Γράφει ο Παναγιώτης Σκουρής*
Σε σχέση με τα θεάματα, όλοι έχουμε στη ζωή μας ιδιαίτερες στιγμές, να θυμόμαστε. Για εμένα υπάρχουν μία σειρά από ορόσημα, όπως η πρώτη μεγάλη μου open air συναυλία (αγαπημένοι U2 στη Θεσσαλονίκη το Σεπτέμβριου του 1997) ή η πρώτη φορά που είδα τους Rolling Stones (1998 στη Νυρεμβέργη και έκτοτε αρκετές φορές). Παρέα σε όλα με φίλους αγαπημένους.
Επίσης, θεάματα, στα οποία θα ήθελα πολύ, να έχω πάει, αλλά για διάφορους λόγους δεν τα κατάφερα. Από αυτά το πιο σημαντικό είναι συναυλία των Depeche Mode στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Τους είδα όμως και αυτούς μετά και αρκετές φορές.
Από τα πιο μικράτα μου έχω κρατήσει ορισμένες φορές που είδα ζωντανά το μέγα Μάνο Χατζηδάκι και πιο μεγάλος συναυλία για τα γενέθλια του Μίκη στο Μόναχο.
Επίσης, αναπολώ την πρώτη μου φορά στην Επίδαυρο που συνέπεσε, να είναι σε παράσταση με τη μεγάλη Λυδία Κονιόρδου. Στο πλαίσιο της οποίας παράστασης αγαπημένος προπονητής μπάσκετ που συναντήσαμε εκεί τυχαία μας είπε «θα τα πούμε στο διάλειμμα». Σε αρχαία τραγωδία. Είναι ιδιαίτερο το τί συγκρατεί κανείς τελικά.
Το θέατρο γενικά ήταν πάντα για μένα μια ευχάριστη και αγαπημένη απασχόληση. Και κάτι που η γενιά μου μεγαλώνοντας στη Θεσσαλονίκη πάντα έλεγε, ότι της έλειπε. Ήταν λίγο ριγμένη τότε, όπως και να το κάνεις.
Ένα είδος τέχνης που σε εμάς τους Έλληνες λέει πάρα πολλά, καθώς το κουβαλάμε στον πολιτισμό μας χιλιετίες. Και πάντα είχε μία ιδιαίτερη, θα έλεγες, απήχηση στον κόσμο. Πληθώρα παραστάσεων όλων των ειδών, καλές και κακές, ιδίως την εποχή πριν την κρίση.
Του λόγου μου είχα πολύ καιρό πάντως να δω μια παράσταση που να μου έκανε εντύπωση. Πολλές καλές, αλλά όχι κάτι ιδιαίτερα άξιο αναφοράς.
Μέχρι που πρόσφατα είδα το «Πάρτι της ζωής μου».
Απίθανο.
Ένας μονόλογος δύο ωρών, πράγμα το οποίο μάλλον θα μπορούσε, να σε κάνει επιφυλακτικό. Είναι δύσκολο αυτό και για τον ηθοποιό για το θεατή.
Ωστόσο, με το που ξεκινάει και λίγο προχωράει η πλοκή, φεύγουν όλες οι επιφυλάξεις. Μιλάμε για ένα πραγματικό ρεσιτάλ της Ελένης Ράντου.
Από το πρώτο έως το τελευταίο δευτερόλεπτο.
Και φυσικά για ένα κείμενο εξαιρετικό.
Στο δίωρο λοιπόν αυτό ξετυλίγεται μία περίοδος περίπου πενήντα ετών, με όλα όσα έχουν περάσει εκείνοι που έχουν μεγαλώσει μέσα σε αυτή, συμπεριλαμβανομένου και εμού.
Υπάρχει όλος ο διάλογος με την προηγούμενη γενιά, αυτή του Πολυτεχνείου, η οποία ας μην ξαναπούμε πώς τα έκανε γενικά, και όλη η πορεία στα σχολικά, φοιτητικά και λοιπά χρόνια. Με την απεριόριστη αι σχεδόν ανεξήγητη ευθυμία και αισιοδοξία που είχαμε έως περίπου την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και όλη την κρισάρα που περάσαμε μετά διεθνώς.
Το στόρι λοιπόν της παράστασης σε έναν άνθρωπο της γενιάς μου χτυπάει διάνα. Δε νομίζω, όμως, ότι είναι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία.
Αυτό που είναι μοναδικό στην ερμηνεία, και για αυτό μιλάω για ρεσιτάλ, είναι η μετάβαση από το κλάμα στο γέλιο και αντίστροφα. Απίστευτο.
Οι Έλληνες πάλι παραδοσιακά έχουμε μία τάση, να διακωμωδούμε τις πιο δύσκολες και δυσάρεστες στιγμές μας, να γελάμε με αυτές και να κάνουμε και άλλους, να γελάνε. Το να το κάνεις όμως αυτό επί δύο ώρες πάνω στη σκηνή ολομόναχος και σχεδόν χωρίς ανάσα, ακροβατώντας μεταξύ απόγνωσης και ξεκαρδίσματος είναι φαντάζομαι πολύ δύσκολο. Είναι μία ταχύτατη μετάβαση από τη μία κατάσταση στην ακραία αντίθετη μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Αυτό λοιπόν η Ελένη Ράντου εν προκειμένω το έκανε άψογα. Και μας πήρε νομίζω όλους μαζί της. Δικαιολογημένα κιόλας. Μάλλον λοιπόν μιλάμε για το ρόλο της ζωής της.
Πάντα ζήλευα τους ανθρώπους που κάνουν τέχνη, διότι έχουν τη δυνατότητα να βγουν και μας δείξουν αυτό που σκαρώσανε και από εκεί και μετά αυτό ακριβώς το αντικείμενο γίνεται και δικό μας.
Και το βλέπουμε μέσα από τη δική μας οπτική και τα δικά μας βιώματα.
Και μπορεί να το πηγαίνουμε σε μέρη που ο δημιουργός ούτε τα φανταζόταν.
Πόσο μοναδικό είναι αλήθεια αυτό;
Και πόσο μπορεί, να επηρεάσει εν τέλει τη ζωή μας λιγότερο ή περισσότερο;
Αυτό είναι η τέχνη, λοιπόν.
Συγκεφαλαιώνοντας λοιπόν, να ευχαριστήσουμε την Ελένη Ράντου, όσοι είδαμε την παράσταση για αυτό που μας χάρισε. Και ας μας μάλωσε στην αρχή που χτυπούσαν τα κινητά και την ενοχλούσαν. Είχε δίκιο, έτσι κι αλλιώς.
Ήταν ένα πραγματικό ρεσιτάλ λοιπόν και μάλλον και η ίδια έτσι το βίωσε. Στο αποθεωτικό standing ovation, άλλωστε πλάνταξε στο κλάμα.
Κάθαρση λέγεται νομίζω αυτό και μάλλον τη ζήσαμε όλοι μας.
*Ο Παναγιώτης Σκουρής είναι δικηγόρος, διδάκτωρ νομικής του πανεπιστημίου Regensburg και συνιδρυτής του δικηγορικού γραφείου AnP Legal Praxis (www.anplegal.gr).
- Καλύτερη η εικόνα της φωτιάς στη Χαλκιδική - Ενισχύθηκαν οι Πυροσβεστικές δυνάμεις
- Θεσσαλονίκη: 1.280 νέες θέσεις πάρκινγκ - Έργα σε εγκαταλελειμμένα οικόπεδα (ΦΩΤΟ)
- Κλειστοί δρόμοι αύριο στη Θεσσαλονίκη - Ποιες ώρες, ποιες περιοχές
- Γυαλιά - καρφιά γνωστό μαγαζί μετά από επέμβαση ΜΑΤ στη Θεσσαλονίκη (ΦΩΤΟ)