Του Γιώργου Παπαδημητρίου
Δεν πρόκειται για κάποιο δικό μας αυθαίρετο ή βιαστικό συμπέρασμα, ούτε για κάποια αναξιόπιστη ή σκιώδης έρευνα από αμφιβόλου αξιοπιστίας οργανισμούς και φορείς ή από πηγές ριζοσπαστικής ρητορικής. Αντιθέτως, τα στοιχεία προέρχονται από τη Eurostat, τη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα πορίσματα της οποίας έχουμε μάθει εδώ και χρόνια να αντιμετωπίζουμε ως ακλόνητο τεκμήριο για όλα τα συγκριτικά ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που σχετίζονται με τους βασικότερους πυλώνες του οικοδομήματος της ΕΕ. Όπως έγινε λοιπόν γνωστό πριν λίγες ημέρες, και με βάση τα όσα ανακοίνωσε η Eurostat για το έτος 2024, οι Έλληνες εργαζόμενοι βρέθηκαν στην κορυφή της λίστας όσον αφορά τις ώρες εργασίας σε εβδομαδιαία κλίμακα, με 39,8 ώρες/εβδομάδα, ένα νούμερο σαφέστατα υψηλότερο σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ, που στρογγυλοκάθεται στις 36 ώρες απασχόλησης εβδομαδιαίως.
Χαζεύοντας τη λίστα της Eurostat, με την Ολλανδία να φιγουράρει στην -το αντίθετο της υποτιμητικής- τελευταία θέση, με μόλις 32,1 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα, κερδίζοντας άνετα την πρώτη θέση από τις λαχανιασμένες επιλαχούσες Δανία, Γερμανία και Αυστρία, δεν μπορεί κανείς παρά να ανατρέξει σε εκείνες τις περίεργες, αμήχανες, άγριες και τραυματικές εποχές της χρεοκοπίας, του ΔΝΤ, των Μνημονίων, του Δημοψηφίσματος, καθώς και των ιδεολογικών χαρακωμάτων που κυριάρχησαν στον ελληνικό δημόσιο πολιτικό λόγο. Εποχές κατά τις οποίες ειπώνονταν σωρηδόν σημεία και τέρατα, αδιανόητες γενικεύσεις και υπεραπλουστευτικοί παλιμπαιδισμοί αναφορικά με τα αίτια της ελληνικής κρίσης.
Ένα λοιπόν από τα αγαπημένα σλόγκαν και μότο της περιόδου, το οποίο εκτοξευόταν με περισσή άνεση (συνοδευόμενο συνήθως και από ένα υποτιμητικό μειδίαμα ή έναν ανεπαίσθητα προσβλητικό μορφασμό) ήταν το φαιδρό στερεότυπο της ενδημικής ελληνικής τεμπελιάς. Φυσικά, η συγκεκριμένη καραμέλα αναπαράχθηκε σε φρενήρεις ρυθμούς από πρόθυμους και πειθήνιους αυλοκόλακες, που αντλούσαν ηδονική ικανοποίηση από ένα τσουβάλιασμα που άφηνε τεχνηέντως τη δική τους ουρά απ’ ‘έξω (σε αυτή τη χώρα όλοι τα έλεγαν από πριν, όλοι τα λένε ξανά και ξανά εκ των υστέρων, όλως περιέργως κανένας δεν βρίσκεται να πει εδώ και τώρα).
Για να μην παρεξηγηθούμε, οι ελληνικές παθογένειες είναι αμέτρητες και πέρα για πέρα υπαρκτές, λειτουργώντας σαν ανοιχτές πληγές στο σώμα μιας χώρας που κακοφόρμισε επανειλημμένα, αναζητώντας ελαττωματικά γιατρικά. Χίλια δυο στραβά κι ανάποδα μπορεί κανείς να εντοπίσει με μια πρόχειρη ματιά σε ολόκληρη την ελληνική ραχοκοκαλιά, τα οποία βαραίνουν αποκλειστικά τη δική μας καμπούρα, χωρίς τον παραμικρό δάκτυλο φαντασιακών εχθρών και σκοτεινών κύκλων που επιβουλεύονται την Ελλαδίτσα μας και άλλα παρόμοια γραφικά.
Μολαταύτα, αυτό δεν αναιρεί ότι όλη εκείνη η κουβέντα περί εγγενούς και προαιώνιας ελληνικής τεμπελιάς δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα κακόγουστο και φαιδρό ανέκδοτο. Λίγα χρόνια αργότερα, εξάλλου, η τρεκλίζουσα πορεία των άλλοτε κραταιών ευρωπαϊκών οικονομιών, το τσουνάμι από σκάνδαλα που έπληξε το κύρος της ΕΕ, αλλά και η γενικευμένη πανευρωπαϊκή άνοδος ενός λαϊκισμού σαφώς ισοδύναμου (αν όχι και πιο έντονου) σε σχέση με ό,τι επικράτησε στην Ελλάδα, μας (και τους) κατέδειξαν το προφανές: το πρόβλημα ήταν τελικά λιγάκι πιο σύνθετο και δεν μπορούσε να αναλυθεί-συμπυκνωθεί σε βεβιασμένες ταμπέλες και επικεφαλίδες.
Από εκεί και έπειτα, και αφήνοντας στην άκρη το παρελθόν, σώφρον θα ήταν να ρίξουμε μια ματιά και στο μέλλον και να αναρωτηθούμε γόνιμα και φωναχτά κατά πόσο ο υψηλός αυτός αριθμός ωρών εργασίας συνεπάγεται και μια αληθινά ελπιδοφόρα αποδοτικότητα και παραγωγικότητα, σε κάθε επίπεδο. Από την ορθή εκμετάλλευση του καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού μέχρι την αποφυγή φαινομένων γραφειοκρατικής φύρας. Από την προώθηση της καινοτομίας και την αξιοποίηση τεχνοκρατικών ιδεών μέχρι τη μείωση της υποαπασχόλησης και τη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών. Από την παραγωγή πραγματικού έργου μέχρι την ανάσχεση του brain drain. Από την παραγωγή υλικού, πνευματικού και κοινωνικού πλούτου για τη χώρα μέχρι τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών. Δυστυχώς, μάλλον γνωρίζουμε την απάντηση σε όλα τα παραπάνω.
Υγ: το ότι οι συγκεκριμένοι δείκτες δεν συνδέονται με το συνολικό οικονομικό στάτους της (οποιασδήποτε) χώρας γίνεται φανερό από τις χώρες που ακολουθούν την Ελλάδα στη σχετική λίστα, οι οποίες δεν είναι άλλες από τη Βουλγαρία και την Πολωνία.