Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

«Με απασχολούσε από χρόνια το ζήτημα της ταυτότητας του Έλληνα»

Ο συγγραφέας Γιάννης Καλπούζος μίλησε για το «Γινάτι», το νέο του μυθιστόρημα που παρουσιάστηκε και στην πόλη μας

Συνέντευξη στη ΛΕΜΟΝΙΑ ΒΑΣΒΑΝΗ

Ένα γινάτι μπορεί να αποτελέσει κάτι που μας κρατάει πίσω, αλλά μπορεί να αποτελέσει και αφορμή για δημιουργία. Στο βιβλίο του με τίτλο  «Γινάτι. Ο σοφός της λίμνης» (εκδόσεις Ψυχογιός) που κυκλοφόρησε πρόσφατα ο Γιάννης Καλπούζος βάζει τους ήρωές του να καταδυναστεύονται από λογιών λογιών γινάτια, σε μια πορεία να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να αντιπαλέψουν τη μοίρα.

Ο γνωστός συγγραφέας επέλεξε να τοποθετήσει την ιστορία του στα Ιωάννινα στις αρχές του 20ου αιώνα, να ασχοληθεί με το ζήτημα της ταυτότητας του Έλληνα, και να αναφερθεί στην προπαγάνδα της Ρουμανίας και της Ιταλίας που επιχείρησαν να ιδρύσουν το λεγόμενο Πριγκιπάτο της Πίνδου. Περισσότερα για το βιβλίο, για την γλώσσα του, για την Ιστορία και για τη σχέση της με το σήμερα μάς είπε ο ίδιος στην συνέντευξη που μας παραχώρησε λίγο μετά την παρουσίαση του μυθιστορήματός του στην πόλη μας.

-Το γινάτι είναι κάτι το οποίο μας κρατά και δεν μας αφήνει να πάμε παρακάτω. Πώς καθορίζει την ζωή του κεντρικού ήρωα, αλλά και των υπολοίπων ηρώων του μυθιστορήματός σας;

-Στο βιβλίο δίνεται μια διαφορετική διάσταση σε ό,τι ονομάζουμε συνήθως γινάτι, χωρίζεται σε δύο δρόμους. Κακό γινάτι είναι η ξεροκεφαλιά, ο φανατισμός, η μισαλλοδοξία, η εκδικητικότητα, ο θυμός, η ζήλια, η απληστία, το να θέλεις να υποτάξεις τον άλλον στον έρωτα, στη δουλειά, στην παρέα, να περνιέσαι για πιο σπουδαίος από τους λοιπούς ανθρώπους και ούτω καθεξής. Υπάρχει και το καλό γινάτι, το δημιουργικό και γόνιμο πείσμα. Όταν λέει κανείς θα σηκώσω ξανά το κεφάλι, θα εργαστώ σκληρά και θα πετύχω τους στόχους μου, θα παλέψω για το φιλότιμο και την αξιοπρέπειά μου και πολλά ακόμη. Οι μυθοπλαστικοί ήρωες στο βιβλίο καταδυναστεύονται από λογιών λογιών γινάτια, σε μια πορεία να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να αντιπαλέψουν τη μοίρα. Να φτάσουν στο σημείο να ερμηνεύσουν το γινάτι ως «ίνα τι», να αναζητήσουν τα της ύπαρξής τους και τις πολυποίκιλες εκφάνσεις της ψυχής, να νικήσουν το κακό γινάτι, να κρατήσουν το καλό και να γενεί «γη και άτι» ώστε να καλπάζει λεύτερα ο λογισμός τους.

-Μετά το βιβλίο σας «Σέρρα» όπου ασχοληθήκατε με τον Πόντο, τώρα καταπιάνεστε με ένα άλλο κεφάλαιο της Ιστορίας. Υπάρχουν κοινά σημεία με το σήμερα;

-Πάμπολλες είναι οι αναλογίες εκείνης της εποχής με τις μέρες μας. Ερευνώντας ή κατά τη διάρκεια της γραφής αυτού του βιβλίου ένιωθα συχνότατα ότι όσα διαδραματίζονται συμβαίνουν σε τωρινό χρόνο. Από την τότε τρόικα των ξένων δανειστών έως το προσφυγικό κύμα, μια και ο πόνος δεν έχει πατρίδα. Από κινήματα που προσομοιάζουν με το «Δεν πληρώνω», μέχρι τις προσφωνήσεις των τότε νεαρών: «Ρε Φαραώ», ήτοι ρε μάγκα ή παραπλήσιο με το σημερινό «Ρε μαν». Θα βρει ο αναγνώστης δεκάδες τέτοια παραδείγματα, ενώ όσα αφορούν τις συμπεριφορές και τις νοοτροπίες παραμένουν σχεδόν απαράλλαχτα.

-Γιατί επιλέξατε τα Γιάννενα ως τόπο στον οποίο ξετυλίγεται η πλοκή του μυθιστορήματός σας;

-Με απασχολούσε από χρόνια το ζήτημα της ταυτότητας του Έλληνα. Ποιος δικαιούται να ονομάζεται Έλληνας, ποιος το αξίζει και τι θα έπρεπε να οραματίζεται. Να το προσεγγίσω μέσα από μια μυθοπλασία η οποία θα μου έδινε τη δυνατότητα να ψηλαφίσω τις πάμπολλες πτυχές του, σε συνάφεια με την ανθρωπιά. Τα Γιάννενα, με το πολυποίκιλο ανθρωπογεωγραφικό τους περιβάλλον, αποτελούσαν ιδανική περιοχή για να ξεδιπλώσω το παραπάνω θέμα. Κατοικούσαν τότε εκεί Έλληνες, Εβραίοι, μουσουλμάνοι με τουρκική εθνική συνείδηση, καίτοι εξισλαμισμένοι Έλληνες στην πλειονότητά τους, και αργότερα ήρθαν να προστεθούν στον τοπικό πληθυσμό Μικρασιάτες, Πόντιοι και Καππαδόκες, ελληνόφωνοι και ορισμένοι τουρκόφωνοι, ενώ προέκυψαν και ζητήματα με μια μερίδα Βλάχων η οποία παρασύρθηκε από την προπαγάνδα της Ρουμανίας και της Ιταλίας και επιχείρησαν να ιδρύσουν το λεγόμενο Πριγκιπάτο της Πίνδου. Έτσι ξεκίνησα, ωστόσο κατά τη διάρκεια της γραφής γεννήθηκε πλειάδα άλλων θεμάτων.

-Παράλληλα χρησιμοποιείτε την ντοπιολαλιά στους ήρωές σας. Πόσο δύσκολο είναι αυτό;

-Επί της ουσίας πρόκειται για λογοτεχνική γλώσσα μπολιασμένη με στοιχεία της ντοπιολαλιάς την οποία βίωσα και μίλησα για μεγάλο χρονικό διάστημα της ζωής μου, μέχρι τα δεκαοκτώ, ζώντας σε ένα μικρό χωριό της Ηπείρου. Πέρα από αυτό χρειάστηκε να μελετήσω προς πολλές κατευθύνσεις. Παλιότερα λογοτεχνικά κείμενα, καταγεγραμμένες μαρτυρίες, επιστολές, χιλιάδες φύλλα των τοπικών εφημερίδων της εποχής, στίχους τραγουδιών και λεξικά. Με βοηθά και η νοητική μου μεταφορά στα μέρη όπου διαδραματίζεται η μυθοπλασία. Αισθάνομαι κατά την ώρα της συγγραφής ότι ζω σε εκείνα τα χρόνια. Κοντολογίς με γοητεύει το παίδεμα με τη γλώσσα και δεν τον λογαριάζω ως δυσκολία.

-Στην αρχή του βιβλίου γίνεται λόγος για μια βεντέτα που αλλάζει την ζωή του Ζώτου, και της οικογένειάς του. Γιατί πιστεύετε πως οι βεντέτες ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο στο παρελθόν και κατά πόσο τις συναντούμε σήμερα;

-Δεν είναι ζήτημα δικής μου πίστης αλλά ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας, τουλάχιστον για ορισμένες περιοχές. Το διαπιστώνει κανείς μέσα από πλήθος πηγών. Σαφέστατα κι έχουν μειωθεί τα κρούσματα στο διάβα του χρόνου, όμως το φαινόμενο υφίσταται ακόμη. Κατά διαστήματα απασχολούν την κοινή γνώμη περιστατικά αυτοδικίας και βεντέτας. Σε κάθε περίπτωση, στο μυθιστόρημα εντάσσεται ως ένα από τα πολλά γινάτια, αυτό της αντεκδίκησης, χωρίς να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση και να αφιερώνεται μεγάλη έκταση στο κείμενο.

-Στο βιβλίο σας αναφέρονται και θέματα εθνικής ταυτότητας. Ήδη το αναφέρατε. Πώς καθορίζεται η εθνική ταυτότητα ενός ατόμου;

-Κατά τον Ηρόδοτο τη χαρακτηρίζει το όμαιμον, το ομόδοξον, το ομόγλωσσον και το ομότροπον. Στο «γινάτι» τίθεται το ερώτημα εάν αρκούν το σπέρμα, το αίμα, η θρησκεία, ο τόπος και ο πολιτισμός του παρελθόντος να ονομάζεται κάποιος Έλληνας, ενώ δεν στρέφεται εναντίον του δικαιώματος οποιουδήποτε να αυτοπροσδιορίζεται σε ατομικό επίπεδο με βάση τις δικές του αντιλήψεις και την κοσμοθεωρία του. Βεβαίως, είτε το θέλουμε είτε όχι, φτιάχνουμε διαρκώς έναν νέο Έλληνα. Είμαστε σαν τους αρχαίους ή τους Βυζαντινούς ή εκείνους του 1821; Όχι. Όλα εξελίσσονται και διαφοροποιούνται μέσα στο πέρασμα των εποχών· ο πολιτισμός, οι θρησκείες, τα ήθη, οι συμπεριφορές, ακόμα και οι απλές συνήθειες. Το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλον λαό. Κατά τη γνώμη μου Έλληνας αξίζει να λέγεται όποιος λαχταρά να ανήκει στο ράμμα, στη συνέχεια του Ελληνισμού. Όποιος νιώθει κομμάτι της Ιστορίας του, στοχάζεται, κάνει κάτι για την Ελλάδα, διαθέτει ανθρωπιά και, ίσως το σημαντικότερο, αγαπά την ελληνική γλώσσα και προσπαθεί να μπει στην ψυχή της. Εισχωρώντας κανείς στην ψυχή της γλώσσας, ανακαλύπτει την Ελλάδα και τον εαυτό του.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Θεσσαλονίκη: Τίμησαν την Εργατική Πρωτομαγιά - Συγκεντρώσεις και πορείες χθες
Εργαζόμενοι, φοιτητές, άνεργοι και συνταξιούχοι έδωσαν το «παρών» στις κινητοποιήσεις της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ
Θεσσαλονίκη: Τίμησαν την Εργατική Πρωτομαγιά - Συγκεντρώσεις και πορείες χθες
Θεσσαλονίκη: 80χρονη είχε χιλιάδες λαθραία πακέτα τσιγάρα σε διαμέρισμα
Τρεις συλλήψεις σε 2 διαφορετικές περιπτώσεις – Κατασχέθηκαν σχεδόν 6.000 λαθραία πακέτα τσιγάρα και 300 συσκευασίες καπνού
Θεσσαλονίκη: 80χρονη είχε χιλιάδες λαθραία πακέτα τσιγάρα σε διαμέρισμα