Του Γρηγόρη Μυστιλιάδη
Τουλάχιστον η Παρασκευή μου ξεκίνησε καλά. Όσο για αυτό, δεν έχω παράπονο. Πρώτο δημοσίευμα που έπεσε στα μάτια μου, το «σαν σήμερα». 31 χρόνια, λέει, από την 25η Ιουλίου του ’83 και το θρυλικό, πλέον, πάρτι στη Βουλιαγμένη. Πρόλαβα, μαζί με τις πρώτες γουλιές καφέ, να δω τον Κηλαηδόνη στη σκηνή, ανθρώπους να τραγουδάνε και να αγκαλιάζονται μέσα στη θάλασσα, χαμογελαστές κοπέλες στην αμμουδιά. Όσο να το πεις, αυτό το πάρτι είναι από τις πιο ωραίες αναμνήσεις που δε ζήσαμε ποτέ, εμείς οι τότε αγέννητοι. Πάντα σκάω χαμόγελο σε αυτές τις εικόνες.
Αυτή βέβαια ήταν μόνο η αρχή της ημέρας. Δεν είχα την παραμικρή προσδοκία ότι θα μπορούσε να μείνει σε αυτό το μήκος κύματος η διάθεσή μου. Όχι, όσο εξακολουθεί να είναι σε εξέλιξη η ντροπή που βαραίνει την εποχή μας, η πέτρα στο στήθος της Γάζας. Τα δημοσιεύματα με τα τελευταία νέα διαδέχονται το ένα το άλλο, και αντιλαμβάνομαι ότι όσο προχωράω τόσο περισσότερο μουδιάζω. Αδυνατείς να σκεφτείς, αδειάζει το κεφάλι.
Βαρέθηκα να διαβάζω και να ακούω για «φρίκη» στη Γάζα. Άστοχο, όσο να κοιτάς τη βροχή και να μιλάς για νερό. Καμιά ένοπλη σύγκρουση στην ιστορία δεν πέρασε χωρίς να διεκδικήσει το μερίδιό της στη φρίκη. Είναι αυτονόητη η φρίκη, για αυτό και το να χρησιμοποιούμε τη λέξη για αυτήν την περίπτωση είναι χάσιμο χρόνου, σάλιου και νοήματος. Αποπροσανατολισμός αισθήσεων και σκέψεων. Ψυχρό, οριακά απάνθρωπο, αλλά έτσι είναι.
Το ζήτημα είναι το δίκαιο και το ίσο. Υπήρξαν στους αιώνες συγκρούσεις και αιματοχυσίες αναπόφευκτες. Πόλεμοι που έγιναν γιατί δεν υπήρξε άλλος δρόμος, ούτε χώρος για ειρήνη. Που και οι δύο παρατάξεις είχαν το δίκιο με το μέρος τους, ή έστω ένα κομμάτι αυτού. Τούτη εδώ είναι μια σύγκρουση ολότελα άδικη. Παράλογη, παρανοϊκή και κατάπτυστη. Εκεί χρειάζεται η επανάληψη, εκεί η υπογράμμιση. Άδικος.
Και το ίσο; Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη διένεξη που να κρατά τόσες και τόσες δεκαετίες, ανάμεσα σε δυο πλευρές που ανήκουν τόσο συγκλονιστικά και αδιανόητα σε άλλη κατηγορία. Μια άνιση μάχη που συνεχίζεται και δυναμώνει, ένα μαρτύριο που δεν έχει τέλος για έναν ολόκληρο λαό. Απίστευτο, αλήθεια, πώς εκείνοι που βίωσαν στο πετσί πιο σκληρό από τον καθένα το σίδερο των Ναζί, ξέχασαν τόσο γρήγορα. Σαν ένα παιδί με τραύματα, που μεγαλώνει ανυπομονώντας να σκορπίσει τον πόνο και τα δάκρυα με τα οποία νανούριζε για χρόνια τον εαυτό του. Ο «λαός χωρίς γη, που έψαχνε να βρει μια γη χωρίς λαό». Και ακόμα και τώρα νομίζει ότι είναι δικαίωμά του, προπατορικό και αναφαίρετο. Άδικος και άνισος, λοιπόν. Αυτό είναι αυτός ο πόλεμος, αυτές οι λέξεις που ψάχνουμε.
Ο κόσμος όμως δε δείχνει να νοιάζεται, και αμέτοχοι οι λαοί συνεχίζουν να κοιτούν την Παλαιστίνη να υποφέρει. Όλοι οι ισχυροί που σε κάθε ευκαιρία σπεύδουν να «υπερασπιστούν» την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, όταν το Ισραήλ χτυπά αποστρέφουν το βλέμμα. Και οι υπόλοιποι άνθρωποι, προσπαθούν, κοιτάζουν, βουρκώνουν, φωνάζουν, και μετά τίποτα. Δεν είναι δα ότι μπορείς πραγματικά να κάνεις κάτι, να δώσεις ένα τέρμα. Γιατί η ειρήνη εδώ δεν είναι καν ουτοπική. Είναι ανεπιθύμητη. Ποια ειρήνη, πώς μπορεί να κάνει ειρήνη ο Παλαιστίνιος με εκείνον που τον κυνηγά, τον σκοτώνει, τον ληστεύει, τον στοιχειώνει όλη του τη ζωή; Οι Παλαιστίνιοι αγωνίζονται, όχι πια για την ειρήνη, όχι πια για τη σωτηρία, όχι πια για τη γη τους. Αυτά όλα είναι χαμένα για χαμένα. Αγωνίζονται για εκείνη τη μια στιγμή που θα αποδώσουν δικαιοσύνη, τη μόνη δικαιοσύνη που γνώρισαν ποτέ στη ζωή τους. Εκείνη που μέσα της μεγάλωσαν, εκείνη που εμπιστεύονται. Τη δικαιοσύνη των όπλων.
Κοιτάζω γύρω ανθρώπους σαν εμένα, να διαδηλώνουν για την Παλαιστίνη, να υψώνουν τη φωνή τους, να διαμαρτύρονται παντού και σε κάθε ευκαιρία, να γράφουν σε εφημερίδες και διαδίκτυο, να κοινοποιούν τις ειδήσεις, να προσπαθούν να ξεσηκώσουν το κοινό αίσθημα και να αφυπνίσουν την κοινή γνώμη. Και συνειδητοποιώ με θλίψη ότι είναι άδικος κόπος, γιατί η κοινή γνώμη ξέρει, και έχει πάρει θέση προ πολλού. Και στέκει τώρα ανήμπορη να κάνει το παραμικρό.
Είναι πολύ σκληρή η εποχή μας. Πριν 20, 30 χρόνια οι άνθρωποι μάθαιναν για τον πόλεμο και ήταν σαν να διαβάζουν ιστορίες για τόπους μακρινούς και χρόνια άλλα. Όμως τώρα βλέπουμε με τα μάτια μας σε ζωντανή σύνδεση. Διαβάζουμε αριθμούς, κοιτάζουμε πτώματα. Μυρίζουμε το αίμα. Και με τη διεστραμμένη αίσθηση εκείνου που είναι από ειρήνη χορτασμένος, νιώθουμε ενοχές και τύψεις. Λες και είμαστε εμείς που πατάμε το κουμπί και φεύγει η ρουκέτα. Λες και δεν έχουμε μιλήσει, ξανά και ξανά, γύρω και μέσα μας, για όλα όσα μας κάνουν να σιχαινόμαστε αυτό το έγκλημα. Λες και είναι δικιά μας ευθύνη που δεν ιδρώνει το αυτί κανενός Νετανιάχου. Στο τέλος της ημέρας, όμως, και για όσο η Παλαιστίνη θα ψυχορραγεί, όλοι θα νιώθουμε συνυπεύθυνοι, έστω και λιγάκι. Γιατί έτσι είναι η εποχή, και έτσι είναι οι άνθρωποι. Γιατί μισούμε πάνω απ’ όλα την ανημποριά μας. Γιατί δε μας αρέσει η απάντηση, όταν ειλικρινά σκεφτόμαστε τι μπορούμε να κάνουμε για την Παλαιστίνη: