Αποστολή: Λευτέρης Αδαμίδης
Μετά από την εξαιρετικά επιτυχημένη του Φεστιβάλ με το Café Society του Γούντι Άλεν να κερδίζει τις εντυπώσεις το επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα ανοίγει και αυτό τα χαρτιά του με δυο αρκετά δύσκολες επιλογές. Η πρώτη, η πολυαναμενόμενη τρίωρη Sieranevada του Ρουμάνου Κρίστι Πούιου κατάφερε παρά την εξαντλητική της διάρκεια να κερδίσει τις εντυπώσεις των κριτικών που την αντάμειψαν με ένα θερμό χειροκρότημα αλλά και με προβλέψεις για μεγάλο βραβείο, κατά η γνώμη μας όμως λίγα καινούρια πράγματα έρχεται να προσθέσει σε ό,τι μας έχει παρουσιάσει το νέο ρουμάνικο σινεμά την τελευταία δεκαετία.
Η πολύπλοκη ιστορία που διαδραματίζεται σχεδόν ολόκληρη στους τέσσερις τοίχους ενός τυπικού διαμερίσματος στο Βουκουρέστι περιστρέφεται γύρω από τον γιατρό Λάρι που επιστρέφει στο πατρικό του για το μνημόσυνο των σαράντα ημερών από το θάνατο του πατέρα του. Μαζί στο σπίτι συγκεντρώνεται σιγά-σιγά όλη η οικογένεια και όχι μόνο, για το παραδοσιακό τραπέζι μετά την τελετή, ένα γεύμα όμως που για διάφορους λόγους σχεδόν δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Ο Πούιου υφαίνει άλλοτε με φοβερό χιούμορ και άλλοτε με ατόφια συγκίνηση μια οικογενειακή ιστορία που κρύβει τα δικά της μυστικά, ψέματα και συγκρούσεις, φέρνοντας στο φως καθώς περνάει η μέρα τις πολύπλοκες σχέσεις των μελών της οικογένειας που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ελληνική, αλλά και της ίδια της πρόσφατης ιστορίας της χώρας με επίκεντρο την πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου. Κάπου όμως όλα αυτά μοιάζει να τα έχουμε ξαναδεί και σίγουρα η εξαντλητική διάρκεια και η εμμονή στη λεπτομέρεια καθιστά το αποτέλεσμα σίγουρα άνισο και συχνά τετριμμένο και επιτηδευμένο.
Σε ένα εντελώς διαφορετικό ύφος ο Αλέν Γκιροντί στο Staying Vertical που είχε ενθουσιάσει στις Κάννες πριν από χρόνια με τον Άνδρα της Λίμνης αποπειράται εδώ να φτιάξει μια αυτοαναφορική ταινία πάνω στο δημιουργικό αδιέξοδο ενός σκηνοθέτη που περιπλανιέται στη γαλλική επαρχία αναζητώντας έμπνευση και χαρακτήρες και μαζί ένα υπαρξιακό πορτρέτο ενός άνδρα που βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπος με την πατρότητα αλλά και την προσωπική μοναξιά. Το αποτέλεσμα που ξεκινά σε μια απόλυτα ρεαλιστική βάση και σταδιακά αρχίζει να ακολουθεί ένα σχεδόν παραμυθένιο δρόμο δυστυχώς μοιάζει σχεδόν χαοτικό σε σημείο που να αναρωτιέται κανείς αν παρακολουθεί τελικά κωμωδία ή δράμα. Υπάρχουν μερικές στιγμές μαγείας και έμπνευσης, καθώς και η εξαιρετική, συχνά νυχτερινή, φωτογραφία, αλλά όπως και να το κάνουμε αυτό σίγουρα δεν είναι το Οκτώμισι του Αλέν Γκιροντί με κανένα τρόπο.