Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Μυλωνάς: Να αξιοποιηθούν με σύνεση οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης

Oμιλία του Π. Μυλωνά στο Economist Conference

Στην ανάγκη να αξιοποιηθούν με σύνεση οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης αναφέρθηκε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Παύλος Μυλωνάς, στο πλαίσιο της ομιλίας του στο συνέδριο του Economist. 

Αναλυτικά ο κ. Μυλωνάς, στην ομιλία του ανέφερε: 

Καλημέρα σας. Σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δόθηκε να σας ενημερώσω για τις τελευταίες εξελίξεις στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο. Πριν ξεκινήσω, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους εκπροσώπους του Economist (τους Daniel Franklin, Loan Hoey, και την κ. Νεκταρία Πασσαριβάκη) που για μία ακόμα φορά οργανώνουν μία τόσο επίκαιρη εκδήλωση.

Θα αναφερθώ σε δύο ζητήματα στα σύντομα σχόλιά μου. Πρώτον, στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί στη μείωση του βάρους των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ) στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών. Δεύτερον, στις προοπτικές και τον ρόλο του τραπεζικού δανεισμού στην Ελλάδα.

Ας ξεκινήσουμε με την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού. Τα παλαιά ΜΕΑ, μετά την ολοκλήρωση των συνεχιζόμενων τιτλοποιήσεων αναμένεται να μειωθούν σε λιγότερο από €12 δισ., σε περίπου 8% στο 2022. Το ποσοστό θα ήταν ακόμη μικρότερο αν ο παρονομαστής των εξυπηρετούμενων δανείων δεν ανερχόταν σε μόνο 60% του ΑΕΠ. Με τέτοιο επίπεδο ΜΕΑ, η κάλυψη των προβλέψεων υπερβαίνει το 50%, και ένα σημαντικό μερίδιο από τα δάνεια αυτά έχουν ρυθμιστεί και διανύουν τη δωδεκάμηνη περίοδο «θεραπείας» τους (δηλαδή επανόδου σε κατάσταση εξυπηρετούμενου) .

Επιπλέον, ο φόβος ότι ο αντίκτυπος του COVID στην οικονομία θα οδηγήσει σε ένα νέο κύμα αύξησης των ΜΕΑ φαίνεται να έχει περιοριστεί δραστικά. Εκ των περίπου €20 δισ. δανείων που αναζήτησαν προσωρινή ανακούφιση με τη μορφή του μορατόριουμ/αναστολών, βάσει της απόδοσής τους μετά τη λήξη τους – κυρίως στο τέλος του 2020 – μία συντηρητική εκτίμηση δείχνει ότι λιγότερο από 20% εξ αυτών θα παρουσιάσουν δυσκολίες αποπληρωμής. Σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες ρυθμίσεις, αυτό δεν θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών, και θα πρέπει να είναι σχετικά εύκολα διαχειρίσιμο εκ μέρους των τραπεζών.

Στη συνέχεια θα αναφερθώ στο δεύτερο ζήτημα. Τα εξυπηρετούμενα δάνεια αντιπροσωπεύουν ένα σχετικά μικρό μέρος της οικονομικής δραστηριότητας, όταν λάβουμε υπόψη μας το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας. Όπως ήδη ανέφερα, το ποσοστό αυτό κυμαίνεται στο 60% του ΑΕΠ έναντι, π.χ., 110% στην Πορτογαλία, μία χώρα με παρόμοια χαρακτηριστικά και κατά κεφαλήν εισόδημα.

Ένα κρίσιμο ερώτημα εδώ είναι γιατί η πιστωτική διείσδυση είναι χαμηλή, καθώς επίσης πώς μπορεί να αξιοποιηθεί καλύτερα η αύξηση των δανείων για τη χρηματοδότηση βιώσιμης μακροπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης. Το πρώτο ερώτημα έχει ήδη απαντηθεί εν μέρει: η τάση αποδιαμεσολάβησης που δημιουργήθηκε από τις οικονομικές κρίσεις και τη συνακόλουθη δημιουργία ΜΕΑ, έπληξαν κυρίως τις μικρότερες επιχειρήσεις, που εμφάνισαν ποσοστό ΜΕΑ σχεδόν 2/3 του σύνολου των δανείων τους. Σας υπενθυμίζω ότι ο λόγος των δανείων προς ΑΕΠ προ κρίσης ήταν κάτι παραπάνω από 100%.

Μία άλλη πτυχή της απάντησης στο εν λόγω ερώτημα έγκειται στο γεγονός ότι οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στην οικονομία ανέρχονται μόνο σε 11% του ΑΕΠ, το οποίο δεν υπερβαίνει και πολύ το ρυθμό αντικατάστασης/απόσβεσης του υφιστάμενου αποθέματος κεφαλαίου. Η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα απαιτεί αυτό το επίπεδο σχεδόν να διπλασιαστεί, μια μέση αύξηση της τάξης περίπου €15 δισ. ετησίως για την επόμενη πενταετία (υπερβαίνοντας τα €30 δισ. ετησίως μετέπειτα). Καθώς η Ελλάδα είναι μια οικονομία που βασίζεται στις τράπεζες, οι τράπεζες θα παρέχουν το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης, παράλληλα με το Ταμείο Ανάκαμψης.

Οι τράπεζες θα έχουν επίσης τη σημαντική ευθύνη ώστε να κατανεμηθούν τα κεφάλαια προς στις πιο παραγωγικές χρήσεις. Στην ουσία θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην επιλογή των καλύτερων έργων.

Θα πρέπει επίσης να αναλάβουν το ρόλο της υποστήριξης λιγότερο έμπειρων επιχειρήσεων μέσω της πολυπλοκότητας διαφόρων επενδύσεων, όπως πχ τις προτεραιότητες για έργα ψηφιακής μετάβασης και πράσινης ανάπτυξης που θέτει το Ταμείο Ανάκαμψης. Έτσι, οι Τράπεζες δεν θα αποτελούν απλά έναν πάροχο κεφαλαίου αλλά έναν αξιόπιστο σύμβουλο για τους πελάτες μας.

Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικά διαρθρωτικά εμπόδια στην οικονομία που περιορίζουν την ανάκαμψη της δανειοδοτικής δραστηριότητας και, κυρίως, τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων. Ίσως το πιο σημαντικό είναι το μέγεθος των παραγωγικών επιχειρηματικών μονάδων, οι οποίες τείνουν γενικά να είναι πολύ μικρές και να στελεχώνονται από λίγους εργαζόμενους. Σας δίνω μερικά συγκεκριμένα στοιχεία. Από τις περίπου 900 χιλ. εγγεγραμμένες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, το 95% είναι πολύ μικρές με λιγότερους από 2 εργαζομένους (κατά μέσο όρο). Αυτές λοιπόν παράγουν το 30% των πωλήσεων, αλλά με πολύ χαμηλότερη παραγωγικότητα από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (λιγότερο από 2/3). Όσον αφορά την οικονομική δραστηριότητα από επιχειρήσεις που δε συνιστούν νομικά πρόσωπα, για το 2019 συνολικά 290 χιλ. από 390 χιλ. καταστάσεις αποτελεσμάτων σημείωσαν έσοδα (πριν από τόκους και φόρους) από επιχειρηματική δραστηριότητα λιγότερα από 10 χιλ. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι περίπου το 15% των εξυπηρετούμενων χορηγήσεων προς επιχειρήσεις είναι με τέτοιες μικρές επιχειρήσεις (περίπου 10 δισ.), ένα ποσοστό πολύ χαμηλότερο ως προς τις πωλήσεις τους, σε σύγκριση με τη κατάσταση στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (όπου ο λόγος δανείων προς πωλήσεις είναι 45% χαμηλότερος: 14% έναντι 25%). Με τα δεδομένα αυτά, το 2020, έστω με σημαντική υποστήριξη από κρατικά προγράμματα χρηματοδότησης, τα δάνεια σε τέτοιες μικρές επιχειρήσεις αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 7%, σε ετήσια βάση -- έναντι εξυπηρετούμενων υπολοίπων ύψους €1,5 δισ. -- ενώ μέσω του προγράμματος επιστρεπτέας προκαταβολής η κυβέρνηση παρείχε στις επιχειρήσεις άλλα 5,5 δισ. ευρώ.

Η αλήθεια είναι πως οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν πολύ μεγαλύτερη τάση να αναζητήσουν χρηματοδότηση για έργα που στοχεύουν στη βελτίωση της παραγωγικότητάς τους. Ως εκ τούτου, το ζητούμενο είναι πώς να διαμορφώσουμε τις μικρές επιχειρήσεις πιο έξυπνες ως προς τη σχέση τους με το τραπεζικό σύστημα, ώστε να επενδύσουν στην παραγωγικότητά τους και έτσι να οδηγηθούν σε ισχυρότερη και πιο βιώσιμη ανάπτυξη.

Οι τράπεζες μπορούν επίσης να βοηθήσουν στον εντοπισμό και στην υποστήριξη των πιο βιώσιμων και δυναμικών μικρών επιχειρήσεων, έτσι ώστε να τους βοηθήσουν να πετύχουν ένα υψηλότερο επίπεδο επιχειρηματικής ωριμότητας, όχι μόνο μέσω δανεισμού, αλλά και μέσα από την παροχή ψηφιακών και άλλων υπηρεσιών. Οι τράπεζες γίνονται όλο και πιο αποτελεσματικές στη χρήση μεγάλου όγκου δεδομένων ώστε να μπορούν να διαμορφώσουν μοντέλα βαθμολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που προβλέπουν με μεγαλύτερη ακρίβεια την ικανότητα των δανειοληπτών να αποπληρώσουν τα δάνειά τους.

Από άποψη οικονομικής πολιτικής, ο ενστερνισμός των «κανόνων του παιχνιδιού» από πολύ μικρές επιχειρήσεις με παράλληλες ανταμοιβές θα μείωνε τα κίνητρα να παραμείνουν οι επιχειρήσεις αυτές μικρές (που αφορούν θέματα όπως τη φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή, τη συμμόρφωση με εργασιακή και υγειονομική νομοθεσία, κ.ο.κ.). Η περαιτέρω ενίσχυση των ψηφιακών συναλλαγών – την οποία προωθούν έντονα και οι τράπεζες – θα πρέπει επίσης να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση.

Ένα «καρότο» – για να συμπληρώσει το «ραβδί» – θα μπορούσαν να προσφέρουν πολιτικές που ενθαρρύνουν τις συγχωνεύσεις, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης πρόσβασης στο Ταμείο ανάκαμψης. Η περαιτέρω αξιοποίηση προγραμμάτων κρατικών εγγυήσεων, τα οποία μοιράζονται τον πιστωτικό κίνδυνο, θα μπορούσαν επίσης να λειτουργήσουν θετικά προς την κατεύθυνση αυτή. Επίσης οι ξένες επενδύσεις συμβάλλουν στη βελτίωση πρακτικών στις επιχειρήσεις αυτές. Τα καλά νέα είναι ότι πολλές από αυτές τις πολιτικές αποτελούν ήδη μέρος της κυβερνητικής πολιτικής.

Εν κατακλείδι, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια σπάνια οικονομική συγκυρία, τέτοια που μπορεί να υπάρξει μόνο κάθε 20 χρόνια (όπως με την πτώση της δικτατορίας, και αργότερα με την ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση). Για να αξιοποιήσουμε σωστά την ευκαιρία αυτή, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης με σύνεση και ορθολογικά – και εδώ πάλι οι τράπεζες έχουν σημαντικό ρόλο να παίξουν, αλλά και να αλλάξουμε την επιχειρηματική δομή της οικονομίας, για να δημιουργηθούν πιο δυναμικές και βιώσιμες επιχειρήσεις. Σε αυτό το αφήγημα, οι τράπεζες μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο, αλλά κρίσιμη θα είναι και η εφαρμογή της κατάλληλης πολιτικής.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ