Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Babylon: Χόλιγουντ, τόπος μαγικός και καταραμένος

Κριτική για την ταινία του Ντάμιεν Σαζέλ

Του Γιώργου Παπαδημητρίου

Σύμβολο χλιδής, κάλλους, και αδιανόητης μεγαλοπρέπειας, η Βαβυλώνα της αρχαίας Μεσοποταμίας υπήρξε η πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη μεγαλούπολη του γνωστού κόσμου. Η λαμπερή ιστορία της, όμως, δεν μπορεί να νοηθεί ξεχωριστά από την παρακμή που δρομολόγησε την κατάρρευση και την καταστροφή. Διαχρονικό και πανανθρώπινο συνώνυμο του έκλυτου βίου, της ακολασίας και της υπερβολής, η Βαβυλώνα μοιάζει με διπρόσωπο Ιανό.

Από τη μια, οι Κρεμαστοί Κήποι και τα ζιγκουράτ ως αντανάκλαση μιας ομορφιάς που δεν μπορούσε να χορτάσει το ανθρώπινο μάτι. Από την άλλη, ο Πύργος της Βαβέλ στην Παλαιά Διαθήκη, μια αλληγορία σήψης, βλασφημίας και αμετροέπειας του ανθρώπου. Το μόνο σίγουρο, πάντως, είναι ότι η Βαβυλώνα ανήκει περισσότερο στη σφαίρα του μύθου και της παραβολής, παρά στα επίσημα κιτάπια της ιστορίας. Η ετυμολογία του ονόματός της, εξάλλου, έρχεται να επικυρώσει όλα τα παραπάνω: η λέξη Βαβυλώνα προέρχεται από τα ακκαδικό Μπαμπ-Ιλανί, που μεταφράζεται ως «πύλη των θεών».

Κι αυτή ακριβώς την πύλη έρχεται να διαβεί ο Ντέιμιεν Σαζέλ, παρομοιάζοντας την κινηματογραφική βιομηχανία του Χόλιγουντ με μια Βαβυλώνα που βρίσκει συνεχώς τον τρόπο να αναγεννάται από τις στάχτες της. Ένας τόπος μαγικός, όπου συντελείται η πιο θαυμαστή κοσμογονία: τα όρια του χρόνου καταργούνται, τα όνειρα και η φαντασία γίνονται χειροπιαστή πραγματικότητα, οι σταρ αποκτούν θεϊκή υπόσταση και η ζωή μοιάζει με μπάμπουσκα που ανοίγει σε παράλληλες διαστάσεις.

Την ίδια στιγμή, ένας τόπος καταραμένος και απάνθρωπος, αμαρτωλός και αδυσώπητος: με αφανείς και αναλώσιμους είλωτες και σκαπανείς, με περισσή υποκρισία και ανύπαρκτη ηθική, με καριέρες που γκρεμίζονται σε κλάσματα δευτερολέπτου. Στον κόσμο που χτίζει ο Σαζέλ, οι δύο όψεις του σινεμά και του Χόλιγουντ δεν αντιμάχονται η μία την άλλη, αλλά μονάχα αλληλοσυμπληρώνονται, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την αρχαία Βαβυλώνα. Ο κινηματογράφος είναι ένα δισυπόστατο θαύμα, φτιαγμένο από ατελείς και θνητούς ανθρώπους, που αφήνει πίσω του έργα αυτόνομα και εκθαμβωτικά, καταδικασμένα να ταξιδέψουν στην αιωνιότητα.

Το Babylon, παρότι ανατρέχει σε συμβάντα, φιγούρες και καταστάσεις που όντως διαδραματίστηκαν στις δεκαετίες του ’20 και του ’30, περισσότερο λειτουργεί ως φαντασιακή περιδίνηση σε μια κληρονομιά που συγχωνεύει τον μύθο με την πραγματικότητα, παρά ως αξιόπιστη ιστορική καταγραφή της συγκεκριμένης περιόδου. Χωρισμένη ευδιάκριτα σε δύο κεφάλαια και μάλλον αδίκως επιβαρυμένη με την κάπως επιπόλαια ταμπέλα του «άνισου», η Βαβυλώνα του Σαζέλ έχει στον πυρήνα της την πιο σαρωτική μετάβαση που γνώρισε ποτέ το σινεμά.

Η αλλαγή σκυτάλης από τον βωβό κινηματογράφο στις ομιλούσες ταινίες ανάγκασε τη βιομηχανία να ανακαλύψει νέους βασιλιάδες και να χτίσει νέα παλάτια σχεδόν αυτοστιγμεί, ενόσω ακόμη κάπνιζαν τα ερείπια μιας δυναστείας που χτυπήθηκε από έναν ουρανοκατέβατο Αρμαγεδδώνα. Κι αυτό που ξεκινά στο Babylon ως ντελιριακή εξτραβαγκάντζα, στην παλλόμενη καρδιά ενός κόσμου που μοιάζει με ατελείωτο όργιο, που ζει και αναπνέει με χιλιάδες παλμούς το λεπτό, καταλήγει σε μια -μεταφορική όσο και κυριολεκτική- καταβύθιση σε μια κόλαση χωρίς επιστροφή (παρά τα φανταχτερά ονόματα της Μάργκο Ρόμπι και του Μπραντ Πιτ, ο κομβικός ήρωας της ταινίας είναι ο Ντιέγκο Κάλβα). Κι όμως, ακόμη και μετά τον χαλασμό, και παρά τα αμέτρητα unhappy ends, το μόνο που θα επιβιώσει, ως παρηγοριά και βάλσαμο, είναι το σινεμά. Που βρίσκει τρόπο να αφήνει το τέλος πάντα ανοιχτό, ακόμη και αφότου σβήσουν τα φώτα.

Σε δεύτερο επίπεδο, που τρέχει σχεδόν παράλληλα με το πρώτο (η τονικότητα της ταινίας παραμένει αμετάβλητη, παρά την αλλαγή ύφους και στυλ, εξ ου και η κατηγορία περί ανισότητας είναι κάπως βιαστική), ο Σαζέλ σκιαγραφεί την πορεία πέντε ηρώων, χτίζοντας σταδιακά μια παραβολή που φτάνει μέχρι και το σήμερα της κινηματογραφικής τέχνης και βιομηχανίας. Ο Σαζέλ σχολιάζει και στηλιτεύει (ενίοτε δηκτικά, ενίοτε χοντροκομμένα) τα διάφορα περάσματα από μια εποχή ξέφρενη και αναπολογητικά άκαρδη  σε μια περίοδο όπου κάνουν κουμάντο τα προσχήματα και το θεαθήναι.

Aπό την αχαλίνωτη σεξουαλική απελευθέρωση και χειραφέτηση των 20s στην αντεπίθεση της σεμνοτυφίας των 30s. Aπό τον φόρα-παρτίδα διαχωρισμό ανάμεσα σε πατρίκιους και πληβείους του σταρ σύστεμ στη μαρκετίστικη συμπερίληψη και το εξωτικό ενδιαφέρον για τη διαφορετικότητα. Από τον αυτοσχεδιαστικό κινηματογράφο που έμοιαζε με εξερεύνηση σε αχαρτογράφητη περιοχή στο σινεμά της στουντιακής κατασκευής. Ολοφάνερα και αντιληπτά (μάλλον σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο θα έπρεπε), ο Σαζέλ εξαπολύει κριτική απέναντι στις νεόκοπες και συχνά ανειλικρινείς ευαισθησίες της δικής του/μας εποχής, χωρίς να διαθέτει όμως εκείνο το μαγικό άγγιγμα που θα χωρέσει την κριτική του κάτω από το δέρμα της πλοκής, των διαλόγων και της εικόνας. Κάπως έτσι (σε αυτό το σκέλος), εκτρέπεται ανά στιγμές προς τη φλυαρία ή και την απλοϊκότητα, χωρίς όμως να διολισθαίνει στον εμφανή διδακτισμό.

Ωστόσο, δεν λείπουν οι στιγμές όπου η οπτική φαντασμαγορία συναντά μια παιχνιδιάρικη-περιπαικτική διάθεση που κρύβει μέσα της μικρούς θησαυρούς, ξεκινώντας από τα διακριτικά inside jokes της ταινίας. Η πρώτη στιγμή που αντικρίζουμε τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Μπραντ Πιτ, τον ακούμε να παριστάνει τον Ιταλό, σε μια ξεκαρδιστική παραπομπή στον ρόλο που ερμήνευσε στο Inglourious Basterds του Ταραντίνο. Ομοίως, η στάρλετ που ενσαρκώνει η Μάργκο Ρόμπι, που διανύει τη διαδρομή ναδίρ-ζενίθ-ναδίρ πιο γρήγορα και από πύραυλο, παρακολουθεί τον (φιλμικό) της εαυτό στη σκοτεινή αίθουσα, όπως ακριβώς είχε κάνει ως Σάρον Τέιτ, στο -επίσης ταραντινικό- Once Upon a Time in Hollywood. Πέρα από την προφανή χαριτωμενιά, τα δύο αυτά στιγμιότυπα λειαίνουν το έδαφος για το τελικό πόρισμα: στο σινεμά, το πριν και το μετά καταργούνται αμετάκλητα, μιας και ένα αδιόρατο νήμα συνδέει το εφήμερο με το παντοτινό. Από τη στιγμή του cut στο πλατό, μέχρι την κινούμενη εικόνα που ταξιδεύει στα βάθη του χρόνου, ψάχνοντας και βρίσκοντας συνεχώς νέους υποδοχείς, το κινηματογραφικό ταξίδι έχει ένα και μόνο προορισμό: το άπειρο.

Στην πραγματικότητα, ο Σαζέλ καμουφλάρει το πιο οδυνηρό αστείο ενόσω ακόμη είμαστε συνεπαρμένοι από τα εναρκτήρια παραληρηματικά πλάνα και το φρενήρες μοντάζ. Σε εκείνη την ευφυή και ανύποπτη στιγμή, όπου ο χαρακτήρας του Μπραντ Πιτ αναζητά με αγωνία το μέλλον, την αλλαγή και την εξέλιξη, ανήμπορος να αντιληφθεί ότι υπογράφει την οριστική κάθοδό του στη λήθη. Η ειρωνεία, φυσικά, βρίσκει εφαρμογή σε διπλό ταμπλό. Η φράση «είμαστε κολλημένοι στο παρελθόν, ακόμη γυρίζουμε ταινίες εποχής» μπορεί να γίνει αντιληπτή και ως ένας αυτοσαρκασμός του Σαζέλ απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και στην ταινία που γυρίζει. Στην εποχή όπου το σινεμά αλλάζει με τρόπους ασύλληπτους, ο Σαζέλ ανατρέχει σε μια ταινία εποχής, προσπαθώντας να ξετρυπώσει τη χαμένη μαγεία, αλλά και να αυτοαναγορευτεί συνεχιστής ενός ταξιδιού που (ελπίζει και ελπίζουμε ότι) δε θα τελειώσει ποτέ.

Σε ένα φινάλε στρατηγικά σχεδιασμένο να συγκινήσει, το επιμύθιο σκαλίζει κάτω από την προφανή επιφάνεια ενός φόρου τιμής στον κινηματογράφο. Σε μια αντιστροφή της νοσταλγικής μελαγχολίας του Nuovo Cinema Paradiso, ο κεντρικός μας ήρωας δε βλέπει τις ταινίες που αντανακλούν τη ζωή του, αλλά αντικρίζει έκθαμβος και συντετριμμένος τη ζωή του να καθρεφτίζεται σαν ταινία στη σκοτεινή αίθουσα. Εφόσον, λοιπόν, οι μεγαλύτερες χαρές και λύπες μας, οι θρίαμβοι και οι συντριβές, οι θυσίες και οι ενοχές, μπορούν να μεταμορφωθούν σε σινεμά χωρίς καν τη δική μας μεσολάβηση, τότε τίποτα δεν είναι εξ ορισμού ανέφικτο ή υπερβολικό. Ίσως και ο ίδιος ο κινηματογράφος να μην είναι τίποτα άλλο από μια ταινία που γυρίζεται από πάντα και για πάντα.

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ