Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Σινεμά στη Θεσσαλονίκη: 4 ταινίες που πρέπει να δεις

Πλούσια κινηματογραφική εβδομάδα στη Θεσσαλονίκη – Δείτε τις επιλογές που έχετε για σινεμά μέχρι την Πέμπτη (3/12)

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Η πολύ πλούσια κινηματογραφική εβδομάδα της πόλης μας περιλαμβάνει τις εξής λαχταριστές ταινίες: α) τον Χρυσό Φοίνικα του τελευταίου Φεστιβάλ των Καννών, δια χειρός Ζακ Οντιάρ, Dheepan: Ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα, β) την περιπαικτική ματιά στον ανδρικό ανταγωνισμό της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, Chevalier, γ) τη νέα ταινία του αειθαλούς Στίβεν Σπίλμπεργκ, Η γέφυρα των κατασκόπων και δ) το δυσάρεστα επίκαιρο 99 σπίτια, του Μπαχρανί. Παράλληλα, συνεχίζονται οι πολύ καλές ταινίες Ο γιος του Σαούλ, 45 χρόνια, Spectre και The Lobster. Δικαιολογία καμία, σπεύσατε στις αίθουσες!

Dheepan: Ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα

Αξιολόγηση: *** ½

Σκηνοθεσία: Ζακ Οντιάρ

Παίζουν: Γιεσουθασάν Αντονιθασάν, Καλιεσουαρί Σρινιβασάν, Κλοντίν Βινασιθαμπί, Βενσάν Ροτιέ

Διάρκεια: 109’

Η εθνοτική ομάδα των Ταμίλ αριθμεί σχεδόν 80 εκατομμύρια ανθρώπους, χωρίς όμως να διαθέτει δικό της κράτος. Η συντριπτική πλειονότητα των Ταμίλ ζει ειρηνικά στην αχανή πληθυσμιακά Ινδία, όπου αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό. Λίγο νοτιότερα, στη Σρι Λάνκα, τα πράγματα είναι παντελώς διαφορετικά. Από την επίσημη κήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας το 1948, η μειονότητα των Ταμίλ (περίπου 10% του πληθυσμού, κυρίως Ινδουιστές, αλλά και λίγοι Μουσουλμάνοι) υπόκειται διακρίσεις και άνιση μεταχείριση από την πλειοψηφία των Σιναλέζων Βουδιστών. Από το 1983, η διαμάχη αυτή εισήλθε στο στάτους του αιματηρού εμφυλίου πολέμου, με αντιμέτωπους τον κυβερνητικό στρατό και το αντάρτικο της οργάνωσης «Τίγρεις για την Απελευθέρωση του Ταμίλ Ιλάμ».

Μετά από εκατόμβες νεκρών και μία προσωρινή τετραετή κατάπαυση του πυρός (2002-2006), ο κυβερνητικός στρατός πάταξε το 2009 τη δράση των ανταρτών, αναγκάζοντάς τους σε οριστική συνθηκολόγηση. Λίγο πριν το φινάλε των εχθροπραξιών και στη διάρκεια της τελικής επίθεσης του κυβερνητικού στρατού, 300.000 άμαχοι Ταμίλ εγκλωβίστηκαν σε μία στενή παράκτια λωρίδα γης, παντελώς ανυπεράσπιστοι και εκτεθειμένοι. Ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου της σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας εκτυλίχθηκε στην κυριολεξία εν κρυπτώ, με ελάχιστη δημοσιογραφική κάλυψη και μηδαμινή προβολή.

Ο πρωταγωνιστής της νέας ταινία του Ζακ Οντιάρ, που έφυγε από τις Κάννες με τον βαρύτιμο Χρυσό Φοίνικα, γνωρίζει από πρώτο χέρι την ψυχοσύνθεση του ήρωα που υποδύεται. Ο Γιεσουθασάν Αντονιθασάν υπήρξε εκπαιδευμένος στρατιώτης του αντάρτικου των Ταμίλ και μετέπειτα πολιτικός πρόσφυγας στη Γαλλία, όπου ξεκίνησε μία παράλληλη ζωή ως ερασιτέχνης ηθοποιός. Ο Ντιπάν, ο χαρακτήρας που ενσαρκώνει, διαθέτει μία και μόνο πατρίδα: τον πόλεμο. Τον ατελείωτο πόλεμο που θα τον ακολουθήσει και στην άλλη άκρη του κόσμου. Γενικότερα μιλώντας, ο Οντιάρ δεν φτιάχνει μία ταινία συμβατικής γαλλικής οπτικής με φολκλόρ φιλοξενούμενους κάποιους Ταμίλ, τους οποίους μας καλεί να λυπηθούμε με τον γνωστό προκάτ τρόπο, επειδή το επιτάσσει η ανθρωπιστική ατζέντα. Αντιθέτως, φτιάχνει μία ταινία Ταμίλ οπτικής εντασσόμενη σε ένα συγκεκριμένο και προσδιορισμένο περιρρέοντα χώρο, με όλες τις βασικές συνιστώσες (γλώσσα, ηθοποιοί, context) να συντείνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Ένα δράμα καθάριο και γλυκό, το οποίο, ακόμη κι αν αφήνει μία γεύση ανολοκλήρωτου από άποψη διεισδυτικότητας και τραχύτητας, αποφεύγει πάρα πολλές παγίδες που καιροφυλακτούν.

Με πρώτη απ’ όλες το να μετατραπεί από γλυκό σε γλυκερό. Ο Οντιάρ παρακολουθεί από πρώτο χέρι την ιστορία τριών ανθρώπων που έχουν υποφέρει τα πάνδεινα και έχουν ακόμη μπροστά τους πολλούς (και όχι ένα) Γολγοθάδες. Δεν στιλιζάρει όμως τον πόνο, δεν μας τον υπενθυμίζει σε μορφή πλακάτ ή τσιτάτου, δεν πασχίζει να καταθέσει κάποια υπέρμετρη και ξύλινη καταγγελτικότητα. Τοποθετεί τη βία σε προσεγμένες κρυψώνες (όπως τα φώτα της αρχής που μοιάζουν αρχικά με τα φώτα ενός νέου λαμπερού κόσμου, αλλά είναι μονάχα το λαμπίρισμα του εξευτελισμού). Ξέρει πότε να φανεί οικονόμος στην αφήγηση και πότε να την πλαταίνει, χωρίς όμως να πλατειάζει. Θα δούμε, όπως πρέπει και οφείλουμε, σταδιακά και μεθοδικά πολλές βινιέτες από τη ζωή τριών ανθρώπων που δίνουν μία πολύ σκληρή μάχη.

Τη μάχη της ένταξης και της επιβίωσης, ίσως να υποθέσατε. Όχι, είναι η απάντηση, η μάχη που δίνουν είναι πιο βαθιά και υπαρξιακή. Είναι η μάχη να καταστήσουν ένα ψέμα, το οποίο υποχρεώθηκαν να πουν προκειμένου να επιβιώσουν, βιωματική αλήθεια. Να γίνουν οικογένεια, ενώ δεν είναι. Ή μήπως εν τέλει πληρούν ένα πιο ουσιαστικό ορισμό της οικογένειας από τον τυπικό; Οι δεσμοί επιβίωσης γιατί να είναι λιγότερο δυνατοί από αυτούς του αίματος; Η κοινή αγωνία για την επανάκτηση μίας σπιθαμής ζωής μετά από την ατελείωτη φρίκη γιατί να υπολείπεται της βιολογίας και του ληξιαρχείου; Τρεις άνθρωποι που βρέθηκαν από τον ένα πόλεμο στον άλλο, έστω κι αν ο δεύτερος είναι μικρότερης κλίμακας και εμβέλειας. Σε ένα όμορφο παιχνίδι εικόνας, ματιάς, εντύπωσης, απόστασης και πράξης, οι μέχρι πρότινος θεατές («σαν σινεμά», όπως λέει χαρακτηριστικά η ηρωίδα μας) θα γίνουν πρωταγωνιστές. Με την εμπλοκή τους να διαφαίνεται μέσα από τη διαφορετική ματιά με την οποία θα ενδυθούν όλα τα ως τότε τυπικά και ασήμαντα της ζωής τους. Από το ασανσέρ που χαλάει ως τα εργαλεία που χρησιμοποιεί καθημερινά ο Ντιπάν. Ο πόλεμος θα ξεσπάσει ξανά κι αν υπάρχει μία διαφορά, είναι ότι ίσως το κινητήριο ένστικτο να είναι αυτή τη φορά η αγάπη.

Όπως προείπαμε, ο Οντιάρ δεν διεισδύει επαρκώς στην ταυτότητα του ανδρός πρωταγωνιστή του, όπως πχ είχε πράξει σε αριστουργηματική εντέλεια στον Προφήτη. Παράλληλα, ίσως και να μας χαρίζεται ψυχολογικά ακριβώς τη στιγμή που τον θέλουμε πιο στιβαρό, σε μία προσπάθεια να γίνει περισσότερο crowd pleaser (αυτή η, επιτυχής εισπρακτικά αλλά ατυχής καλλιτεχνικά, προσπάθεια ήταν ολοφάνερη στο Σώμα με Σώμα). Φτιάχνει όμως μία ταινία από ατόφια κινηματογραφικά υλικά που δεν εκτρέπεται ούτε σε φιλανθρωπικό σποτάκι για ευαισθητούληδες ούτε σε καταγγελτική μονοτονία για κατ’ επάγγελμα σκεπτόμενους. Και καταλήγει σε ένα φινάλε που μοιάζει με βασανιστικό όνειρο. Υπερβολικά αληθινό για  να είναι πραγματικότητα.

Επίσης στις αίθουσες της Θεσσαλονίκης

Chevalier

Σκηνοθεσία: Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη

Παίζουν: Βαγγέλης Μουρίκης, Μάκης Παπαδημητρίου, Σάκης Ρουβάς, Γιώργος Πυρπασόπουλος

Διάρκεια: 99’

Μία παρέα ανδρών που επιστρέφει από μία εκδρομή ψαρέματος με γιοτ. Μία μηχανική βλάβη που θα τους καθηλώσει κάπου στον Σαρωνικό. Ένα ιδιόμορφο παιχνίδι ατελείωτης ανδρικής ανταγωνιστικότητας, που πρέπει να βγάλει οπωσδήποτε νικητή. Το δαχτυλίδι του Chevalier πρέπει να βρει πάση θυσία κάτοχο. Ένα πονηρό γελάκι σε μία κοινωνία απόλυτου και αλύπητου ανταγωνισμού. Ο καλύτερος οπουδήποτε, ο καλύτερος γενικά...

Η γέφυρα των κατασκόπων

Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ

Παίζουν: Τομ Χανκς, Άλαν Άλντα, Έιμι Ράιαν

Διάρκεια: 135’

Όταν σκηνοθετεί μία ταινία ο Στίβεν Σπίλμπεργκ και πρωταγωνιστεί σε αυτή ο Τομ Χανκς, κάποια μίνιμουμ προαπαιτούμενα τα θεωρείς δεδομένα.  Ένας ικανοποιητικός ρυθμός, μία καλοδουλεμένη κατασκευή, ένας στιλάτος ανάλαφρος αέρας. Ο αειθαλής  γερό-Στιβ μας διηγείται μία αφανή ιστορία του Ψυχρού Πολέμου, με το γνώριμό του στυλ.

99 σπίτια

Σκηνοθεσία: Ραμίν Μπαχρανί

Παίζουν: Άντριου Γκάρφιλντ, Μάικλ Σάνον, Λόρα Ντερν

Διάρκεια: 112’

Τώρα που είμαστε έτοιμοι να καμαρώσουμε την κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας, ίσως είναι χρήσιμο να δούμε αυτή την ταινία. Η οποία δεν είναι μήτε ελληνική μήτε από κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, αλλά από αμερικάνικη. Όταν η απληστία είναι ο μόνος παίκτης του καζίνο, τότε όλες οι ζαριές θα είναι σε βάρος των αθώων ανθρώπων.

Η σινεφίλ ατάκα της εβδομάδας

«Όταν γίνεται σωστά, το σινεμά είναι το πιο κουλ πράγμα στον κόσμο»

Ζακ Οντιάρ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Θεσσαλονίκη: Μέσα σε 2 μήνες κατασχέθηκαν 21.000 προϊόντα παρεμπορίου
Έγιναν 966 έλεγχοι σε λαϊκές αγορές σε Ξηροκρήνη, Κανάρη, Κλεάνθους, Σόλωνος και Βούλγαρη, όπως επίσης σε Νέα Παραλία και ιστορικό κέντρο
Θεσσαλονίκη: Μέσα σε 2 μήνες κατασχέθηκαν 21.000 προϊόντα παρεμπορίου