Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Κατσουπίν VI

Αλυσοδεμένοι στη μιζέρια μας, που νιώθουμε να μας κάνει ξεχωριστούς, κατακρίνουμε τις μικρές χαρές...

Του Γρηγόρη Μυστιλιάδη

Η εξαίρετη συλλογή διηγημάτων του μεγάλου Χιλιάνου μάστορα Λουίς Σεπούλβεδα με τίτλο «Το Λυχνάρι του Αλαντίν», ανοίγει με τη μικρή ιστορία ενός γέρου και του σκύλου του, την «Άσβεστη Φλογίτσα της Τύχης». Ο γέρος της ιστορίας μας δεν έχει όνομα, ο σκύλος όμως έχει: Κατσουπίν. Και όχι όποιος όποιος, αλλά Κατσουπίν VI, γιατί υπήρξαν και άλλοι πέντε Κατσουπίν πριν από αυτόν. Μέσα από λέξεις που στάζουν δροσιά και νόστο, ο Σεπούλβεδα εξιστορεί πώς ο γέρος, που ζούσε σε μια καλύβα στην Παταγονία, ανακάλυψε τυχαία μέσα από τα σανίδια έναν θησαυρό: χρυσά νομίσματα. Όταν πήγε στην κοντινότερη πόλη να δει τι αξίζουν, εμφανίστηκε η αστυνομία. Πέρασε μια μέρα κρεμασμένος ανάποδα, έφαγε μπόλικο ξύλο και τελικά βρέθηκε στην καλύβα του ένα σεντούκι με ξεφτισμένα χαρτονομίσματα. Καταπώς φαίνεται, η καλύβα του γέρου ήταν κάποτε το καταφύγιο του Μπουτς Κάσιντι και του Σάντανς Κιντ, όπου είχαν κρύψει τη λεία τους από τη ληστεία της μεγάλης τράπεζας στο Πούντα Αρένας.

Οι αστυνομικοί πήραν το σεντούκι κι έφυγαν. Δεν βρήκαν όμως ποτέ την κρυψώνα μέσα στα σανίδια. Λίγο μετά, ο γέρος έκανε νέα απόπειρα να «σπρώξει» το θησαυρό του. Όμως ο παλαιοπώλης που τον περίμενε πλήρωσε δύο καλόπαιδα που έκαναν το γέρο ασήκωτο στο ξύλο, και του πήρε τα δύο νομίσματα που είχε πάνω του. Έμεναν όμως κι άλλα, θησαυρός πολύς ακόμα. Όμως δεν υπήρχε διέξοδος, γιατί πλέον είχε μαθευτεί η ιστορία και όποτε έβγαινε από το σπίτι του υπήρχαν σκιές σε κάθε γωνιά, έτοιμες να του επιτεθούν. Έτσι κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κουβαλάει τα νομίσματα πάνω του. Πέρασαν χρόνια, ώσπου ήρθε να δώσει τη λύση ο Κατσουπίν Ι. Και οι υπόλοιποι πέντε μετά από αυτόν. Ο γέρος τάιζε τον σκύλο, συμπληρώνοντας τη δίαιτά του με μικρά νομίσματα. Και τον εκπαίδευσε ώστε να … κάνει την ανάγκη του μόνο κατόπιν εντολής, κάτι που του απέφερε αμοιβή που μύριζε μπριζόλα. Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο Κατσουπίν ήταν το πρώτο βαποράκι ενός θησαυρού στην Παταγονία. Έτσι τα κατάφερνε ο γέρος. Βρήκε επιτέλους κι ένα έμπιστο άτομο, και λίγο λίγο έβγαζε το θησαυρό του από τα σανίδια.

Τώρα, θα στοιχημάτιζα καλά λεφτά ότι δε γίνεται να ταΐζεις νομίσματα ένα σκύλο χωρίς αυτός να σπάσει κάποια στιγμή τα δόντια του. Ακόμα, ότι είναι μάλλον δύσκολο ένας γέρος να εκπαιδεύσει έξι Κατσουπίν στη σειρά να «παραδίδουν τα αγαθά» κατά παραγγελία, καθώς και ότι κανείς γέρος στην Παταγονία δε βρέθηκε ξαφνικά στην άδεια καλύβα του Κάσιντι και του Κιντ και την έκανε σπίτι του. Αλλά το θέμα είναι να λες ιστορίες. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από τις ιστορίες στη ζωή μας. Και η αλήθεια δε χρειάζεται να έχει πάντα θέση. Στην τελική, είναι μάλλον περιττή, δευτερεύουσα και, στην καλύτερη, ένα συμπαθητικό εξτραδάκι σε μια αληθινά καλή ιστορία.

Το θέμα είναι ότι η ζωή έχει ζόρια. Και μπορεί να έχεις το θησαυρό μέσα σου, αλλά πρέπει να μπορείς να βρεις και διέξοδο να τον βγάλεις. Για μας ως παρέα, ως οικογένεια, ως ομάδα ή ως λαό, ο συλλογικός μας θησαυρός είναι μάλλον προφανής. Αυτό που αναζητάμε στα χρόνια μας, αυτό που μας λείπει και ποθούμε: η χαρά. Η χαρά και η εκτόνωση. Το χαμόγελο, το μαζί. Αυτό ψάχνουμε, σε μικρές μικρές δόσεις. Ίσα να βγάζουμε τη μέρα.

Δεν ξέρω ποια ήταν η στιγμή που έγινε η παρεξήγηση στο λαό μας. Η στιγμή που αποφασίσαμε ότι η μιζέρια, ο αρνητισμός και η αφ’ υψηλού, επικριτική συμπεριφορά έγινε συνώνυμο της γοητείας και της μαγκιάς. Πότε αρχίσαμε να νομίζουμε ότι έτσι κατοχυρώνουμε ένα εναλλακτικό, σοφιστικέ στάτους. Δεν το ξέρω, αλλά δεν έχει και σημασία. Σημασία, είπαμε, έχουν οι μικρές χαρές και οι εκτονώσεις.

Το ότι μεγάλο κομμάτι των Ελλήνων αποφάσισε ότι θα πρέπει να νιώθει τύψεις και ενοχές όποιος χάρηκε και πανηγύρισε για έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, είναι κάτι το εντυπωσιακό. Το ότι ένιωσε δικαίωμά του να υποδείξει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει αυτός που χάρηκε, είναι μάλλον ανησυχητικό. Αλυσοδεμένοι στη μιζέρια μας, που νιώθουμε να μας κάνει ξεχωριστούς, κατακρίνουμε τις μικρές χαρές. Ξεχνάμε πόσο μεγάλη ανάγκη τις έχουμε. Ξεχνάμε ότι είναι μικρές ανάσες από το άγχος και την πίεση που βιώνουμε.

Δεν κατέβηκα στο Λευκό Πύργο να πανηγυρίσω μετά την πρόκριση της Εθνικής στους 16 του Μουντιάλ. Το χάρηκα όμως. Το χάρηκα και πολύ μάλιστα. Φώναξα στο γκολ, γούσταρα την μπάλα, γούσταρα και την προσπάθεια των αθλητών. Όχι, δε μου έλεγε κάτι να βγω στους δρόμους. Αντιλαμβάνομαι όμως γιατί μπορεί να έλεγε κάτι σε άλλους. Στην τελική, ποιος είμαι εγώ να αποφασίσω πότε, πού και για ποιο λόγο του τη δίνει του καθένα να γιορτάσει; Ποιοι είστε εσείς να το αποφασίσετε;        

Δεν προτίθεμαι να νιώθω τύψεις όταν χαίρομαι με την μπάλα. Εσείς που μπερδεύετε το ποδόσφαιρο με την πολιτική (λες και άμα έχανε η Εθνική την επόμενη μέρα θα βρίσκαμε δουλειά όλοι, θα βγαίναμε από τα μνημόνια και θα ανεβάζαμε κατώτατο μισθό στα 4 χιλιάρικα), προφανώς νιώθετε τύψεις και όταν κάνετε έρωτα ή γουστάρετε σε μια συναυλία. Λογικά παίρνετε στα καπάκια τηλέφωνο τον παππού σας και ζητάτε δακρυσμένοι συγγνώμη που περνάτε καλά ενώ του έχουνε κόψει τη σύνταξη στη μέση. Αλλά το θέμα είναι η μιζέρια και η δήθεν διαφορετική σκέψη. Λες και όλοι οι υπόλοιποι τα ξεχάσανε όλα με την μπάλα και τα θυμάστε μόνο εσείς. Δε σας πέρασε από το μυαλό ότι ο κόσμος ψάχνει απλά μια εκτόνωση.

Αφήστε τους ανθρώπους να χαρούν, έστω για ένα βράδυ. Να πάνε σπίτι τους με χαμόγελο, έστω για την μπάλα. Αφήστε να χαρούν, αφήστε να γουστάρουν όλοι μαζί παρέα. Έχουμε χρόνο, μιζεριάζουμε ξανά από αύριο. Δε θα τελειώσουν ποτέ τα ζόρια που τραβάει ο καθένας μας, αλλά για μερικούς μπορεί να στερεύουν οι χαρές. Αν δε σας εκφράζει εσάς, δικαίωμά σας. Αλλά σεβαστείτε τη χαρά του άλλου, κι ας μην την καταλαβαίνετε.

Θα αφήσω το Σεπούλβεδα να κλείσει. «Κουβέντιασαν, θυμήθηκαν πολλά κοινά ωραία πράγματα και ξέχασαν άλλα που αξίζει να ξεχνιούνται, γιατί έτσι είν’ η ζωή. […] Έπειτα ο γέρος και ο σκύλος έφυγαν χαρούμενοι, γιατί έτσι είν’ η ζωή. Η εποχή των ισχνών αγελάδων θα ξαναρχόταν, γιατί έτσι είν’ η ζωή. Και για άλλη μια φορά, σ’ αυτήν την καλύβα με τους κορμούς από μακρινές κορδιγιέρες, θα άναβε η αδύναμη φλογίτσα της γκαζόλαμπας της τύχης. Γιατί έτσι είν’ η ζωή».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ