Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Η πυρκαγιά που καθόρισε το μέλλον της Θεσσαλονίκης

Εκατό χρόνια από τη φωτιά του 1917 η οποία έκαψε το κέντρο της Θεσσαλονίκης, καθηγητές του ΑΠΘ μίλησαν για τον ανασχεδιασμό της πόλης και τα σχέδια Εμπράρ

Της ΛΕΜΟΝΙΑΣ ΒΑΣΒΑΝΗ

Ήταν 18 Αυγούστου του 1917 όταν ξέσπασε πυρκαγιά στη Θεσσαλονίκη σε μια γειτονιά. Σε λίγες ώρες η έκτασή της είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις. Οι συνθήκες για την κατάσβεση δεν ήταν ευνοϊκές: ξύλινα σπίτια, δυνατοί άνεμοι, υποτυπώδης πυροσβεστική υπηρεσία και έλλειψη νερού. 

Μέσα σε 32 ώρες η πυρκαγιά έκαψε 9.500 σπίτια σε έκταση 1.000.000 m² και άφησε άστεγα πάνω από 70.000 άτομα.

«Η πόλη δεν συνήλθε όσο οι σύμμαχοί της παρέμεναν. Και την εποχή εκείνη πολλά ακούγονταν για το εκ νέου χτίσιμο του κομματιού που κάηκε», σημείωσε ο Καθηγητής Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών Π.Σ. Α.Π.Θ. Πάρις Σαββαΐδης, το βράδυ της Τετάρτης σε ομιλία του με τίτλο «Απεικονίσεις της μεγάλης πυρκαγιάς στη Θεσσαλονίκη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου», κατά την εκδήλωση που έκανε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο κατάμεστο από κόσμο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης, το 1917, η οποία υπήρξε ο καταλύτης για την ανοικοδόμηση και τον εκσυγχρονισμό της πόλης, αλλά και για το σχεδιασμό της πανεπιστημιούπολης του Α.Π.Θ..

«Αυτή η εκδήλωση έχει διπλή έννοια: να θυμηθούμε ένα ιστορικό γεγονός που είναι η πυρκαγιά και δεύτερον να γιορτάσουμε ένα επίτευγμα που είναι η πολεοδομική ανασυγκρότηση και πλήρης ανοικοδόμηση της πόλης και μάλιστα σε συνθήκες πολέμου και προσφυγιάς», σχολίασε η Ομότιμη Καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής Π.Σ. Α.Π.Θ. Αλέκα Καραδήμου-Γερόλυμπου. Συμπλήρωσε πως «σε μόλις 6 μέρες μετά την πυρκαγιά η κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει σε ένα ριζικό σχέδιο με συνολική απαλλοτρίωση της καμένης περιοχής. Πριν η ρυμοτομία ήταν διαφορετική, οι δρόμοι στενοί, οι αποστάσεις ανάμεσα στα κτήρια ελάχιστες, τα σπίτια φτιαγμένα με εύφλεκτα υλικά. Με τις οδηγίες που δίνονταν από την κυβέρνηση το ιστορικό κέντρο αντιμετωπίστηκε ως λευκό χαρτί, έγινε ριζικός επανασχεδιασμός και παράλληλη ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου σε πρώην οθωμανικές περιοχές. Ήταν εξάλλου στόχος να κατοχυρωθεί η εθνική ταυτότητα. Μάλιστα για να γίνει αυτό επιτρέπονταν η κατεδάφιση κατοικιών, ακόμη και νεκροταφείων. Τα σχέδια για τη νέα όψη της πόλης τα ανέλαβε ο Εμπράρ που τον έστειλε η Γαλλική Κυβέρνηση ενώ ο πόλεμος μαινόταν. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά, η πόλη θα έπρεπε να ήταν τακτική, να έχει δημόσιους χώρους, η βιομηχανική ζώνη να συνδέεται με το λιμάνι, το ιστορικό κέντρο με την πλατεία των τραπεζών, τα ξενοδοχεία με την αναψυχή, το διοικητικό κέντρο να είναι στο κέντρο και στα ανατολικά να κατοικήσουν τα μεσαία στρώματα. Επίσης προβλέπονταν το Ανατολικό Ρήγμα, ανάμεσα στο κέντρο και στην ανατολική πλευρά, περιοχή που θα προορίζονταν για το Πανεπιστήμιο και για χώρους που θα απευθύνονταν στους πολίτες και θα λειτουργούσε ως φυσική ζώνη προστασίας από τις πυρκαγιές». «Αυτό ήταν σχεδόν απίστευτο ότι υλοποιήθηκε», σχολίασε η κα Καραδήμου - Γερόλυμπου.

Φυσικά δεν ήταν δυνατό να μην υπάρξουν αντιδράσεις και μάλιστα σε μια περίοδο με έντονη πολιτική δράση. Σε αυτές αναφέρθηκε η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης Π.Σ. Α.Π.Θ Αθηνά Γιαννακού, και πιο συγκεκριμένα στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή, το 1919, για την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης. Όπως είπε το σχέδιο προέβλεπε μεγάλη οικοπεδοποίηση και υπήρχε κριτική από την αντιπολίτευση για να γίνει μεγαλύτερη κατάτμηση ώστε να πέσουν λίγο οι τιμές. «Είναι γνωστή η απάντηση που έδωσε τότε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στον Νικόλαο Γερμανό στη συζήτηση στη Βουλή: “Πρώτα ένας ιδιοκτήτης είχε ένα μαγαζάκι. Τώρα εκεί θα πάμε και θα κάνουμε έναν μαγάζαρο!». Βέβαια η ίδια άφησε ερωτήματα στο τέλος της ομιλίας της σχετικά με το πόσο τυχαία ήταν η επικράτηση μιας κανονιστικής πολεοδομίας που δεν έχει ουσιαστική αναδιανομή και τι απέγιναν οι παλιές πολιτικές θεωρήσεις του σχεδιασμού.

Στην περιοχή του ανατολικού ρήγματος εστίασε την ομιλία της η Δρ. Αρχιτέκτονας-Πολεοδόμος, διδάσκουσα Τμήματος Αρχιτεκτόνων και Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης Π.Σ. Α.Π.Θ. Αθηνά Βιτοπούλου. Στο πώς χτίστηκε εκεί σταδιακά το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, πόσο συνέβαλαν και οι Γερμανοί στην καταστροφή του Εβραϊκού νεκροταφείου, πώς κατοικήθηκε η συνοικία της Αγίας Φωτεινής από πρόσφυγες μετά το ’22 και πώς έγινε επί τρεις δεκαετίες η μεταφορά τους για να δοθεί ο χώρος για την κατασκευή της ΔΕΘ, αλλά και του Πανεπιστημίου, στις παραχωρήσεις εκτάσεων του στρατοπέδου Τσιρογιάννη που έγιναν για να χτιστεί το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και το Δημαρχείο, αλλά και στις ανταλλαγές γης που έγιναν για να χτιστούν τα κτήρια που βρίσκονται τώρα στην περιοχή. Ακόμη η κα Βιτοπούλου αναφέρθηκε και στο σχέδιο Καλατράβα για τη μετεγκατάσταση της ΔΕΘ το 2005 και στα σχέδια του ΟΡΘ για την κατασκευή ενός πολιτιστικού κέντρου στην περιοχή της ΔΕΘ.

Στα κύρια σημεία του σχεδίου Εμπράρ εστίασε ο Καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων Π.Σ. Α.Π.Θ. Νίκος Καλογήρου, λέγοντας πως:

-έγινε αναδασμός αστικής γης

-κοινωνική διαίρεση του χώρου της πόλης

-γεωμετρικό σύστημα χαράξεων

-δημιουργήθηκαν μνημεία

-μπήκε πολεοδομικός κανονισμός με τακτοποίηση οικοπέδων με υποχρεωτικές προσόψεις (Αριστοτέλους).

«Ουσιαστικά ήταν ένα σχέδιο οικοπεδοποίησης που οι διαγώνιοι συνδέουν μνημεία και αποσυμφορίζουν την κίνηση, υπάρχει εύκολος προσανατολισμός. Ο Εμπράρ έβαλε το κέντρο της πόλης στην περιοχή που ήταν η Αρχαία Ρωμαϊκή Αγορά, χωρίς να γνωρίζει τον πλούτο που υπήρχε κάτω από τη γη. Ήταν όμως και αρχαιολόγος και ορθά επέλεξε το συγκεκριμένο σημείο. Όσο για την Αριστοτέλους παραμένει ενδιαφέροντας άξονας ακόμη και σήμερα. Η Εγνατία ήταν ο κύριος δρόμος και εκεί πρέπει να γίνουν παρεμβάσεις μετά την ολοκλήρωση του Μετρό», ανέφερε ο κ. Καλογήρου και έθεσε στους παρευρισκόμενους ερωτήματα για προβληματισμό. «Το 1917 μετά την πυρκαγιά σχεδιάστηκε εκ νέου η πόλη, το 1945 γίνονταν συζητήσεις για το Πανεπιστήμιο. Σήμερα ακούγοντας αυτά που λέγονται από τους σοσιαλδημοκράτες, τους κομμουνιστές ή τους δεξιούς πιστεύετε ότι θα είχαν την πρόθεση να σχεδιάσουν κάτι; Ακόμη και ό,τι έχει μείνει (πεζοδρόμια) τα παραχωρούμε εκεί που δεν πρέπει. Η πόλη κινείται, αλλάζει και χρειάζεται ριζικές επεμβάσεις», κατέληξε ο κ. Καλογήρου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ