Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Γιώργος Παλούμπης: «Η “Αγγέλα” περιγράφει μια παρακμή, αλλά γοητευτικά»

Ο δημιουργός υπογράφει τη σκηνοθεσία στο έργο του Γιώργου Σεβαστίκογλου που θα ανεβεί από το ΚΘΒΕ στη Μονή Λαζαριστών

Συνέντευξη στη ΛΕΜΟΝΙΑ ΒΑΣΒΑΝΗ

Με ρεαλισμό, αντλώντας έμπνευση από τις αρετές του κειμένου του Γιώργου Σεβαστίκογλου, σκηνοθετεί την «Αγγέλα» ο Γιώργος Παλούμπης για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. «Είναι ένα κείμενο για την εξουσία, για ανθρώπους που παλεύουν να ζήσουν καλύτερα ή ακόμα απλά να επιβιώσουν, και που είναι καταπιεσμένοι από ένα αόρατο ταβάνι. Αυτή την αίσθηση δίνει το κείμενο και κουμπώνει στο σήμερα», μας εξήγησε ο ίδιος σε μια δια ζώσης συνέντευξη που μας παραχώρησε λίγο πριν την επίσημη πρεμιέρα που έχει οριστεί για την ερχόμενη Παρασκευή 22 Ιανουαρίου στη Μονή Λαζαριστών (Σκηνή Σωκράτης Καραντινός). Και συμπλήρωσε πως η «Αγγέλα» περιγράφει μια παρακμή, αλλά γοητευτικά, πως «έχει ένα λιτό και περιεκτικό διάλογο», και πως «είναι ένα κείμενο που δεν σταματάει να ανθίζει».

 

Ο Γιώργος Παλούμπης

-Η «Αγγέλα» είναι ένα έργο που μιλά για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα και για πολιτικές καταστάσεις διαφορετικές από αυτές που ζούμε σήμερα. Τι έχει να πει στο σημερινό θεατή;

-Ο Σεβαστίκογλου έγραψε το έργο το 1957 στη Μόσχα. Εκεί που είχαν καταφύγει με τη σύζυγό του Άλκη Ζέη, κυνηγημένοι για τις ιδέες τους. Ο συγγραφέας ήταν μακριά από την Ελλάδα. Στην «Αγγέλα» δεν κάνει μια νατουραλιστική καταγραφή, αλλά δίνει την αίσθηση που είχε για τη χώρα. Είναι ένα έργο βαθιά πολιτικό και αριστερό. Όμως αυτό που με ενδιέφερε δεν ήταν η αριστερή του φύση, όσο το ότι είναι έξυπνο και μη στρατευμένα γραμμένο, μιλάει για τις βασικές αξίες που ζητούσαν τότε και τις βασικές αξίες που δυστυχώς ζητάμε και τώρα.

Είναι ένα έργο για την εξουσία, για ανθρώπους που παλεύουν να ζήσουν καλύτερα ή ακόμα απλά να επιβιώσουν, και που είναι καταπιεσμένοι από ένα αόρατο ταβάνι. Αυτή την αίσθηση δίνει το κείμενο και κουμπώνει στο σήμερα.

Δεν είναι ένα κείμενο που αναλώνεται σε ιστορικές λεπτομέρειες, αλλά είναι ένα έργο χαρακτήρων, ανθρώπων, θυτών και θυμάτων, εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων, οι ψυχολογίες, οι σχέσεις, η πίεση, η πάλη και η περιπέτειά τους είναι πράγματα που δυστυχώς κάνουν άμεση αναγωγή στον ψυχισμό του θεατή.

-Πώς προέκυψε η συνεργασία με το ΚΘΒΕ;

-Μου έγινε ανάθεση του έργου και τώρα που εμβάθυνα σε αυτό μέσα από τις πρόβες, μου αρέσει πολύ γιατί θεωρώ πως είναι γοητευτικό. Περιγράφει μια παρακμή, αλλά ζωγραφικά, γοητευτικά. Αν ήταν ταινία θα ήταν φιλμ νουάρ, και αν ήταν πίνακας θα μπορούσες να πεις ότι είναι εξπρεσιονιστικός, φωτισμένος λοξά. Είναι κάτι άγριο, σκληρό, αλλά γοητευτικό. Και έχει φιγούρες που μεγαλώνουν στα μάτια σου, σημαίνουν κάτι.

 

-Πότε ήταν η πρώτη επαφή με το κείμενο; Τι αίσθηση σας είχε αφήσει;

-Το 1994 σε ανέβασμα του Κακλέα στον Τεχνοχώρο. Εγώ τότε ανακάλυπτα το θέατρο. Εκεί, ο Κακλέας έκανε με την ομάδα «Θέαμα» παραστάσεις κόμικς με μεγάλη μαγεία. Τότε, βλέποντας την «Αγγέλα», μου είχε κάνει εντύπωση που υπάρχουν τέτοια ελληνικά κείμενα. Τώρα, που ασχολήθηκα με το έργο επαγγελματικά, και έχοντας δουλέψει το ρεαλισμό περισσότερο από κάθε άλλο είδος, μου έκανε μεγαλύτερο κλικ η «Αγγέλα» σε ύφος και τεχνική. Είδα ότι, αν και γραμμένο το ’57, είναι ένα έργο καλογραμμένο και που το κατανοώ πολύ καλά. Έχει λιτό και περιεκτικό διάλογο, αιχμηρές ενότητες, πηδάει καίρια χρόνο και σε αφήνει να καταλάβεις τι έχει μεσολαβήσει ανάμεσα σε σκηνές, βλέπεις εξέλιξη χαρακτήρων που συνεχώς γίνονται και πιο ενδιαφέροντες. Είναι ένα κείμενο που δεν σταματάει να ανθίζει. Αυτό δείχνει πως ο συγγραφέας έγραφε και ζούσε τους χαρακτήρες. Αποτυπώνει στις λέξεις τους την πολυποπλοκότητά τους.

-Οπότε το κείμενο, η ιστορία ήταν ένας λόγος για να δεχτείτε την πρόταση να κάνετε αυτή την παράσταση;

-Μου αρέσουν οι ιστορίες. Αυτή είναι η βασική ουσία του θεάτρου: οι ιστορίες που πρέπει να τις λέμε.

Αυτή εν προκειμένω είναι μια ιστορία που παρακολουθείς με ενδιαφέρον και, αν την αφηγηθείς καλά, μπορεί να ταξιδέψεις μέσα της. Και κάνει μια καίρια κριτική στην αναθεματισμένη ανισότητα που αδίκως υπάρχει στον κόσμο, αδίκως υπήρχε τότε και αδίκως υπάρχει και σήμερα. Για κάποιο λόγο τοποθετούμαστε ο ένας πάνω από τον άλλο, ο επάνω πατάει τον κάτω. «Μια μπότα πάνω σε ένα πρόσωπο θα είναι μια ζωή ο κόσμος», όπως έλεγε ο Όργουελ.

-Η παράσταση ξεκινάει βίαια, με μια αυτοκτονία. Πώς δόθηκε αυτό; Πώς ξετυλίγεται το νήμα και πώς δώσατε τη ματιά σας;

-Πέρα από το συναισθηματικό και το πώς το βιώνουν οι γύρω άνθρωποι, ξεκινά και ένα μυστήριο για ποιο λόγο αυτοκτόνησε αυτό το κορίτσι. Μέσα από αυτό αρχίζεις και βλέπεις πως υπήρχαν λόγοι που έχουν να κάνουν με τους χαρακτήρες. Όμως αυτοί οι χαρακτήρες είναι ο μικρόκοσμος ενός μεγαλύτερου κόσμου, στον οποίο υπάρχουν συμφέροντα στα οποία το έργο δεν φτάνει. Δεν φτάνει στην εξουσία. Εμείς όμως βλέπουμε το μικρόκοσμο που καταπιέζεται από αυτή την εξουσία.

Δεν θεωρώ τον εαυτό μου σκηνοθέτη που επιβάλει πολύ τη δική του άποψη σε μια παράσταση ώστε να φαίνεται πάρα πολύ. Ειδικά στο κόνσεπτ: σκηνογραφικό, ενδυματολογικό, παιξίματος. Προσπαθώ να μπω στην πηγή της ιστορίας και να αρχίσει η ιστορία να ζει μπροστά μου, να ταξιδεύω μέσα σε αυτήν. Το ότι γίνεται με φίλτρο εμένα αυτό είναι το κυριότερο πράγμα που κάνει δική μου μια παράσταση. Δεν σχετίζεται με ευφάνταστες ιδέες ή τρόπους που θα τοποθετήσω διάφορα στοιχεία. Εγώ θα πυροδοτήσω την ιστορία. Αν φαίνεται πολύ ή όχι, δεν μπορώ να το κρίνω.

 

-Ποιος αγαπημένος συγγραφέας ή έργο;

-Αυτό ανά εποχή αλλάζει. Οι πρώτοι όμως που μου άρεσαν ήταν ο Πίντερ, ο Μάμετ, αυτοί που εκπροσωπούν το ρεαλισμό, και σκληρά έργα. Από Έλληνες μου αρέσει πολύ ο Κεχαΐδης, το «Γαμήλιο εμβατήριο» του Τερζάκη που θυμίζει λίγο Τσέχωφ. Θα ήθελα να κάνω κάποτε Τσέχωφ, γιατί θεωρώ πως η βάση του είναι ο ρεαλισμός. Όταν λέω ρεαλισμό εννοώ την πραγματική ζωή που έχει πολλή ποίηση μέσα. Όταν κατηγορείται ο ρεαλισμός για κάτι που δεν είναι ζουμερό, είναι τηλεοπτικό κλπ, για μένα δεν φταίει το είδος, φταίει ίσως το αποτέλεσμα που είδε κανείς. Το ίδιο ισχύει και για τα μεταμοντέρνα. Όταν τα κατηγορείς πχ σαν κουλτουριάρικα δεν ήταν καλό αυτό που είδες. Δεν φταίει το είδος. Όλα πρέπει να παίζονται, αρκεί να λειτουργούν.

-Μετά το ΚΘΒΕ;

-Μέσα στην κρίση κάνουμε πάρα πολλά, μαθήματα, σχολές, παραστάσεις… τρέχουμε όλη τη μέρα για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Φέτος διδάσκω υποκριτική και στο Θέατρο Τέχνης, οπότε θα συνεχίσω στη σχολή, θα κάνω κάποια άλλα εργαστήρια και έχω συζητήσει 3-4 προτάσεις που προσπαθώ να εξετάσω τι θα με εκφράσει καλλιτεχνικά και οικονομικά.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ