Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Κορωνοϊός: Το λάθος που δεν πρέπει να κάνουμε – Τι μας διδάσκει η Ιστορία

Μετά τα Χριστούγεννα είχε προκληθεί «τρίτο κύμα» της ισπανικής γρίπης

Το ημερολόγιο έγραφε 26 Δεκεμβρίου 2019 όταν ο Ζανγκ Σιξιάν, νοσοκομειακός γιατρός στην κινεζική επαρχία Χουμπέι εντόπισε επτά κρούσματα μιας ασυνήθιστης πνευμονίας, τέσσερα από τα οποία συνδέονταν με την υπαίθρια αγορά άγριων ζώων στη Γιουχάν. Οι αρχές έκλεισαν την αγορά την 1η Ιανουαρίου 2020 αλλά ήταν ήδη αργά. Ο ιός που αργότερα θα γινόταν γνωστός ως Sars-Cov - 2 είχε ήδη αρχίσει να διασπείρεται στην επαρχία, ενώ οι ειδικοί πιστεύουν σήμερα ότι είχε ήδη ταξιδέψει απαρατήρητος στην Ευρώπη και την Αμερική.

Έναν χρόνο από τότε έχουν καταγραφεί περισσότερα από 70 εκατομμύρια κρούσματα σε ολόκληρο τον κόσμο ενώ από την Covid - 19 έχουν χάσει τη ζωή τους περισσότεροι από 1,6 άνθρωποι. Μόνο απαρατήρητος δεν είναι πια ο ιός. Και τα φετινά Χριστούγεννα δεν θυμίζουν σχεδόν σε τίποτε εκείνα του περασμένου χρόνου. Για το τραπέζι των φετινών Χριστουγέννων οι ειδικοί συνιστούν προσοχή. Σύμφωνα με έναν δεκάλογο που δημοσιεύθηκε στον ιταλικό Τύπο, οι συνδαιτυμόνες θα πρέπει:

  • να διατηρούν μια κάποια απόσταση,
  • να αποφύγουν εντελώς τις αγκαλιές και τους ασπασμούς,
  • να μην ανταλλάσσουν πιρουνιές από τα πιάτα τους,
  • αλλά και να μην ανταλλάσσουν ευχές με άλλα σπίτια από το ίδιο τηλέφωνο.
  • Θα ήταν ασφαλέστερο επίσης να αποφύγουν τα τραγούδια, καθώς μια τέτοια δραστηριότητα θα αύξανε την ποσότητα των αιωρούμενων σωματιδιών στον αέρα και επομένως τον κίνδυνο της μετάδοσης.

Οι συνθήκες μοιάζουν κάθε άλλο παρά ιδανικές. Ηταν ακόμη λιγότερο ιδανικές τον Δεκέμβριο του 1914 όταν βρετανοί και γερμανοί στρατιώτες άρχισαν να ανταλλάσσουν ευχές στο Δυτικό Μέτωπο μέσα από τα χαρακώματά τους για να ακολουθήσει μια εβδομάδα ανακωχής και κοινών εορτασμών και να αποδειχθεί έτσι πως η επιθυμία για τη χριστουγεννιάτικη ανάπαυλα μπορεί να νικήσει ακόμη και τον πόλεμο: οι αντίπαλοι στρατιώτες του α’ παγκοσμίου πολέμου τραγούδησαν μαζί τα κάλαντα πριν πιάσουν πάλι τα όπλα.

Μπορεί η ίδια επιθυμία να νικήσει και την πανδημία; Από την ίδια περίοδο, μια περίοδο όχι μόνο ενός πολύ αιματηρού πολέμου αλλά και μιας πανδημίας που άφησε πίσω της εκατομμύρια νεκρούς, μπορεί να αντλήσει κανείς πολύτιμα διδάγματα. Για πολλούς ιστορικούς και αναλυτές, η γιορτινή διάθεση ήταν μια από τις βασικές αιτίες του τρίτου κύματος της πανδημίας της ισπανικής γρίπης μετά τα Χριστούγεννα του 1918. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικά, παρατηρήθηκε πως όπου τηρήθηκαν μέτρα τα θύματα ήταν πολύ λιγότερα αντίθετα με περιοχές όπου η εορταστική ανεμελιά είχε τελικά ένα πολύ υψηλό τίμημα.

Η ισπανική γρίπη στη χώρα μας ήρθε το καλοκαίρι του 1918 από το λιμάνι της Πάτρας. Το πρώτο θανατηφόρο κρούσμα στην Αθήνα καταγράφηκε στις 31 Ιουλίου. Ένα δεύτερο κύμα ξέσπασε τον Αύγουστο για να κορυφωθεί τον Οκτώβριο, τον μήνα που καταγράφηκαν τα περισσότερα θύματα παγκοσμίως. Τα σχολεία κλείνουν για να ακολουθήσουν λίγο αργότερα τα πανεπιστήμια, τα δικαστήρια και τα καφενεία της πλατείας Ομονοίας. Οι στιλβωτές καλούνται να τηρούν αποστάσεις μεταξύ τους ενώ στους κινηματογράφους επιτρέπονται μόνο οι μισοί θεατές.

Οι συνθήκες τότε ήταν ασφαλώς διαφορετικές. Όπως και σήμερα, όμως, έτσι και τότε οι ειδικοί καλούσαν τους πολίτες να τηρούν ορισμένα μέτρα στις οικογενειακές συγκεντρώσεις. «”Να είστε προσεκτικοί σχετικά με τους συγγενείς που φιλάτε”, είναι η χριστουγεννιάτικη συμβουλή του επιτρόπου Υγείας στα κορίτσια» έγραφε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και στις 21 Δεκεμβρίου του 1918 η εφημερίδα Ohio State Journal σε ένα άρθρο που είχε τίτλο «Γιορτές χωρίς ασπασμούς». Στην εφημερίδα Boston Globe, ένας ειδικός επισήμαινε πως «ο κίνδυνος δεν βρίσκεται στους δρόμους, ακόμη κι αν αυτοί είναι πολυσύχναστοι, αλλά στις επισκέψεις σε σπίτια όπου άνθρωποι νοσούν ή έχουν νοσήσει από ισπανική γρίπη».

Η επιθυμία για τη χριστουγεννιάτικη ανάπαυλα αποδείχθηκε ισχυρότερη από τις προτροπές των ειδικών. Αλλά όπως παρατηρεί σήμερα στο περιοδικό Time ο Χάουαρντ Μάρκελ, επικεφαλής του Κέντρου Ιστορίας της Ιατρικής στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και συνεκδότης της επιθεώρησης «Η επιδημία του 1918-1919, μια ψηφιακή εγκυκλοπαίδεια», «οι περισσότεροι άνθρωποι το 1918 πέρασαν τις γιορτές των Χριστουγέννων σε οικογενειακά τραπέζια και το αποτέλεσμα ήταν ένα τρίτο κύμα που ξέσπασε στα μέσα του Ιανουαρίου. Οι συγκεντρώσεις, ενώ ο ιός κυκλοφορούσε ακόμη, έφερε περισσότερα κρούσματα και περισσότερους θανάτους».

Η εικόνα δεν ήταν πολύ διαφορετική στην Ευρώπη. «Οι άνθρωποι τότε έβγαιναν από τον τρομερότερο πόλεμο στην ιστορία και υποβάθμιζαν μια επιδημία που ήταν η τρομερότερη στην ιστορία των ιώσεων» παρατηρεί στον γαλλικό Τύπο ο γάλλος ιστορικός Εντουάρ Ισόν. Αρκεί, προσθέτει, να ρίξει κανείς μια ματιά στις φωτογραφίες της εποχής: οι εκκλησίες ήταν γεμάτες, οι άνθρωποι γιόρταζαν τα Χριστούγεννα για να ξεχάσουν τις εκατόμβες των θυμάτων του πολέμου.

Ασφαλώς δεν ήταν έτσι για όλους. Καθώς το δεύτερο κύμα είχε φτάσει στην κορύφωσή του τον Οκτώβριο, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πέρασαν τις γιορτές πενθώντας τους οικείους τους που είχαν χάσει τη ζωή τους από τη γρίπη.

Οι γιορτές όσων δεν σμίξουν τα φετινά Χριστούγεννα

Φέτος όμως τα Χριστούγεννα είναι διαφορετικά μιας και η πανδημία του κορωνοϊού άλλαξε την καθημερινότητα όλων και τις αγαπημένες τους συνήθειες.

Πολλές είναι οι οικογένειες που δεν θα καταφέρουν «να ανταμώσουν» στο καθιερωμένο οικογενειακό τραπέζι. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί η οικογένεια της συνταξιούχου Λίτσας Βέζου που ζει μόνιμα στην Πάτρα και φέτος δεν θα καταφέρει να «σμίξει» με τα παιδιά και τα εγγόνια της αλλά θα περάσει τις γιορτές με την 82χρονη μητέρα της. Το σπίτι της κ. Βέζου, που είναι μητέρα τριών παιδιών και γιαγιά δύο εγγονιών, κάθε χρόνο τέτοια μέρα γέμιζε από τραγούδια, χαρά, γλυκά και δώρα. Αυτό όμως δεν θα συμβεί φέτος και τη θέση της φυσικής παρουσίας στο τραπέζι θα πάρουν οι βιντεοκλήσεις. «Είναι πρωτόγνωρο όλο αυτό που ζούμε. Ειδικά τα τρία τελευταία χρόνια που απέκτησα τα εγγόνια μου ήταν διαφορετικές οι γιορτές, τώρα όμως λόγω του κορονοϊού η κάμερα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη φυσική παρουσία, δεν με καλύπτει να βλέπω τα παιδιά και τα εγγόνια μου μέσω skype και μέσω viber», αναφέρει η κ. Βέζου στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Χαρακτηρίζει αυτές τις γιορτές δύσκολες και διαφορετικές. Όπως λέει, «η διαφορετικότητα αυτή την πληγώνει, την στεναχωρεί, την μελαγχολεί ενώ δεν πρέπει». Το ένα της εγγόνι κατάφερε να το δει λίγο πριν την καραντίνα, το άλλο ωστόσο έχει να το δει από το καλοκαίρι. Για το λόγο αυτό έχει γεμίσει το σπίτι της με φωτογραφίες των παιδιών της και των εγγονιών της. «Θέλω να νιώθω ότι υπάρχουν κοντά μου γιατί αυτή η διαφορετικότητα μας έχει κάνει να χάσουμε τη ζεστασιά», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ενώ όπως αναφέρει, ακόμα κι αν δεν υπήρχε η απόσταση πάλι θα ήταν δύσκολα λόγω κατάστασης και περιορισμών. «Η μητέρα μου είναι 82 χρόνων, είναι επικίνδυνο να δω κάποιο άλλο πρόσωπο μέσα στις γιορτές, και για μένα προσέχω πολύ, αλλά οι πιο μεγάλοι άνθρωποι κινδυνεύουν περισσότερο», τονίζει.

Και για την κόρη της Θάνια, που είναι αναπληρώτρια εκπαιδευτικός και κατοικεί στην Αθήνα, η φετινή κατάσταση είναι αρκετά δύσκολη και δημιουργεί «μια παλέτα συναισθημάτων». Όπως εξηγεί, ειδικά φέτος, που «η ιδέα του θανάτου λόγω της συγκυρίας βρίσκεται στο μυαλό όλων» η ανάγκη να είναι με τους δικούς τους ανθρώπους είναι ακόμα πιο έντονη. «Αυτό που σηματοδοτεί πιο έντονα την ανάγκη μας να είμαστε με τους δικούς μας ανθρώπους τις γιορτές είναι αυτή η κατάσταση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Όσα ακούμε στα ΜΜΕ, όλες αυτές οι εικόνες που βλέπουμε καθώς και η ίδια η πραγματικότητα που είναι αδιαμφισβήτητη, κάνει ακόμα μεγαλύτερη την ανάγκη να είμαστε με τους άλλους. Οι σκέψεις μας περιτριγυρίζονται γύρω από τα ερωτήματα "αν θα είμαστε του χρόνου όλοι μαζί, αν θα την βγάλουμε και το 21, αν θα τα καταφέρουμε". Η Θάνια βρίσκεται μακριά από την μόνιμη κατοικία της στην Πάτρα, εδώ και 21 χρόνια, και οι γιορτές αποτελούσαν πάντα την ευκαιρία να ενωθεί πάλι με την οικογένειά της. Ως αναπληρώτρια εκπαιδευτικός έχει αναγκαστεί να αποχωριστεί τους δικούς της για μεγάλα διαστήματα μιας και οι επαγγελματικές της υποχρεώσεις την είχαν ταξιδέψει από το Διδυμότειχο και την Ξάνθη μέχρι τη Λέσβο. «Τα Χριστούγεννα ήταν το ραντεβού που δίναμε. Ήταν η χαρά όλης της οικογένειας. Ήταν η συνάντηση της ευρύτερης οικογένειας», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Μητέρα και κόρη προσπαθούν να βρουν εναλλακτικούς τρόπους να «αναπληρώσουν κάπως το κενό και την απουσία που δημιουργείται», ωστόσο όπως λένε, είναι πολύ δύσκολο να αναπληρωθεί. «Επικοινωνούμε μέσω viber, μέσω skype, αλλά είναι άψυχο, δεν υπάρχει η ζεστασιά της αγκαλιάς της γιαγιάς που κάνει όλα τα χατίρια στα εγγόνια που κάθεται μαζί τους και φτιάχνουν κουλουράκια, που κάθεται μαζί τους και τους λέει παραμύθια», αναφέρει η κ. Βέζου. Παρόλα αυτά δεν το βάζει κάτω και κάνει τα αδύνατα- δυνατά για να νιώσει κοντά την οικογένειά της. Τα δέματα που ταξιδεύουν από Πάτρα προς την Αθήνα δίνουν και παίρνουν και η κόρη της Θάνια μαζί με το παιδί της, τα περιμένουν κάθε φορά πώς και πώς. Μάλιστα, όπως λέει η Θάνια, κάθε φορά που αφήνει κάποιος δέμα από την μητέρα της έξω από την πόρτα, την καλούν και συνομιλούν ώστε να πάει ο μικρός να ανοίξει την πόρτα και να παραλάβει τα δώρα του, προσπαθώντας να του μεταδώσουν κάτι από τη μαγεία των Χριστουγέννων.

«Νύχτα μέρα το μυαλό μου είναι στα παιδιά μου, στα εγγόνια μου, στους δικούς μου ανθρώπους. Δεν το βάζω κάτω όμως είμαι χειμερινή κολυμβήτρια, περπατάω αρκετά, βλέπω και τις ταινίες μου αλλά μου λείπουν πολύ», λέει η κ. Λίτσα Βέζου. Οι ευχές της για το νέο έτος είναι «όλος ο κόσμος να γίνει καλά, να βρεθούν στα σπίτια τους και να προσέχουν πολύ», ενώ ελπίζει ότι από το καλοκαίρι κι έπειτα τα πράγματα να είναι διαφορετικά. «Όλοι μας ελπίζουμε γιατί χωρίς την ελπίδα θα ήμασταν με ένα κεφάλι σκυμμένο κάτω», καταλήγει.

Πώς θα μειωθεί η απόσταση και η μοναξιά των ημερών

Η επικοινωνία και η εκδήλωση πραγματικού ενδιαφέροντος αποτελούν τα στοιχεία εκείνα που χρειάζονται για να μειωθεί η φυσική απόσταση με τα οικεία πρόσωπα, σύμφωνα με την ψυχολόγο- ψυχοθεραπεύτρια, Δρ. Μαρία Κατσιφαράκη. Οι φετινές γιορτές των Χριστουγέννων αποτελούν μια δύσκολη περίοδο ανεξαρτήτως ηλικιακής ομάδας καθώς οι δραστηριότητες όλων έχουν μειωθεί σημαντικά. Όπως περιγράφει η Δρ Κατσιφαράκη, ξαφνικά οι νεότεροι άρχισαν να μπαίνουν στη θέση της τρίτης ηλικίας με έναν βίαιο τρόπο καθώς είδαν τις δραστηριότητές τους και τις επιλογές τους να περιορίζονται αρκετά. Η κατάσταση αυτή «δημιουργεί μια καλή βάση για να επικοινωνήσουμε, καθώς έχουμε μπει στα παπούτσια αυτών των ανθρώπων και είναι ένα καλό έδαφος για να συζητήσουμε μαζί τους, πώς βίωναν μέχρι τώρα όλη αυτή την κατάσταση». Σύμφωνα με τη δρα Κατσιφαράκη αυτό που παρατηρείται είναι ότι η τρίτη ηλικία νιώθει σαν να χάνει τον ρόλο της, καθώς δεν μπορούν να κάνουν όσα πράγματα έκαναν πριν, κατά τη διάρκεια των γιορτών. «Για παράδειγμα αναρωτιούνται ποιοι είναι, εφόσον δεν μπορούν να φτιάξουν ένα φαγητό για τα εγγόνια, ποιοι είναι, εφόσον δεν μπορούν να δώσουν στο εγγόνι τους ένα χαρτζιλίκι», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Το πιο σημαντικό από όλα, όπως τονίζει, για να έρθουμε πιο κοντά με αυτούς τους ανθρώπους, είναι να εκδηλώσουμε το πραγματικό μας ενδιαφέρον. «Οι βιντεοκλήσεις, οι τηλεφωνικές κλήσεις, ακόμα και ένα γράμμα αποτελούν σαφέστατα επιλογές για να μειωθεί η απόσταση, ωστόσο το σημαντικό δεν είναι το μέσο αλλά το μήνυμα που θα εκφράσουμε. Σημασία έχει το τι θα πούμε. Για παράδειγμα μια τυπική συνομιλία, τι κάνεις, καλά Χριστούγεννα, δεν θα κάνει τον άλλον να νιώσει ζεστασιά και να μειώσει το αίσθημα μοναξιάς και απομόνωσης. Αυτό που θα μας κάνει να έρθουμε πιο κοντά στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας κι αυτοί πιο κοντά σε εμάς, είναι να μοιραστούμε αυτή την ευαλωτότητα. Όλοι είμαστε μόνοι μας, όλοι έχουμε να αντιμετωπίσουμε υπαρξιακούς φόβους για την υγεία τη δική μας και όσων αγαπάμε, για τον βιοπορισμό μας αλλά και για τα οικονομικά μας», αναφέρει χαρακτηριστικά. Μια απλή ερώτηση όπως «πώς νιώθεις τώρα γιαγιά που δεν μπορούμε να βρεθούμε από κοντά», ή η έκφραση τους συναισθήματος που γεννά η απουσία, ότι μας λείπουν πολύ δηλαδή, μπορεί να κάνει τους άλλους να νιώσουν λιγότερο μόνοι τους. «Να εκφράζουμε τα συναισθήματα μας και να ρωτάμε τι έχουν ανάγκη από εμάς για να νιώθουν λιγότερο μόνοι τους. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την τεχνολογία σαν μέσο για να πούμε βαθύτερα πράγματα, αλήθειες και ανάγκες που έχουμε. Είναι καλή εποχή τώρα να τις εκφράσουμε και να τις επικοινωνήσουμε σε βαθύτερο επίπεδο. Μπορούμε να τραφούμε συναισθηματικά μέσα από μία επικοινωνία τέτοιου είδους. "Τι έχεις ανάγκη από μένα γιαγιά-μαμά, για να αισθανθείς λιγότερη μοναξιά". Πολλές φορές μια πολύ απλή ερώτηση μπορεί να μας ανοίξει μεγάλους δρόμους γιατί ο άλλος μπορεί να χρειάζεται κάτι πολύ απλό για να αισθανθεί παρηγοριά. Πολλές φορές και να μας ακούσει ο άλλος έχει πολύ μεγάλη σημασία», καταλήγει η Δρ Κατσιφαράκη.

Με πληροφορίες ΑΠΕ-ΜΠΕ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ένας στους εφτά ενήλικες στην Ελλάδα βίωσε σεξουαλική βία όταν ήταν παιδί
Τι έδειξε παγκόσμια μελέτη του Ινστιτούτου Μετρήσεων και Αξιολόγησης Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ
Ένας στους εφτά ενήλικες στην Ελλάδα βίωσε σεξουαλική βία όταν ήταν παιδί