Του Γρηγόρη Μυστιλιάδη
Και να που έφτασε η ώρα για τις εκλογές. Μήνες ολόκληροι συζητήσεων και αντιπαραθέσεων, αλλά δεν πιστεύω να μου κουράστηκε κανένας, ήταν ανέκαθεν από τα αγαπημένα μας σπορ οι πολιτικές συζητήσεις στην Ελλάδα. Ακόμα και σε αυτήν την Ελλάδα του σήμερα, που ο μπαχτσές έχει απ’ όλα: και συντηρητισμό, και Ευρώπη, και κάτι-σαν-αριστερά, και κολλημένη αριστερά, και ακροδεξιούς και δεν ξέρω και γω τι άλλο ακόμα. Να σας πω την αλήθεια, δεν έχω και μεγάλη διάθεση να σχολιάσω ούτε τους υποψηφίους, ούτε τα προγράμματά τους, ούτε τους συνδυασμούς, πολύ περισσότερο για τις δημοτικές εκλογές αυτής της Κυριακής που υποτίθεται ότι θα πρέπει να υπερβαίνουν τις κομματικές αποχρώσεις (δεν το κάνουν, το αντίθετο σε πολλές περιπτώσεις, αλλά αυτή είναι μια άλλη, πολύ κουραστική και τετριμμένη συζήτηση). Αντ’ αυτού, θα ασχοληθώ με δύο πράγματα που συνειδητοποίησα σε διάφορες μικροσυζητήσεις με φίλους και γνωστούς την εβδομάδα που πέρασε, αλλά και από απόψεις άλλων που διάβασα στο διαδίκτυο σε μορφή σχολίων.
Ξέρετε, είναι αυτή η εβδομάδα που κάθεσαι να πεις δυο κουβέντες με και κάποια στιγμή, δε γίνεται αλλιώς, κάποιος θα ρωτήσει «τι θα ψηφίσεις;». Λογικό, επόμενο και άκρως θεμιτό, καλό είναι να το κουβεντιάζουμε και λίγο, για μπάλα, ταινίες και την μπαργούμαν συζητάμε όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Κάπου εκεί λοιπόν αφουγκράζεσαι τις τάσεις της ομήγυρης, που συνήθως είναι και ως ένα βαθμό αντιπροσωπευτικές του συνόλου.
Ο αριθμός λοιπών αυτών που δε θα πάνε να ψηφίσουν παραμένει ανησυχητικά μεγάλος. Σίγουρα όχι όσο στις προηγούμενες εκλογικές διαδικασίες, αλλά και πάλι αξιοσημείωτος. Η δικαιολογία είναι πάντα το ότι «αηδίασα πια, όλοι ίδιοι είναι» και άλλα τέτοια. Έχει μια δόση αλήθειας, ασφαλώς, ως ένα σημείο. Τώρα, αυτή η ομάδα ανθρώπων χωρίζεται σε δύο μικρότερες: σε αυτή που όντως το εννοεί και σε αυτή που θέλει να πάει για μπάνιο και επιλέγει την πεπατημένη ως δικαιολογία. Τη δεύτερη την αφήνουμε στην άκρη, δε μας αφορά και, όπως έχει δείξει ο χρόνος, δεν μπορούμε και να της αλλάξουμε τα μυαλά. Η πρώτη, πάλι, καλό θα ήταν να συνειδητοποιήσει επιτέλους ότι ακόμα και την αγανάκτησή σου, ακόμα και την αηδία σου, καλό θα είναι να τη δείχνεις στην κάλπη. Η αποχή μπορεί να έχει νόημα και αξία σε άλλες χώρες, σε άλλες συγκυρίες, σίγουρα όχι στη δική μας.
Για να ασχοληθώ περισσότερο βέβαια με το παραπάνω θα έπρεπε να διατηρώ την εμπιστοσύνη μου στο πολιτικό αισθητήριο του Έλληνα. Προσωπικά, το έχω γράψει και παλιότερα, την έχω χάσει προ πολλού. Τοποθετώ το ένστικτο πολιτικής «επιβίωσης» του λαού μας στον πάτο παρόμοιων ενστίκτων, λίγο κάτω από το ένστικτο επιβίωσης της πεταλούδας που πετάει καρφί στη λάμπα. Και τα δύο αυτοκτονία είναι, μόνο που η πεταλούδα θα το κάνει μια φορά και θα αποχαιρετήσει τον μάταιο τούτο κόσμο. Ο Έλληνας την πολιτική αυτοκτονία θα την κάνει μια φορά, μετά θα γκρινιάξει μερικά χρονάκια, μετά θα στηθούν πάλι οι κάλπες και θα την ξανακάνει. Παράνοια.
Το δεύτερο σημείο που θέλω να σταθώ είναι τα κριτήρια με τα οποία ψηφίζουμε, εν προκειμένω στις δημοτικές εκλογές. Στα δικά μας, η εκλογή Μπουτάρη στις προηγούμενες εκλογές ώθησε κάποιους να πουν ότι οι Θεσσαλονικείς γύρισαν την πλάτη σε επαγγελματίες πολιτικούς, παλαιοκομματικές τακτικές και ξύλινες γλώσσες. Σωστό, μέχρι ένα σημείο και από αυτήν την ανάγνωση. Μόνο που στις συζητήσεις που ανέφερα παραπάνω συνειδητοποίησα ότι δεν είναι ακριβώς έτσι.
Πολλοί μου είπαν ότι θα ξαναψηφίσουν τον τωρινό Δήμαρχο. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, παίρνω τον Μπουτάρη ως παράδειγμα για το επιχείρημά μου. Δεν θα μπω καθόλου σε διαδικασία να κρίνω το έργο και τη δράση του. Αυτό ας το κάνει ο καθένας από σας μόνος του, τη γνώμη μου την κρατάω για τον εαυτό μου. Το πρόβλημα είναι μάλλον ότι το έργο του, θετικό ή αρνητικό, δεν μπαίνει στη διαδικασία να το εξετάσει και κανένας άλλος. Δεν άκουσα ούτε από έναν να μου λέει για παράδειγμα «θα ψηφίσω Μπουτάρη γιατί έλυσε το κυκλοφοριακό/ομόρφυνε το κέντρο/συμμάζεψε τα οικονομικά του δήμου/έφερε περισσότερο πράσινο» κτλ. Ακούω, αντίθετα, από τους πάντες ότι θα τον ψηφίσουν γιατί «είναι ωραίος τύπος/τον πάω/τα λέει ωραία» και άλλα τέτοια. Και αυτό είναι κάπως ανησυχητικό.
Δεν εξελιχθήκαμε στο ελάχιστο ως πολιτικά όντα, φίλοι μου. Ο Μπουτάρης, εν προκειμένω, όντως είναι ωραίος τύπος. Όντως τα λέει ωραία. Μπορεί να είναι ο καλύτερος Δήμαρχος που είδε ποτέ η πόλη, μπορεί και όχι. Ωστόσο στην κάλπη θα πρέπει να τον κρίνουμε για το τι έκανε στη θητεία του και για το τι μπορεί ακόμα να κάνει. Όχι επειδή φοράει, ας πούμε, μωβ τιράντες και δε μασάει να πει ό, τι σκέφτεται. Γιατί αν το κάνουμε αυτό, επί της ουσίας κάνουμε ότι και οι παππούδες μας πριν 30, 40, 50 χρόνια: ψηφίζουμε τον cool τύπο με βάση τα πρότυπα της εποχής. Κάποτε ακόμα και η ξύλινη γλώσσα, τα κοστούμια και οι επιβλητικές, σκυθρωπές γκριμάτσες ήταν σημάδι πολιτικής σοβαρότητας.
Είδα με τα μάτια μου και άκουσα με τα αυτιά μου γυναίκα άνω των 60 να μιλάει υποτιμητικά για τον Μπουτάρη λόγω της εξωτερικής του εμφάνισης και να αναπολεί τις εποχές Παπαγεωργόπουλου, γιατί «φαινόταν άρχοντας». Τα σχόλια δικά σας, απλά το αναφέρω. Οι παλιοί είχαν τις δικές τους αντιλήψεις για το τι «φαίνεται καλό», και εμείς σήμερα έχουμε τις δικές μας. Αν δεν περάσουμε όμως και στο παρασύνθημα και δεν ψηφίσουμε με κριτήριο τις πολιτικές απόψεις, την προϋπηρεσία και το μέγεθος του εκάστοτε υποψηφίου, πέφτουμε στο ίδιο ολίσθημα με τους παλιούς ψηφοφόρους που έφεραν την Νέα Ελλάδα στο σημερινό χάλι. Αν κάποιος είναι τυπάρα, βρείτε τρόπο να τον κάνετε παρέα. Αν είναι να τον ψηφίσετε, να το κάνετε γιατί είναι ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, με βάση και τα λόγια και τις πράξεις του.
Αν ο καθένας μας ψηφίσει με σοβαρότητα, αναλογιζόμενος την ευθύνη που του αναλογεί μαζί με το πολιτικό του καθήκον και συνάμα δικαίωμα, δεν μπορούμε να κάνουμε λάθος. Για το κλείσιμο, εσάς που σας άφησα πίσω στην τρίτη παράγραφο, να ξέρετε δε σας κρατάω πια κακία, είστε αυτοί που είστε. Καλά μπάνια.