Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

"Δεν ακολουθήθηκε δυστυχώς το μεγαλόπνοο σχέδιο Εμπράρ"

Δήλωσε η Άννα Τσιλιγκίρογλου - Φαχαντίδου σε συνέντευξη που μας παραχώρησε με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα για την πυρκαγιά του 1917

Συνέντευξη στη ΛΕΜΟΝΙΑ ΒΑΣΒΑΝΗ

Με την πυρκαγιά του 1917 καταπιάνεται η Άννα Τσιλιγκίρογλου- Φαχαντίδου στο νέο της μυθιστόρημα με τίτλο «Η γυναίκα με το κρυμμένο πρόσωπο- Ιστορίες από την μεγάλη πυρκαγιά του 1917 στη Θεσσαλονίκη» (εκδόσεις Ωκεανίδα). Η Ιατρός-Συγγραφέας, Ομότιμη Καθηγήτρια Α.Π.Θ. και Πρόεδρος Ενώσεως Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος λίγο μετά την παρουσίαση του νέου της συγγραφικού πονήματος που έγινε πρόσφατα στην ΕΜΣ απάντησε στις ερωτήσεις μας. «Ένα καινούργιο βιβλίο είναι ένα χαρμόσυνο γεγονός, είναι πνευματικό τέκνο για τον συγγραφέα και έχει το κοινό του ανάλογα με το θέμα του», σημείωσε η ίδια.

-Λέτε στον πρόλογο του βιβλίου σας πως «όταν η λογοτεχνία και η μυθοπλασία συνδυάζονται με την ιστορία το αποτέλεσμα μπορεί να γίνεται λιγότερο επιστημονικό, ασφαλώς όμως περισσότερο ελκυστικό». Πώς μπλέξατε την πυρκαγιά του 1917 με τη μυθοπλασία; Και κατά πόσο υπάρχει ο φόβος για τυχόν αντιδράσεις όταν γίνεται αναφορά σε ένα υπαρκτό γεγονός που σημάδεψε έναν τόπο;

-Πιστεύω ότι η Ιστορία σαν επιστήμη σκοπό έχει να διδάξει. Όταν συνδυαστεί με την λογοτεχνία έχει και ψυχαγωγικό χαρακτήρα. Η μυθοπλασία ελκύει, φθάνει να μην πρόκειται για ιστορικά πρόσωπα που είναι γνωστή η ζωή τους και η δράση τους.

Η πυρκαγιά του 1917 είναι ένα ιστορικό γεγονός που φέτος μπορούμε να πούμε είναι χρονιά μνήμης αφού πέρασαν 100 χρόνια. Ήρωες σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα δεν είναι μόνο τα ιστορικά πρόσωπα όπως ο Βενιζέλος, Παπαναστασίου, Εμπράρ κ.α., είναι και οι απλοί άνθρωποι που ανετράπη η ζωή τους από τη φωτιά. Γιατί μια φωτιά δεν καίει μόνο περιουσίες αλλά και όνειρα. Όπως των ηρώων μου που τους στέγασα σε μια μυθική έπαυλη, οι πιο πολλές επαύλεις ήταν τότε υπαρκτές στην ωραία οδό Αλλατίνη (σημ. Σοφούλη) και στην Λεωφόρο των Εξοχών. Δεν μπορείς να έχεις υπαρκτά πρόσωπα γιατί τα 100 χρόνια δεν είναι πολλά. Μία από τις ιστορίες μου είναι αληθινή με την συγκατάθεση πάντα των απογόνων.

 

-Πώς γεννήθηκε η ιδέα για το μυθιστόρημα;

-Έχω μια αθεράπευτη νοσταλγία για την παλιά Θεσσαλονίκη του ’50 ή ’60  γιατί τότε στο παιδικό μυαλό τα επιβλητικά σπίτια του κέντρου, της λεωφόρου των Εξοχών, της Αλλατίνη υπήρχαν ακόμη. Σπίτια ικανά να στεγάσουν ιστορίες αγάπης.

Το κίνητρό μου ήταν η αθεράπευτη νοσταλγία για μια πόλη πιο γραφική, πιο πλούσια αρχιτεκτονικά που θα μπορούσε να ήταν πιο όμορφη αν εφαρμοζόταν το πλάνο σχεδίου του σπουδαίου αρχιτέκτονα Εμπράρ που το 1918 μετά την φωτιά του ανατέθη ένα σχέδιο για μια νέα Θεσσαλονίκη. Μέχρι και μετρό είχε το σχέδιο πριν από 100 χρόνια. Εφαρμόστηκε περιορισμένα μόνο ίσως στην πλατεία Αριστοτέλους.

Πιστεύω πως ο κάθε κάτοικος αυτής της πόλης, ιδίως όταν γεννήθηκε εδώ, πρέπει να ξέρει την ιστορία της. Η φωτιά του 1917 είναι το γεγονός που την άλλαξε συγκλονιστικά. Αλλά πάντα ενδιαφέρουν οι ανθρώπινες ιστορίες, οι ανατροπές και λιγότερο τα άψυχα, περισσότερο όμως τα συναισθήματα. Γι’ αυτό πλάθεις ήρωες, τους τοποθετείς σε σπίτια που σε μαγεύουν και ακολουθείς μαζί τους την ροή της Ιστορίας.

 

-Από πού αντλείται υλικό για την έρευνά σας; Και τι μάθατε κατά τη συλλογή των πληροφοριών σχετικά με τη πυρκαγιά;

-Σαν πανεπιστημιακός είμαι συνηθισμένη στην έρευνα. Γράφω σημαίνει διαβάζω.

Πρέπει να διαβάσεις πολλά επιστημονικά βιβλία και αν σου επιτρέπεται το βιβλίο σου να το διανθίσεις λογοτεχνικά, ίσως και μυθοπλαστικά για να έχεις το δικαίωμα να λες ότι έγραψες ιστορικό μυθιστόρημα και να έχεις βέβαια την βιβλιογραφία στο τέλος. Αυτό το οφείλεις.

-Πώς κρίνετε τις αλλαγές που έγιναν στην πόλη μετά την πυρκαγιά και πόσο καθοριστικό για την σημερινή μορφή της Θεσσαλονίκης υπήρξε το σχέδιο Εμπράρ;

- Δεν ακολουθήθηκε δυστυχώς το μεγαλόπνοο σχέδιο Εμπράρ γιατί υπήρξαν συμφέροντα που το ακύρωσαν στο μεγαλύτερο μέρος του.

Από πόλη με πολλά οθωμανικά στοιχεία θα γινόταν μια σύγχρονη πόλη.

-Έχετε υπηρετήσει την ιατρική για πολλά χρόνια. Τι ήταν αυτό που σας έκανε να αγκαλιάσετε και τη λογοτεχνία και να ασχοληθείτε με τη συγγραφή λογοτεχνικών βιβλίων;

-Ναι, 40 χρόνια δεν υπήρχε ελεύθερος χρόνος για λογοτεχνία. Κάποτε όμως κλείνει ο κύκλος των επιστημονικών βιβλίων και έχεις την εσωτερική ανάγκη να επιδοθείς σε κάτι που αγαπάς όπως εγώ την λογοτεχνία. Δεν είχα άλλα κίνητρα, κυρίως υλικά ή διαφημιστικά.

-Είστε πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος, συγγραφέας, ενώ έχετε υπάρξει και καθηγήτρια. Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση των νέων με τα βιβλία;

-Το να είσαι πρόεδρος σ’ ένα πολιτιστικό φορέα σημαίνει πολύωρη ενασχόληση, καλές δημόσιες σχέσεις, εξωστρέφεια και αλληλεγγύη. Τα εφόδια μου ήταν μια διοικητική πείρα από το Α.Π.Θ. και η ανάγκη να υπηρετήσω τη λογοτεχνία ίσως και να δημιουργηθεί ένα φυτώριο νέων ηλικιακά λογοτεχνών. Νομίζω το πετύχαμε μερικώς στα 4 χρόνια που είμαι στο τιμόνι της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος. Με την ενθάρρυνση και την αλληλεγγύη τριπλασιάσαμε τα μέλη μας.

Αναφορικά με τους νέους, δυστυχώς η πολύωρη ενασχόληση τους με την σύγχρονη τεχνολογία (κινητό, διαδίκτυο κτλπ) έχει φτωχύνει την γλώσσα. Από μια έρευνά μας, τις καλύτερες εκθέσεις γράφουν τα παιδιά που διαβάζουν έντυπα εξωσχολικά λογοτεχνικά βιβλία. Το σχολείο μπορεί να προπαγανδίσει για το καλό βιβλίο. Ίσως πρέπει να γίνονται συχνά λογοτεχνικοί διαγωνισμοί για σχολεία. Εμείς ως φορέας κάναμε έναν πανελλήνιο μαθητικό διαγωνισμό με επιτυχία. Αθλητισμός και λογοτεχνία. Τα καλύτερα τα κάναμε βιβλίο. Τα παιδιά είδαν τα έργα τους σε βιβλίο. Έτσι έχουμε κίνητρα για λογοτεχνία, φιλολογία και καλλιέργειά της από τα παιδιά μας. Ο πατέρας των Ελλήνων ο Αδαμάντιος Κοραής ήταν γιατρός λογίων. Αυτός είπε το περίφημο:

«Πάσαι επιστήμαι άνευ της φιλολογίας καταντώσιν, εις των βαναύσων τεχνών την ταπεινότητα».

Άλλωστε υπάρχει ένα περίφημο λογοτεχνικό περιοδικό, το «Κασταλλία» που ανήκει σε γιατρούς λογοτέχνες. Μη ξεχνάμε ότι η Ιατρική εκτός από θετική επιστήμη είναι και κοινωνική με πολλά βιώματα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ