Συνέντευξη στην Λεμονιά Βασβάνη
Επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και στο θέατρο Αυλαία από τις 30 Απριλίου ο θεατρικός μονόλογος «18/9» με τη Δώρα Χρυσικού.
Το έργο ξετυλίγει την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, εστιάζοντας στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και στη δίκη της ναζιστικής οργάνωσης.
Η γνωστή ηθοποιός εξήγησε στο TyposThes πως θέλησε «αυτή η παράσταση να είναι ένα ντοκουμέντο της σημαντικότερης πολιτικής δολοφονίας της γενιάς μας».
Σχολίασε πως στις μέρες μας «έχουν χαθεί τα υγιή αντανακλαστικά απέναντι σε έναν κόσμο που αλλάζει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς προς το χειρότερο και που πάει συνεχώς δεξιότερα, ως προς τους τρόπους διαβίωσης που προτείνονται». Τέλος τόνισε πως «Οι καλλιτέχνες οφείλουν να γίνονται η φωνή όσων δεν έχουν».

– Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με αυτό το θέμα; Τι θέλατε να θίξετε περισσότερο μέσα από αυτόν τον μονόλογο;
-Μια μέρα στο Εφετείο, μια από εκείνες τις ατελείωτες μέρες, η κυρία Μάγδα μού έδωσε ένα τετραδιάκι με τη μορφή του Παύλου στο εξώφυλλο, που έγραφε: 6 χρόνια, #σιγά μη φοβηθώ. Μου έδωσε άλλο ένα, για τη φίλη μου τη Μαρία που μόλις είχε γεννήσει, λέγοντάς μου: «Πες της να γράψει την ιστορία του Παύλου, για να την πει στην κόρη της όταν μεγαλώσει».
Μάλλον τότε αποφάσισα κι εγώ πως έπρεπε να πω την ιστορία του Παύλου, με τον μόνο τρόπο που ξέρω να λέω ιστορίες: στη σκηνή. Εκείνη τη μέρα, με το τετραδιάκι με τη μορφή του στα χέρια, γεννήθηκε η ιδέα για αυτή την παράσταση. Σαν αντίσταση στη λήθη, σαν μια υπόσχεση να μην μείνουν κενές οι σελίδες του. Μια ιδέα που μέσα στα χρόνια άλλαζε διαρκώς μορφή, σαν μια γέννα που καθυστερούσε.
Ήθελα αυτή η παράσταση να είναι ένα ντοκουμέντο της σημαντικότερης πολιτικής δολοφονίας της γενιάς μας· πρωτίστως, όμως, δημιουργήθηκε από μια εσωτερική ανάγκη να τιμήσω τον Παύλο, τον τιτάνιο αγώνα της οικογένειάς του, αλλά και τα δύο κορίτσια που ήταν αυτόπτες μάρτυρες και, στο πρόσωπό τους – θαρρώ – συμπυκνώνεται όλο το μεγαλείο του μέσου ανθρώπου που άρεται πάνω από τον φόβο και γίνεται υποκείμενο της Ιστορίας, συχνά ακούσια και ερήμην του.
– Τι σας έχει κάνει περισσότερη εντύπωση από τη δίκη της Χρυσής Αυγής;
-Πολλά. Το πόσο συχνά η Δικαιοσύνη δεν υπηρετεί το δίκαιο. Πόσο ταξική είναι. Πόσο παράλογη μπορεί να γίνει. Σίγουρα, το θράσος, η προκλητικότητα και η μικροψυχία των κατηγορουμένων και των οπαδών τους. Η παντελής απουσία μεταμέλειας ή συνειδητοποίησης των πράξεών τους. Το πόσο δειλά ανθρωπάκια ήταν επί της ουσίας – που χωρίς την «προστασία» της βίας και του φόβου κατέρρεαν.
Η αγραμματοσύνη τους. Η απόλυτη έλλειψη «αλληλεγγύης» μεταξύ τους. Όταν ήταν παντοδύναμοι και σκόρπιζαν τον φόβο, λειτουργούσαν μια χαρά «συντροφικά» και συντεταγμένα. Μπροστά στο δικαστήριο όμως ήταν το απόλυτο «πώς θα σώσω το τομάρι μου». Ούτε ιδεολογίες, ούτε ομαδικότητα, τίποτα. Ξεδοντιασμένες δολοφονικές μηχανές.
Η ακροαματική διαδικασία ήταν πολύ μακρά και τραυματική για τα θύματα και τις οικογένειές τους. Μια δαιδαλώδης υπόθεση για τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής, που κατέβαλαν τεράστιο αγώνα ώστε να στοιχειοθετήσουν την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης – που φυσικά οδήγησε στη μεγαλειώδη απόφαση της 20ής Οκτωβρίου του 2020.
-Πώς επηρεάζει την ηρωίδα το ότι βλέπει ένα έγκλημα; Και πώς επηρέασε την ίδια την κοινωνία όσα συνέβησαν τότε;
-Η ηρωίδα μου είναι η Δάφνη, ένα κορίτσι που έχει κληθεί να καταθέσει στο δικαστήριο για τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής, επειδή υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας στη δολοφονία του Φύσσα.
Η Δάφνη, μετά τη δολοφονία, γίνεται μια άλλη. Απεκδύεται ό,τι γνώριζε ως ζωή και πραγματικότητα. Σπάει τα στεγανά της μέχρι τότε ύπαρξής της, λυτρώνεται από το «λίγο» και τον φόβο της, και ακούει την εσωτερική της φωνή. Με μεγάλο κόστος και κόπο. Η απόφαση να καταθέσει είναι ένα βήμα προς την εσωτερική της ελευθερία. Κερδίζει αυτοσεβασμό και αυταξία.
Η Δάφνη είναι ένα κορίτσι που ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα σε αυτό που νιώθει πως πρέπει να πράξει και σε όσα έχει μάθει, όσα της έχουν φορεθεί από το περιβάλλον της. Και όταν σπάει το απόστημα του φόβου, κάνει μια γενναία έξοδο προς το φως.
Ως προς την κοινωνία, η φασιστοποίηση του μέσου ανθρώπου – και το πόσο πλέον εκφέρονται καθημερινά, χωρίς φίλτρο και ντροπή, φασιστικές ρητορικές στη δημόσια σφαίρα – νομίζω απαντά από μόνη της την ερώτηση. Το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας βρίσκεται σε ύπνωση – από κόπο, κούραση, αδιαφορία, έλλειψη ορίζοντα, ματαίωση ή αίσθηση ήττας, δεν ξέρω. Όμως έχουν χαθεί τα υγιή αντανακλαστικά απέναντι σε έναν κόσμο που αλλάζει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς προς το χειρότερο και που πάει συνεχώς δεξιότερα, ως προς τους τρόπους διαβίωσης που προτείνονται.
Ξενοφοβία, ρατσισμός, καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ακύρωση κεκτημένων… Δεν είμαι αισιόδοξη, λοιπόν. Βέβαια, μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό, πάντα υπάρχουν φωτεινές φωνές. Άνθρωποι που αγωνίζονται για τις υψηλές αξίες, για ελευθερία, δικαιοσύνη, ειρήνη. Που στέκονται γενναία και αλληλέγγυα προς τους πιο αδύναμους, σε όσους αδικούνται. Που οραματίζονται έναν κόσμο συμπερίληψης και ενσωμάτωσης.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι ο λόγος που σηκώνομαι το πρωί από το κρεβάτι μου, ξέροντας πως «ακόμα κι αν δεν νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα», όπως είχε πει ο Βασίλης Μάγγος, άλλο ένα θύμα της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας.
–Ο μονόλογος είναι ένα απαιτητικό είδος. Πόσο πιο δύσκολο γίνεται όταν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα;
-Το θέατρο είναι δύσκολο στο σύνολό του. Ο μονόλογος έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έκθεσης και συγκέντρωσης, ναι, αλλά δεν ξέρω αν αυτό τον καθιστά απαραίτητα δυσκολότερο από ένα διαλογικό έργο.
Εμένα γενικά με συγκινούν τα έργα που βασίζονται στο τώρα, που θίγουν σύγχρονα κοινωνικά θέματα – είναι μια περιοχή που με ενδιαφέρει πολύ να εξερευνήσω. Το θέατρο-ντοκουμέντο, στο οποίο εντάσσεται και η παράσταση, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον αλλά και ριψοκίνδυνο είδος. Ακριβώς επειδή βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, αλλά εμπεριέχει και μυθοπλαστικές μεταγραφές.
Αυτό δεν προσθέτει απαραίτητα δυσκολία, αλλά απαιτεί ακρίβεια και σωστή συρραφή από πλευράς κειμένου, καθώς και μεγάλο σεβασμό και προσοχή στη διαχείριση του υλικού και των γεγονότων.
–Είστε μια καλλιτέχνης που από νωρίς δεν δίστασε να εκφράσει τη γνώμη της και να έχει πολιτική θέση. Αυτό πλέον είναι πιο συνηθισμένο από παλιά. Πώς βλέπετε αυτή την αλλαγή;
-Νομίζω πως έχει περάσει ανεπιστρεπτί – ευτυχώς – η εποχή των «βουβών» και αποκομμένων από το κοινωνικό γίγνεσθαι καλλιτεχνών. Των «διασκεδαστών του βασιλιά» που έκαναν μόνο τη δουλειά τους.
Η Τέχνη οφείλει να συνομιλεί με την κοινωνία, να είναι ενταγμένη στις ζυμώσεις του κοινωνικού συνόλου, να θέτει ερωτήματα. Άλλωστε, το επιτάσσουν και οι καιροί. Οι μέρες της ουδετερότητας δεν χωράνε πια – δεν φτουράνε στις ταραγμένες μέρες που ζούμε. Οι καλλιτέχνες πρέπει να αρθρώνουν λόγο.
Πιστεύω πως επιβάλλεται το δημόσιο βήμα που μας δίνεται να μην εξαντλείται μόνο σε μια ναρκισσιστική προβολή του εαυτού και του έργου μας, αλλά να χρησιμοποιείται για το κοινό καλό. Για να στηλιτεύει την εξουσία, να αναδεικνύει τις κοινωνικές αδικίες και τα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα. Οι καλλιτέχνες οφείλουν να γίνονται η φωνή όσων δεν έχουν.
– Το θέατρο είναι πολιτική πράξη;
Έτσι πιστεύω.

Ταυτότητα παράστασης
Ιδέα: Δώρα Χρυσικού
Κείμενο: Μαρία Λούκα, Κοραής Δαμάτης
Συμμετοχή στην α' γραφή του δικαστικού κειμένου: Χρύσα Λύκου
Σκηνοθεσία-δραματουργική επεξεργασία: Κοραής Δαμάτης
Δημιουργία σκηνικού χώρου: Αρετή Μουστάκα
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Βίντεο παράστασης: Πηγή Δημητρακοπούλου
Μουσική επιμέλεια: Παύλος Ιωάννου
Σχεδιασμός φωτισμών: Νίκος Βλασσόπουλος
Εκφώνηση δελτίου ειδήσεων: Νατάσα Γιάμαλη
Φωνή μητέρας: Ασπασία Κράλλη
Φωτογραφίες: Μάριος Λώλος - Αλέξανδρος Κατσής
Γραφιστική Επιμέλεια & Trailer : Mαύρα Γίδια
Γραφείο Τύπου & Επικοινωνία: Ευαγγελία Σκρομπόλα
Social Media : Social Wave Ath
Ερμηνεύει η Δώρα Χρυσικού
Παραγωγή: Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή.
Υποστήριξη: Σημείο για την Μελέτη και την Αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς.
Πληροφορίες
30 Απριλίου – 4 Μαΐου 2025
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στις 21:00
Γενική είσοδος: 18 ευρώ, Μειωμένο: 16 ευρώ
Διάρκεια : 70 λεπτά ( χωρίς διάλειμμα)
Προπώληση: ticketservices.gr.