Γράφει ο Παναγιώτης Σκουρής*
Με αφορμή δύο πρόσφατα γεγονότα τις τελευταίες εβδομάδες και τη συζήτηση γύρω από αυτά, αναθερμάνθηκαν ορισμένες ανησυχίες που έχω κατά καιρούς εκφράσει από τούτη εδώ τη στήλη.
Το πρώτο γεγονός ήταν ο θάνατος και η κηδεία του πρώην πρωθυπουργού, Κ. Σημίτη (τον αποχαιρετίσαμε από εδώ με το προηγούμενο άρθρο) και το δεύτερο η επιλογή των προσώπων που προτείνονται για πρόεδροι της δημοκρατίας.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, τί σχέση έχουν μεταξύ τους τα γεγονότα αυτά.
Φαινομενικά λοιπόν καμία, πέραν ίσως του ότι αμφότερα αφορούν στην πολιτική ζωή της χώρας.
Ίσως αυτό το στοιχείο, το πολιτικό δηλαδή, να πυροδότησε τις αντιδράσεις που με τη σειρά τους ξύπνησαν τη δική μου ανησυχία.
Ποιο είναι όμως κοινό το χαρακτηριστικό δύο γεγονότων που εκ πρώτης όψεως είναι άσχετα μεταξύ τους;
Ανεξέλεγκτες εντελώς επιθέσεις στα εμπλεκόμενα πρόσωπα.
Στην περίπτωση του εκλιπόντος πρώην πρωθυπουργού ήταν πολλοί -εδώ θα επικεντρωθούμε αποκλειστικά σε εκείνους που προέρχονται από το χώρο της πολιτικής- που έβγαλαν μια τεράστια απαξία, περιφρόνηση και σχεδόν μίσος. Μια αντιδραστικότητα, η οποία καθόλου δε συνάδει με τους στοιχειώδεις τρόπους που θα έπρεπε να έχουν οι πολιτικοί ηγέτες, ιδίως απέναντι σε ένα νεκρό.
Η παντελής απουσία στοιχείων, έστω, σωστής συμπεριφοράς εντοπίζεται και στο δεύτερο ζήτημα της επικαιρότητας που αναφέραμε ανωτέρω. Ευθύς μόλις έγιναν οι σχετικές ανακοινώσεις από τους πολιτικούς αρχηγούς αντίστοιχα, ξεκίνησαν τα πικρόχολα και απολύτως κακεντρεχή σχόλια. Είδαμε και εδώ μια αντιδραστικότητα που αγγίζει τα όρια του μίσους, δε δικαιολογείται καθόλου και ακόμα λιγότερο χρειάζεται, ειδικά στην προκειμένη περίπτωση.
Η διαφωνία σε πολιτικό επίπεδο είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό, μπορείς να πεις και απαραίτητο. Μέσα από τη δημιουργική της εκδοχή μπορεί να προκύψει μια σύνθεση απόψεων.
Αυτό όμως απαιτεί επιχειρήματα και στοιχειώδη ικανότητα να τα υποστηρίξεις, τα οποία όσοι εκσφενδονίζουν το δηλητήριο που προαναφέραμε δε διαθέτουν ούτε κατ’ ελάχιστο. Μόνο και μόνο, για να υποστηρίξουν και να δικαιολογήσουν την παρουσία τους καταφεύγουν σε αυτήν την πρακτική.
Οι αισχρές αυτές αντιδράσεις από πλευράς ιδεολογίας κυρίως εντοπίζονται στο χώρο της άκρας δεξιάς, η οποία ούτως ή άλλως δεν έχει φραγμούς. Ποντάρει στο θυμικό και ειδικότερα στο θυμό, τον οποίο τείνει και να καλλιεργεί άλλωστε, προκειμένου να κρατάει ζεστούς, αλλά και να διατηρεί τους οπαδούς της. Διαφορετικά και αν χρειαστεί να βγούμε από το χώρο της μισαλλοδοξίας, του φανατισμού της εξαλλοσύνης και -φυσικά- της άφατης γελοιότητας, η ιδεολογία αυτή δεν μπορεί να σταθεί σε κανένα διάλογο.
Πολύ απλά.
Δυστυχώς όμως παρόμοιες πρακτικές του μηδενισμού τις υιοθετούν και πολιτικοί από άλλους χώρους, καθαρά δημοκρατικούς, οι οποίοι έχουν την ίδια ακριβώς αδυναμία: δεν μπορούν απλά να σταθούν, χωρίς να τσαμπουνάνε διάφορα -κατά την άποψή τους- εντυπωσιακά πυροτεχνήματα, τα οποία στην πραγματικότητα είναι, συμπαθάτε με, πολύ απλά μπούρδες. Για να μιλήσουμε λίγο στη γλώσσα τους.
Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για πολιτικούς που πολλές φοράς από εδώ τους χαρακτηρίσει παλιάτσους.
Δεν τα πάνε και άσχημα αυτοί, όμως, θα πει εδώ κάποιος. Σε χώρες-υπερδυνάμεις μπορεί και να αναδειχτούν ανώτατοι άρχοντες. Αυτό είναι πράγματι γεγονός και εξαιτίας του θα πρέπει να κατεβάζουμε μαύρες πλερέζες.
Αυτό όμως που είναι το πιο ανησυχητικό είναι το ότι ακούς μεγάλη μερίδα συμπολιτών μας -και δυστυχώς αρκετούς νέους ανθρώπους- να τοποθετούνται σε σχέση με τις προαναφερθείσες ασχήμιες με σχόλια του τύπου «καλά τα λέει» ή «έτσι που είναι οι πολιτικοί, καλύτερα αυτοί που βρίζουν γιατί τουλάχιστον κάνουν φασαρία».
Το αποτέλεσμα είναι εν τέλει, να ανεχόμαστε να γίνεται και να λέγεται εν τέλει ό,τι νά ’ναι. Χωρίς την παραμικρή συνέπεια.
Με χαρά πάντως είδα, ότι αρκετά πρόσωπα προερχόμενα από τον πιο μετριοπαθή χώρο γενικότερα, να αντιδράσανε σε όλη αυτήν την προστυχιά στάθηκαν απέναντί της. Άλλοι πάλι είναι της άποψης, ότι δε συζητάμε με τους παλιάτσους, διότι τόσο οι ίδιοι, όσο και αυτά που λένε είναι ανάξια λόγου.
Με τους δεύτερους μπορεί να συμφωνούσα κι εγώ παλιότερα, αλλά από τότε που οι νεοναζί μπήκαν στο κοινοβούλιο, άλλαξα κάπως γνώμη. Διότι, η ανοχή οδήγησε στο να ακούει μεγάλη μερίδα του κόσμου αυτά που λένε και σιγά-σιγά να μην αντιδράνε και να μην εξανίστανται. Μερικοί τελικά έφτασαν και να τους ψηφίζουν.
Σήμερα μπορεί να μην υπάρχουν οι ίδιοι, αλλά έχουμε τους καθολικούς τους διαδόχους και διάφορους άλλους παλιάτσους που σπέρνουν μίσος και απαξία.
Θέλει την προσοχή μας αυτό και απαντήσεις ξεκάθαρες με σκοπό το ξεμπρόστιασμα και την αποδόμηση των ίδιων και των όσων λένε.
Να σας θυμίσω εδώ, ότι ένας κορυφαίος ναζί και πρωτοπαλίκαρο του Χίτλερ, ο Γκέμπελς, έλεγε: λέγε, λέγε ψέματα, κάτι θα μείνει στο τέλος.
Ας προσέξουμε λοιπόν, γιατί αυτό φαίνεται να γίνεται. Πρέπει να αφυπνιστούμε και να αφυπνίσουμε.
*Ο Παναγιώτης Σκουρής είναι δικηγόρος, διδάκτωρ νομικής του πανεπιστημίου Regensburg και συνιδρυτής του δικηγορικού γραφείου AnP Legal Praxis (www.anplegal.gr).