Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

68ο Φεστιβάλ Καννών: Μια πικρή ματιά στο Κινεζικό θαύμα

Ο Ζανγκέ στο Mountains may depart μιλά για το κινεζικό οικονομικό θαύμα με πικρό τρόπο μέσα από την ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου απλωμένη σε τρεις δεκαετίες

Ανταπόκριση: Λευτέρης Αδαμίδης

Μπαίνουμε για τα καλά πια σχεδόν στην τελική ευθεία του φετινού Φεστιβάλ Καννών και ακούγοντας από εδώ και από εκεί τις συζητήσεις στα πηγαδάκια των κριτικών η γενική αίσθηση είναι ότι μιλάμε για μια μάλλον όχι και τόσο αξιομνημόνευτη χρονιά αν και περιμένουμε ακόμη ταινίες όπως του Πάολο Σορεντίνο ή το Macbeth που στην Αμερική έχει ημερομηνία εξόδου στις κινηματογραφικές αίθουσες κοντά στην κούρσα για τα Όσκαρ κάτι που σημαίνει ότι υπάρχει θετική προσδοκία για την ταινία.

Πάντως, αν δει κανείς και τον πίνακα των βαθμολογιών από μια ομάδα διεθνών έγκυρων διεθνών κριτικών που δημοσιεύει καθημερινά το περιοδικό Screen το αποτέλεσμα είναι συνολικά αποκαρδιωτικό με τις περισσότερες συμμετοχές να έχουν μέσο όρο κάτω του 3 με άριστα το 5, και κάποιες ακόμη και κάτω από 1, ενώ η ταινία Carol του Τοντ Χέινς εξακολουθεί να οδηγεί την κούρσα. Στην κούρσα πάντως για τα βραβεία μπήκε για τα καλά κατά τη γνώμη μας, αν και δεν έχουμε διαβάσει ακόμη τις κριτικές του διεθνή τύπου, η νέα ταινία του Κινέζου Τζία Ζανγκέ Mountains May Depart. Χωρίς να μιλάμε για μια απόλυτα επιτυχημένη ταινία, η δημιουργία του Ζανγκέ έχει το όραμα και την πρωτοτυπία και μερικές πολύ δυνατές στιγμές που θα την κάνουν να αγαπηθεί από τους κριτικούς, αλλά μάλλον  πολύ πιο δύσκολα από το κοινό. Ο Ζανγκέ για άλλη μια φορά μιλά για το κινεζικό οικονομικό θαύμα με πικρό τρόπο εδώ μέσα από την ιστορία ενός ερωτικού τριγώνου απλωμένη σε τρεις δεκαετίες. Στην αυγή της νέας χιλιετίας, το 1999, δυο άνδρες διεκδικούν την ίδια γυναίκα, η οποία θα αποφασίσει να μείνει με τον πιο φιλόδοξο από τους δύο, έναν αδίστακτο επιχειρηματία, ενώ ο άλλος άνδρας οδηγείται σε μια ζωή γεμάτη κακουχίες δουλεύοντας ως εργάτης σε ορυχεία. Στο δεύτερο μέρος της ταινίας, τοποθετημένο στο 2014, το αρχικό ζευγάρι έχει χωρίσει και ο μοναχογιός τους ετοιμάζεται να μετακομίσει στην Αυστραλία όπου ανθούν οι επιχειρήσεις του πατέρα ο οποίος έχει στο μεταξύ ξαναπαντρευτεί. Στο τρίτο φουτουριστικό μέρος βρισκόμαστε στο 2025 στην Αυστραλία και ο γιος, που πλέον σπουδάζει στο πανεπιστήμιο και μιλά μόνο αγγλικά, αποφασίζει να αναζητήσει τη μητέρα του, αλλά και την δική του κινεζική  ταυτότητα.  Ο Ζανγκέ στοχάζεται πάνω στο τίμημα της οικονομικής επιτυχίας αλλά και στο αδυσώπητο  πέρασμα του χρόνου σε ένα κόσμο που αλλάζει ραγδαία και όπου μπορεί ακόμη και βουνά να εξαφανιστούν (ο εξαιρετικός τίτλος), αλλά κάποια πράγματα μένουν ακλόνητα, όπως οι ρίζες μας, οι αναμνήσεις μας ή η αγάπη του γιου για την μητέρα. Αν η ταινία, που θα μπορούσε να είναι ένα δυνατό μελόδραμα,  δεν επέμεινε στην αποστασιοποιημένη ματιά, σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη της, και άφηνε λίγο περισσότερο χώρο για τη συναισθηματική  εμπλοκή του θεατή θα μιλούσαμε για μια σπουδαία δημιουργία. Η τελευταία σκηνή πάντως  υπό τους ήχους του τραγουδιού Go West των Pet Shop Boys είναι μια από τις ωραιότερες  και πιο συγκινητικές που είδαμε στο φετινό φεστιβάλ.

Στις απογοητεύσεις, τέλος, μπορεί να προστεθεί το Sicario του Καναδού Ντενίς Βιλνέβ, ένα πολύ καλοφτιαγμένο γεμάτο σασπένς θρίλερ με φόντο το εμπόριο ναρκωτικών στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού που όμως δεν καταφέρει να προσθέσει τίποτε το καινούριο σε ένα θέμα που έχουμε δει σε σειρά αμερικανικών ταινιών, από την εποχή ακόμη του Traffic του Στίβεν Σόντερμπεργκ. 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ