εδώ λοιπόν το κρίσιμο ερώτημα είναι:
Δοκιμάσαμε εμείς ποτέ, αντί να ασκούμε κριτική και να λέμε, πόσο καλύτερα το κάναμε εμείς, να συζητήσουμε εμείς με τα νεότερα παιδιά;
Να δούμε, αν τελικά έχουν κάτι να πουν και να το αξιολογήσουμε;
Να τους δείξουμε, ότι η άποψή τους μπορεί κάτι να αξίζει, μας ενδιαφέρει και ότι οφείλουν να την έχουν και να την εξωτερικεύουν;
Να τους μάθουμε, ότι η δημιουργία θεμελιωμένης άποψης θέλει βάσανο και δεν προκύπτει από την περιήγηση στο διαδίκτυο και την (πανεύκολη πια) συγκέντρωση πληροφορίας και μάλιστα σε υπερβολικό βαθμό;
Να τους ζορίσουμε, όχι επειδή θέλουμε να τους κάνουμε κριτική, αλλά για να αποκτήσουν άποψη και να παλέψουν για τα όνειρά τους;
Στον αντίποδα βέβαια, βλέπει κανείς και ορισμένα πράγματα, τα οποία μπορεί να είναι υπερβολικά και πολλές φορές ακατάληπτα. Για παράδειγμα, από τη μία πλευρά η νεολαία δε διαπραγματεύεται την ανοχή και την προστασία των δικαιωμάτων όλων και ειδικά των αδύναμων και από την άλλη αγαπάει μουσικά κυρίως ακούσματα που υποτιμάνε απόλυτα τη γυναίκα, εξυψώνουν την παραβατικότητα κλπ. Όσο όμως και να μην το καταλαβαίνουμε αυτό, πρέπει να κρατήσουμε το ότι εδραιώνεται η ανεκτικότητα στο διαφορετικό και υποστηρίζεται με πάθος. Και ενδεχομένως να επισημανθεί η αντίφαση, όχι για να κατακρίνουμε, αλλά για να ενισχύσουμε το σωστό.
Διαχρονικά η δημιουργία ανθρώπων με περιορισμένη βούληση, επιθυμία, φαντασία, όνειρα, άποψη και ταλέντα ήταν ένα ζητούμενο για την εξουσία και την άρχουσα τάξη. Διότι με τον τρόπο αυτό κρύβεται η ανεπάρκεια και η φαυλότητά της. Μετά έρχεται ο συμβιβασμός προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων και εκεί πια το παιχνίδι χάνεται και πάνε περίπατο και οι απόψεις και τα όνειρα. Καταντάμε όλοι μας μικροαστοί και συμφεροντολόγοι.
Ας τα σκεφτούμε όλα αυτά, πριν ρίξουμε την πέτρα του αναθέματος και ας προσπαθήσουμε να γίνουμε εμείς λίγο διαφορετικοί από τους προηγούμενους από εμάς. Ούτως ή άλλως, αν οι νέοι μας δεν είναι αυτοί που πρέπει, φταίμε πριν και περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο εμείς.
*Ο Παναγιώτης Σκουρής είναι δικηγόρος, διδάκτωρ νομικής του πανεπιστημίου Regensburg και συνιδρυτής του δικηγορικού γραφείου AnP Legal Praxis (www.anplegal.gr).