Του Γρηγόρη Μυστιλιάδη
Η 25η Ιανουαρίου ήλθε, είδε και απήλθε. Και όταν ξημέρωσε η επομένη ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πια κυβέρνηση, μόνο που, κόντρα στις δυσοίωνες προβλέψεις κάθε λογής εγχώριου Μαζεστίξ, ο ουρανός ακόμα δεν μας έχει πέσει στο κεφάλι. Ποτέ δεν είναι αργά, ασφαλώς, ας μην προτρέχω. Οψόμεθα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το αποτέλεσμα των εκλογών δίνει πολλή τροφή για σκέψη, συμπεράσματα και – γιατί όχι – αισιοδοξία, αφήνει περιθώριο για διάφορες ερμηνείες και μας φέρνει αντιμέτωπους με εξαιρετικά ενδιαφέρουσες καταστάσεις.
Όπως και να το δει κανείς, η αλλαγή ήρθε. Ακόμα και αν δεν είναι, ακόμα τουλάχιστον, επί του πρακτέου, ορισμένα πράγματα δεν μπορείς να τα παραβλέψεις: ένα νέο κόμμα στην εξουσία μετά από 40 χρόνια, ένας νεαρός, φρέσκος Πρωθυπουργός και, το αγαπημένο trivia της ημέρας, ουδείς με το επώνυμο Παπανδρέου στη Βουλή μετά από 92 ολόκληρα χρόνια. Είναι σίγουρα στενάχωρο να χαλάει μια τέτοια παράδοση και να μην υπάρχει, μετά από σχεδόν έναν αιώνα, ένας εκπρόσωπος μιας συγκεκριμένης οικογένειας ανάμεσα στους 300, αλλά νομίζω ότι θα μπορέσω να ξεπεράσω την οδύνη μου για το καλό της χώρας.
Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν, λίγο πολύ, αναμενόμενη. Όχι όμως και η έκταση αυτής. Η Νέα Δημοκρατία πλήρωσε τόσο τη δυσαρέσκεια που προκάλεσαν οι επιλογές της, όσο και την εμμονή της σε μια επικοινωνιακή τακτική τρομοκρατίας και δαιμονοποίησης του αντιπάλου της. Ο Αλέξης Τσίπρας άγγιξε έναν ανεπανάληπτο θρίαμβο καθώς έχασε οριακά την αυτοδυναμία, κάτι που αν πετύχαινε θα έλυνε πολλά ζητήματα αυτόματα. Η αυτοδυναμία δεν ήρθε, και αυτό που ήταν ουσιαστικά κοινό μυστικό συνέβη την επόμενη στιγμή, με τον ΣΥΡΙΖΑ να συνεργάζεται με τους ΑΝΕΛ και να έχει, έτσι, τις απαιτούμενες έδρες για να σχηματίσει κυβέρνηση. Για τους αριστερούς που το σύνθημα «πρώτη φορά αριστερά» στόλισε τα πρόσωπά τους με χαμόγελο, ασφαλώς όχι και η καλύτερη εξέλιξη: η πρώτη αριστερή κυβέρνηση της Ελλάδας, λοιπόν, θα έχει στις τάξεις της (και σε πολύ κομβικό ρόλο) έναν πολιτικό που πιστεύει ακράδαντα ότι μας ψεκάζουν και έχει ως κεντρικούς άξονες σκέψης την ορθοδοξία και την πατρίδα, ενώ και τη σχέση του με τους μετανάστες δεν την χαρακτηρίζει ακριβώς η άνευ όρων αγάπη, αλλά και έναν περήφανο τύπο που λίγους μόνο μήνες πριν είχε προκαλέσει την πανευρωπαϊκή απέχθεια με την αλήστου μνήμης ρήση του «η Ευρώπη των πουστ…ριών». Η πρώτη φορά αριστερά, δυστυχώς, δεν ξεκινάει και τόσο αριστερά.
Η συνεργασία, ωστόσο, με τον Πάνο Καμμένο, ήταν για τον Τσίπρα αναγκαία, έστω κι αν συνιστά την πρώτη ιδεολογική υποχώρηση του νέου Πρωθυπουργού, και μάλιστα με τη σέντρα. Ο φόβος που προκύπτει είναι ότι άπαξ και κάνεις την πρώτη υποχώρηση, δεν είναι το ίδιο εύκολο να αντισταθείς και στις επόμενες. Μένει να φανεί πώς θα λειτουργήσει η συνύπαρξη αυτή στο τιμόνι της Ελλάδας. Κατά τα λοιπά, και παρά το γεγονός ότι πλασάρεται ως επιτυχία, το γεγονός ότι το ΚΚΕ κατόρθωσε να διατηρήσει, απλώς, τα κεκτημένα μέσα στη συγκυρία της μεγαλύτερης κοινωνικής, πολιτικής, ιδεολογικής και οικονομικής κρίσης στη σύγχρονη ιστορία της χώρας θα έπρεπε μάλλον να κρούσει τον κώδωνα στον Περισσό: το αποτέλεσμα τονίζει, επί της ουσίας, ότι το ΚΚΕ εξακολουθεί να νοσεί. Δεν προχωράει, δεν εξελίσσεται, απλώς συνεχίζει να υπάρχει.
Την ίδια στιγμή, η Χρυσή Αυγή πιστοποίησε ότι δεν ήταν ούτε μόδα, ούτε πυροτέχνημα, ούτε «λύση διαμαρτυρίας». Η ακροδεξιά οργάνωση κατόρθωσε να αναδειχθεί τρίτη δύναμη στη χώρα και θα πρέπει πια να κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα και να αποδεχτούμε ότι σχεδόν 400.000 συμπολίτες μας ασπάζονται τη φασιστική ιδεολογία, εμποτισμένη με μίσος και βία. Δεν συντρέχει πια ο παραμικρός λόγος ανησυχίας, γιατί το πρόβλημα δεν είναι πια επικείμενο. Είναι εδώ.
Στην τέταρτη θέση το Ποτάμι απέδειξε έμπρακτα ότι, σε αυτή τη χώρα, δεν χρειάζεται να έχεις σαφή θέση, άποψη ή πρόγραμμα. Αρκούν ορισμένα αναγνωρίσιμα πρόσωπα και μια επίφαση κουλτούρας και διανόησης για να σε βάλουν στη Βουλή. 6% των Ελλήνων έδωσε την ψήφο του σε μια παράταξη που, μέχρι και την τελευταία στιγμή, δεν είπε ούτε ένα ουσιαστικό πράγμα, δεν επέλεξε την παραμικρή στάση, δεν πήρε θέση σχεδόν σε κανένα από τα μύρια όσα ζητήματα ταλανίζουν τη χώρα και ζητούν λύση. Απέτυχε, βέβαια, να παίξει ρόλο ρυθμιστή, για αυτό και μπορεί κανείς βάσιμα να πιστεύει ότι θα ξεθωριάσει το ίδιο γρήγορα, όπως σχηματίστηκε. Για το ΠΑΣΟΚ δεν χρειάζονται πολλά λόγια. ΠΑΣΟΚ επί της ουσίας δεν υπάρχει, και μπαίνει ακόμα στη Βουλή μόνο από το βάρος της φανέλας.
Υπό κανονικές συνθήκες θα έλεγα ότι είναι ακόμα νωρίς για ασφαλή συμπεράσματα, και πως θα πρέπει να δοθεί χρόνος στην κυβέρνηση αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα που μπήκαν στη Βουλή, μέχρι να δούμε πού βαδίζουμε με τα νέα δεδομένα. Μόνο που χρόνος δεν υπάρχει. Η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε δύσκολη θέση και τα ζητήματα που έχει να διαχειριστεί ο Αλέξης Τσίπρας είναι πάρα πολλά, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Οι Έλληνες έστειλαν σαφές μήνυμα με το ποσοστό που έδωσαν στο ΣΥΡΙΖΑ, έτσι που μένει πια να αποδείξει η νέα κυβέρνηση ότι μπορεί να κάνει πράξη τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, οδηγώντας με σίγουρο χέρι τη χώρα σε μια πολύ δύσκολη στιγμή. Εκτός του ότι θα υπάρξουν αποτυχίες, όπως και επιτυχίες, τίποτα άλλο δε μοιάζει αυτή τη στιγμή δεδομένο. Αν λοιπόν το αποτέλεσμα της κάλπης ήταν αυτό που έπρεπε και οι Έλληνες πήραν τη σωστή απόφαση δίνοντας στον ΣΥΡΙΖΑ την ευκαιρία που τόσο καιρό επιζητούσε, θα φανεί σύντομα. Πέραν πάσης αμφισβήτησης, ωστόσο, μένει το γεγονός ότι η χώρα για πρώτη φορά έκανε όντως πράξη αυτό που τόσες και τόσες φορές μέχρι σήμερα ακούστηκε από πομπώδη χείλη ως ένα κούφιο σλόγκαν: γύρισε σελίδα.