Του Γρηγόρη Μυστιλιάδη
Ο κολεγιακός αθλητισμός στην Αμερική είναι μια πολύ όμορφη ιστορία. Και όπως κάθε πραγματικά καλή ιστορία, δεν έχει μόνο ηλιοβασιλέματα, αρκουδάκια και ουράνια τόξα. Έχει και μαύρες σελίδες, βρώμικες στιγμές και πάθη. Όμως παραμένει όμορφη. Και υπήρξαν όμορφοι άνθρωποι που έδωσαν πολλά χρόνια από τη ζωή τους για να φτιάξουν αυτήν την ιστορία. Ένας από αυτούς έφυγε πριν λίγες μέρες από τη ζωή. Πλήρης ημερών, αναγνώρισης και αγάπης.
Ο Ντιν Σμιθ πέθανε ήσυχος στο σπίτι του ανάμεσα στους αγαπημένους του, σε ηλικία 83 ετών. Στη μνήμη των πολλών έχει μείνει ως ο άνθρωπος που πήρε ένα άγουρο, πλην εξωπραγματικό ταλέντο, το έπλασε ως αθλητή και ως άνθρωπο και παρέδωσε στο παγκόσμιο μπάσκετ τον Μάικλ Τζόρνταν. Όμως ο Ντιν Σμιθ έκανε πολλά περισσότερα από αυτό. Το κοντέρ του έγραψε νίκες. Πολλές νίκες, πάρα πολλές. Στα 36 χρόνια που κάθισε στην άκρη του πάγκου των Ταρ Χιλς του Πανεπιστημίου της Νορθ Καρολάινα, σταμάτησε στις 879, με ποσοστό επιτυχίας που αγγίζει το 78%. Κατέκτησε δύο πρωταθλήματα και ένα χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο, ανακηρύχτηκε κορυφαίος προπονητής του κολεγιακού πρωταθλήματος τέσσερις φορές και μπήκε σε όποιο Hall of Fame μπορεί να σκεφτεί κανείς. Όμως και πάλι, στην κληρονομιά του ο Σμιθ αφήνει πολλά περισσότερα.
Οι αναφορές στο μπάσκετ τελειώνουν εδώ. Γιατί σε μια εποχή που ο αθλητισμός είναι επιχείρηση και οι αθλητές αντιμετωπίζονται σαν ζώα (ακριβοπληρωμένα μεν, αλλά ζώα) από διοικήσεις, φιλάθλους, αντιπάλους και Τύπο, είναι χρήσιμο να μάθει κανείς τι άλλο έκανε αυτός ο άνθρωπος τα χρόνια που περπάτησε σε αυτή τη γη, πέρα από να προπονεί αθλητές και να κερδίζει αγώνες. Ο ίδιος, άλλωστε, έβλεπε το μπάσκετ όπως ακριβώς είναι: ένα παιχνίδι. «Αν αντιμετωπίζεις κάθε παιχνίδι ως ζήτημα ζωής και θανάτου, θα έχεις πολλά προβλήματα. Πρώτα απ’ όλα, θα πεθαίνεις συχνά»…
Σε μια ιδιαιτέρως «εύφλεκτη» για την Αμερική εποχή (λίγο πολύ όπως και σήμερα…) ο Ντιν Σμιθ δήλωνε ανοικτά υπέρμαχος της φυλετικής ισότητας. Το 1964 πήρε μαζί του έναν τοπικό πάστορα και έναν νεαρό μαύρο φοιτητή και πήγε σε ένα εστιατόριο στο Τσάπελ Χιλ που ήταν «μόνο για λευκούς». Όταν οι υπεύθυνοι τον είδαν, κανείς δεν τόλμησε να πει λέξη. Δύο χρόνια αργότερα, ήταν αυτός που πρόσφερε για πρώτη φορά στην ιστορία του Πανεπιστημίου υποτροφία σε έναν μαύρο αθλητή, τον Τσάρλι Σκοτ. Μετά από μια μεγάλη νίκη απέναντι στο αντίπαλο Σάουθ Καρολάινα, ένας οπαδός των γηπεδούχων άρχισε να αποκαλεί τον Σκοτ «μαύρο μπαμπουίνο». Ο ίδιος ο Σκοτ, θυμάται: «Έγινε τόσο έξαλλος που χρειάστηκε να τον συγκρατήσουμε για να μην ανέβει στην κερκίδα. Δεν τον είχα δει ποτέ τόσο εκνευρισμένο, και ούτε τον ξαναείδα έκτοτε. Έμεινα έκπληκτος. Όμως ακόμα και σήμερα, δεν μπορώ παρά να λέω πόσο περήφανος είμαι που ήμουν παίκτης του». Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο Σμιθ αναφέρθηκε στο περιστατικό στην αυτοβιογραφία του, δέχτηκε ένα γράμμα. Αποστολέας ήταν ο εν λόγω οπαδός, που διάβασε το βιβλίο και έγραφε στον Σμιθ ζητώντας του συγγνώμη, διαβεβαιώνοντάς τον ότι «μεγαλώνω τα παιδιά μου για να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι από ότι ήμουν εγώ».
Ο Σμιθ εξέφρασε ανοικτά την αντίθεσή του στον πόλεμο του Βιετνάμ, ενώ συμμετείχε σε διαδηλώσεις ζητώντας πυρηνικό αφοπλισμό. Ήταν μέγας πολέμιος της θανατικής ποινής, σε βαθμό που το 1998 πήγε σε μια δημόσια ακρόαση για χάρη σε έναν θανατοποινίτη. Σηκώθηκε μέσα στην αίθουσα, έδειξε τον τότε Κυβερνήτη, Τζιμ Χαντ, και φώναξε: «Είσαι ένας δολοφόνος. Κι εγώ το ίδιο. Η εκτέλεση ενός ανθρώπου μάς κάνει όλους δολοφόνους». Κατά τη διάρκεια της θητείας του στον πάγκο των Ταρ Χιλς, έκανε πολλές φορές προπόνηση στην ομάδα του σε γήπεδα φυλακών, με κοινό βαρυποινίτες.
Μετά το τέλος της καριέρας του, συνέχισε να μιλά στα ΜΜΕ για όσα τον απασχολούσαν, πέρα από το μπάσκετ. Εξέφρασε την αντίθεσή του στον πόλεμο του Ιράκ και στάθηκε πολλές φορές στο πλευρό της γκέι κοινότητας στην Αμερική, καταφερόμενος εναντίον της κυβέρνησης που στερεί από τους ομοφυλόφιλους βασικά δικαιώματα που απολαμβάνουν οι ετεροφυλόφιλοι. Μέχρι το τέλος της ζωής του, συνέχισε να υπερασπίζεται τα πιστεύω του και, όσο του επέτρεπε η υγεία του, να εμφανίζεται στο γήπεδο για να βλέπει τους αγαπημένους του Ταρ Χιλς, στον πάγκο των οποίων πέρασε μια ολόκληρη ζωή. Ο Ρόμπερτ Σέιμουρ, τοπικός ιερέας, αναφέρει: «Δεν έμοιαζε με κανένα άλλο δημόσιο πρόσωπο που γνώρισα στη ζωή μου. Οι περισσότεροι προπονητές ή αθλητές αποφεύγουν να μιλήσουν για οτιδήποτε άλλο πέραν της δουλειάς τους, για να μη χαλάσουν την εικόνα τους. Τον Ντιν δεν τον ενδιέφερε ποτέ κάτι τέτοιο. Όταν είχε κάτι να πει, το έλεγε. Έμεινε σταθερός σε όσα πίστευε και εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τη δημοσιότητα αλλά και το κύρος του, μιλώντας στους νέους για τα πραγματικά σοβαρά ζητήματα της ζωής».
Το αγόρι που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κάνσας, έζησε μια ζωή σαν όνειρο. Βίωσε την καταξίωση, το θρίαμβο, την εκτίμηση. Κέρδισε εκατοντάδες αγώνες, «έφτιαξε» δεκάδες μεγάλους αθλητές. Κι όμως, δεν είναι αυτή η παρακαταθήκη που αφήνει στο πέρασμά του στην αιωνιότητα. Γιατί όλες αυτές οι νίκες, οι τίτλοι, τα τρόπαια, είναι αποτέλεσμα δουλειάς και ταλέντου. Και θα μπορούσε να το κάνει ο καθένας. Εντάξει, ίσως όχι ο καθένας, αλλά καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Η αληθινή κληρονομιά του Ντιν Σμιθ είναι το γεγονός ότι δεν ένιωσε ποτέ τον παραμικρό δισταγμό να προσπαθήσει να αλλάξει ό, τι δεν του άρεσε σε αυτόν τον κόσμο. Εκεί που οι άλλοι σιωπούσαν, αυτός πήρε θέση. Πάνω ακόμα και από μεγάλος προπονητής, υπήρξε ένας τεράστιος Δάσκαλος. Και έφυγε από αυτόν τον κόσμο, αφού πρώτα έδωσε ό, τι είχε για να τον κάνει ομορφότερο.