Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Χαλκιδική: Αυτές είναι οι 8+1 αρχαίες τοποθεσίες που πρέπει να ανακαλύψεις

Μια ματιά στην ιστορία σημαντικών ευρημάτων του νομού

Μπορεί σαν την Χαλκιδική να μην έχει, όπως λένε για τις παραλίες της, όμως η Χαλκιδική έχει και την δική της ιστορία που χάνεται στα βάθη των αιώνων...

Το «ΤyposThes», σας παρουσιάζει μερικούς από τους Αρχαιολογικούς της θησαυρούς που μπορείτε να ανακαλύψετε ενώ μάλιστα ορισμένοι εξ αυτών δεν απέχουν μονάχα λίγα μέτρα από τις διάσημες παραλίες του νομού.

Πύργος Χαλκιδικής

Ο πύργος Χαλκιδικής υπάρχει εκεί από τον 12 αιώνα και είναι ο μεγαλύτερος και καλύτερα σωζόμενος πύργος του νομού. Το συγκρότημα αποτελούν ο βυζαντινός πύργος, ο μικρός οχυρός περίβολος και ο αρσανάς του 1865.

Ανήκε στο μετόχι Προσφόριον (σημερινή Ουρανούπολη) του οποίου τον αρχικό πυρήνα κατείχε η μονή Βατοπεδίου ήδη το 1018.

Το κτίριο έχει να επιδείξει τουλάχιστον τρεις κύριες οικοδομικές - ιστορικές φάσεις. Η πρώτη, η βυζαντινή (11ος -12ος αιώνας), περιλαμβάνει το κάτω, πετρόκτιστο τμήμα, χωρίς τους δύο ορόφους. Σε επόμενη φάση, η οποία τοποθετείται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και πιθανότατα μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1585, κτίστηκαν ακόμα τρεις όροφοι, από τους οποίους σώζονται σήμερα οι δύο. Η τρίτη φάση περιλαμβάνει την εσωτερική ξυλεπένδυση του κτιρίου και τη στέγη που διασώζεται μέχρι σήμερα και συμπεριλήφθηκε στα έργα ανακατασκευής τα οποία ολοκληρώθηκαν το 1862. Ο εξωτερικός λοξός τοίχος αντιστήριξης (σκάρπα) προστέθηκε μετά την ανακατασκευή. Στην ανατολική πλευρά του πύργου είναι προσκολλημένος ο μπαρμπακάς, δηλαδή ο οχυρός περίβολος, ο οποίος φαίνεται να είναι προσθήκη της πρώιμης Τουρκοκρατίας με μεταγενέστερες επισκευές. Οι σύγχρονοι χώροι ενδιαίτησης και αποθήκευσης στο εσωτερικό του μπαρμπακά οριοθετήθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα. Βορειοδυτικά του πύργου βρίσκεται το κτίριο του αρσανά, που κτίστηκε το 1865 μαζί με μια αποβάθρα η οποία δεν υπάρχει σήμερα. Αποτελείται από τον ημιυπόγειο χώρο φύλαξης της βάρκας του μετοχίου, τους αποθηκευτικούς χώρους στο ημιανώγειο, και το ανώγειο με το χαγιάτι. Υπήρχαν κι άλλα κτίρια: αποθήκες, αχυρώνες, ελαιουργείο, πηγάδια. Σήμερα σώζεται μόνο το χαλκαδιό και το κολληγάδικο.

Ναός του Ποσειδώνα, Ποσείδι

2_41.jpg

Ο ναός, που αποτελεί το αρχαιότερο ιερό του Ποσειδώνα, βρίσκεται στο Ποσείδι, στην περιοχή που κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν αρχαία Μένδη. Ο ναός λειτουργούσε για περισσότερα από 1000 χρόνια, και υπάρχουν αναφορές σε αυτόν ακόμα από τον Θουκυδίδη και σε αγιορείτικα έγγραφα του 14ου αιώνα.

Πιθανότατα κτίστηκε από τους Ερετριείς, οι οποίοι αποίκησαν τη Μένδη και είχαν προστάτη τους τον Ποσειδώνα. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως τέσσερα μεγάλα κτίρια: τον κυρίως ναό, δύο κτίρια εκατέρωθεν του ναού και ένα αψιδωτό κτίσμα στο ανατολικό μέρος αυτού. Το τελευταίο, που είναι και το αρχαιότερο, χρονολογείται από την πρωτογεωμετρική περίοδο (11ος-10ος αι. π.Χ.). Το δάπεδό του είναι πήλινο και οι τοίχοι είναι από μεγάλες κροκάλες.

Τα υπόλοιπα κτίσματα χρονολογούνται από τον 7ο-6ο π.Χ. αι., ενώ ο κυρίως ναός από τον 5ο π.Χ. αι. Όλα τα κτίρια είχαν λατρευτικό χαρακτήρα και παντού υπάρχουν βωμοί για θυσίες και χώροι για ιερές τελετές. Το 1864 χτίστηκε στην άκρη του ακρωτηρίου και ένα φάρος που διασώζεται μέχρι και σήμερα.

Ιερό Άμμωνα Δία

3_28.jpg

Ένας από τους σημαντικότερους ναούς που έχουν εντοπιστεί στη Χαλκιδική, είναι αυτός του Άμμωνα Δία στην Καλλιθέα. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, κατά το 2ο μισό του 8ου πχ αιώνα ιδρύθηκε από τους Ευβοείς αποίκους της πόλης Άφυτις ιερό  του Διονύσου που λατρευόταν μαζί με τις Νύμφες στο σπήλαιο κάτω από το βράχο, στη νοτιοδυτική πλευρά του χώρου. Η λατρεία στο σπήλαιο, όπου οι πιστοί έφθαναν με λαξευτή κλίμακα, συνεχίστηκε και κατά τους επόμενους αιώνες, μέχρι τον 2ο αιώνα μ.χ. Στο βόρειο τμήμα του χώρου, ιδρύθηκε προς το τέλος του 5ου αι. π.Χ. ιερό του αιγυπτιακής προέλευσης θεού Άμμωνα Δία, και κατά τον 4ο αιώνα πΧ, κτίστηκε δίπλα στο βωμό περίπτερος ναός δωρικού ρυθμού, τη στέγη του οποίου διακοσμούσαν πήλινες κεραμώσεις, ανάγλυφες και έγχρωμες. Κατά τον 1ο – 2ο αιώνα μ.Χ., ο ναός μετασκευάστηκε και με το υλικό του κτίστηκαν στη νότια στενή πλευρά του δύο βαθμιδωτές κατασκευές (κερκίδες) ενώ μεταξύ τους, επάνω στον παλαιότερο βωμό, κατασκευάστηκε άλλος μικρός βωμίσκος. Στον υπαίθριο αυτό χώρο, καθισμένοι οι πιστοί πρέπει να παρακολουθούσαν κάποια δρώμενα. Η ρωμαϊκή φάση του ναού διήρκησε μέχρι την εποχή των διαδόχων του Μεγάλου Κωνσταντίνου, οπότε πρέπει να καταστράφηκε οριστικά.

Τούμπα – Άγιος Μάμας

4_16.jpg

Τούμπα που κατοικήθηκε από το τέλος της Nεολιθικής περιόδου έως και την Eποχή του Σιδήρου σε αλλεπάλληλα στρώματα. Πρόκειται για μία από τις πιο σημαντικές προϊστορικές θέσεις της Χαλκιδικής από άποψη διάρκειας κατοίκησης και μεγέθους.

Στα δυτικά της τούμπας εντοπίστηκε οργανωμένο νεκροταφείο της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, το παλαιότερο νεκροταφείο που έχει βρεθεί στη Μακεδονία.

Ανασκάφτηκε με μικρές διερευνητικές τομές το 1928 από τον άγγλο αρχαιολόγο W.A. Heurtley, ενώ από το 1993 ξεκίνησε νέα ανασκαφή συστηματική από τη Γερμανική Αρχαιολογική Σχολή, υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Dr B.Haensel.

Αρχαία Στάγειρα

5_15.jpg

Τα Αρχαία Στάγειρα βρίσκονται περί τα 500 μέτρα ΝΑ του σημερινού οικισμού της Ολυμπιάδας, πάνω σε μια μικρή, ορεινή και όμορφη χερσόνησο που ονομάζεται “Λιοτόπι”. Η πόλη καταλάμβανε και τους δύο λόφους αυτής της χερσονήσου, τον παραθαλάσσιο δηλ. Βόρειο κι ένα μεγαλύτερο Νότιο, που χωρίζονται μεταξύ τους με χαμηλό αυχένα.

Η θέση της πόλης που είναι σε όλους γνωστή ως η πατρίδα του Αριστοτέλη, ταυτίζεται με βεβαιότητα τόσο από τις αναφορές των αρχαίων συγγραφέων, όσο και από τις έρευνες σύγχρονων μελετητών.

Οι αρχαίες μαρτυρίες είναι σαφείς: Δίνουν την απόσταση της πόλης από την αρχαία Άκανθο νοτιότερα, αναφέρουν ότι αυτή ήταν παραθαλάσσια και, το σημαντικότερο, τις περισσότερες φορές μιλούν για ένα μικρό νησάκι απέναντι από τα Στάγειρα, που έφερε το όνομα “Κάπρος”. (Το ίδιο όνομα παραδίδεται και για το λιμάνι της αρχαίας πόλης, που πιθανότατα ταυτίζεται με τον κόλπο της Ολυμπιάδας, ενώ και τα νομίσματα των Σταγείρων έφεραν παράσταση κάπρου). Το μοναδικό πράγματι νησάκι που υπάρχει στην περιοχή είναι ο σημερινός “Καυκανάς”, που απέχει μόλις 1,5 μίλι από την αρχαία πόλη. Σήμερα είναι ακατοίκητο και μαζεύει όλους τους γλάρους της περιοχής, από τα ερείπια όμως που υπάρχουν εκεί, φαίνεται ότι είχε κατοικηθεί από τα κλασικά μέχρι και τα μεσοβυζαντινά χρόνια. Πιο χαρακτηριστικά από τα ερείπια αυτά είναι δύο μεγάλες υδατοδεξαμενές κι ένα οικοδόμημα των βυζαντινών χρόνων που βρίσκονται στο δυτικό άκρο του νησιού.

Ιστορικά στοιχεία

Η πόλη ιδρύθηκε το 655 π.Χ., από Ίωνες αποίκους της νήσου Άνδρου, ενώ λίγο αργότερο έφθασαν άποικοι και από τη Χαλκίδα. Μετά τους περσικούς πολέμους έγιναν και τα Στάγιρα μέρος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας συνεισφέροντας στο κοινό ταμείο. Κατά τον Πελοποννησιακό όμως πόλεμο και συγκεκριμένα το 424 π.Χ., η πόλη αποστάτησε από τους Αθηναίους και συμμάχησε με τους Σπαρτιάτες. Το γεγονός εξόργισε τους Αθηναίους, οι οποίοι και έσπευσαν να πολιορκήσουν την πόλη, δίχως όμως αποτέλεσμα. Αργότερα όμως τα Στάγειρα προχώρησαν στο Κοινό των Χαλκιδέων, στην συνομοσπονδία δηλαδή όλων των πόλεων της Χαλκιδικής που είχε έδρα την Όλυνθο. Το 349 π.Χ. η πόλη πολιορκήθηκε και στη συνέχεια υπέκυψε στο βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο το Β΄, ο οποίος και την κατέστρεψε ολοσχερώς, για να την επανιδρύσει όμως σε λίγα χρόνια αργότερα ο ίδιος, προς τιμήν του Αριστοτέλη. Φαίνεται όμως ότι η καταστροφή αυτή από το Φίλιππο σηματοδότησε ήδη την αρχή της παρακμής της πόλης, η οποία άρχισε να φθίνει συνεχώς.

Έτσι, ο γεωγράφος Στράβων, που έζησε στα χρόνια του Χριστού, σημειώνει ότι στην εποχή του τα Στάγειρα ήταν ήδη ερημωμένα. Χίλια περίπου χρόνια αργότερα, αναφέρεται η ύπαρξη, στην ίδια θέση, ενός μικρού μεσαιωνικού κάστρου, που έφερε το όνομα “Λιβασδιάς” και αργότερα “Λιψάσδα”.

Στο κάστρο αυτό ανήκουν προφανώς τα λίγα κτίσματα στην κορυφή του Βόρειου Λόφου, καθώς και το βυζαντινό τείχος που φράσσει, στην αρχή του, τον ίδιο λόφο.

Μας παραδόθηκε και η πληροφορία ότι, στα κλασσικά χρόνια, τα Στάγειρα έφεραν και το όνομα Ορθαγορία, άποψη όμως που είναι εσφαλμένη, κυρίως επειδή πόλη με αυτό το όνομα υπήρχε κοντά στη Μαρώνεια της Θράκης.

Αρχαία Ποτίδαια

6_13.jpg

Η Ποτίδαια ιδρύθηκε γύρω στα 600 π.Χ. από Κορίνθιους αποίκους. Στους Περσικούς Πολέμους έπαιξε σημαντικό ρόλο, ενώ η αποστασία της το 432-31 π.Χ. από την Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία αποτέλεσε μία από τις αφορμές του Πελοποννησιακού Πολέμου.

Ακολούθησαν αλλεπάλληλες καταλήψεις από τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες και η τελική ερήμωσή της το 356 π.Χ. από το Φίλιππο Β’. Το 316-15 π.Χ. ο Κάσσανδρος ιδρύει στην ίδια θέση μια νέα πόλη, την Κασσάνδρεια, που ανθεί σε όλη την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.

Από ένα πλήθος σωστικών ανασκαφών, που διενεργεί η ΙΣΤ’ Ε.Π.Κ.Α., αποκαλύφθηκαν αρχαϊκά στρώματα με αξιόλογη κεραμική και οικοδομικά λείψανα καθώς και κλασικής εποχής τάφοι Αθηναίων κληρούχων.

Από την ελληνιστική και ρωμαϊκή Κασσάνδρεια σώζονται τμήματα της οχύρωσης, του οικοδομικού ιστού και των νεκροταφείων, με σημαντικότερο πρόσφατο εύρημα μονοθάλαμο μακεδονικό τάφο.

Αρχαία Όλυνθος

7_6.jpg

Η Όλυνθος, για έναν αιώνα, υπήρξε η σπουδαιότερη πόλη της Χαλκιδικής. Η κτίση της χάνεται στα μυθικά χρόνια. Από αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι στη θέση της πόλης υπήρχε ένας αξιόλογος προϊστορικός οικισμός, του οποίου συνέχεια υπήρξε η πόλη των κλασικών χρόνων.

Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Όλυνθος ήταν γιος του βασιλιά της Θράκης Στρυμόνα και σκοτώθηκε σε κυνήγι λιονταριού. Μετά το θάνατό του ο αδελφός του Βράγγας έκτισε προς τιμή του την Όλυνθο. Κατά μια άλλη εκδοχή ο Όλυνθος ήταν γιος του Ηρακλή. Συγκεκριμένες μαρτυρίες για την πόλη έχουμε από τον 7ο π.Χ. αι., όταν την κατέλαβαν οι Βοττιείς.

Ιερό στα Νέα Ρόδα

8_4.jpg

Το ιερό έχει διάρκεια ζωής από την όψιμη αρχαϊκή ως και την ελληνιστική εποχή και η ιστορία του συνδέεται με δύο αρχαίες πόλεις της περιοχής, τη Σάνη, αποικία των Ανδρίων και την Ουρανούπολη την πόλη που ίδρυσε το 315 π.Χ ο Αλέξαρχος, αδελφός του βασιλιά της Μακεδονίας Κασσάνδρου.

Στα τέλη του 6ου αι. π.Χ ο Αλέξαρχος οι κάτοικοι της Σάνης ίδρυσαν το ιερό εκτός των τειχών της πόλης και έκτισαν τον οίκο εν παραστάσει. Στα τέλη του 4ου αι. π.Χ ο Αλέξαρχος ιδρύει την Ουρανούπολη και εντάσσει το ιερό στη νέα πόλη. Στο οικοδομικό του πρόγραμμα συγκαταλέγονται μνημειακές κατασκευές, ο ελληνιστικός ναός, η επισκευή του αρχαϊκού οίκου κ ά. Το ιερό εγκαταλείφθηκε τον 3ο αι. π.Χ.

Η αρχαιολογική έρευνα ξεκίνησε το 1990 όταν κατά τη διάρκεια αυτοψίας βρέθηκε ένα υστεροαρχαϊκό ανθεμωτό ακροκέραμο και ένα οκταεδρικό αγγείο. Το 1990 στη διάρκεια δοκιμαστικών τομών εντοπίστηκαν τμήματα του αρχαϊκού οίκου και του ελληνιστικού ναού. Το 1992-3, ανασκάφηκε ο οίκος, ενώ την ίδια χρονιά ξεκίνησε και η ανασκαφή του ναού που συνεχίστηκε και το 1994. Το 1995 η ανασκαφή χαρακτηρίστηκε συστηματική και το 1996 ξεκίνησε η ανασκαφή του συγκροτήματος των ελληνιστικών κτιρίων νότια του ναού.

Τα σημαντικότερα κτίσματα είναι: Αρχαϊκός “οίκος” που αποτελείται από σηκό και πρόναο εν παραστάσι. Υψώνεται πάνω σε πόδιο από γρανίτη (1μ. ύψος) και έχει ασβεστολιθικούς τοίχους των οποίων το εξωτερικό μέτωπο διακοσμείται με κυψελωτό θέμα.

Το πιο ενδιαφέρον εύρημα του κτιρίου ήταν οι πήλινες κορινθιακές κεραμίδες της στέγης και τα ακρωτήρια. Ελληνιστικός ναός. Αποτελείται από πρόναο με πρόσταση και σηκό με τρεις εισόδους, κτιστό θρανίο κατά μήκος του ανατολικού του τοίχου, τράπεζα για αναίμακτες προσφορές και περίπου στο κέντρο λιθοσωρό με ίχνη καύσης. Στον πρόναο βρέθηκε μαρμάρινη κεφαλή Ηλίου και μαρμάρινο κεφάλι κοριτσιού.

Αρχαία Μένδη

9_1.jpg

Η αρχαία Μένδη αναφέρεται από τον Θουκυδίδη σαν αποικία της Ερέτριας η οποία ιδρύθηκε στην Παλλήνη, την δυτικότερη χερσόνησο της Χαλκιδικής. Η χρονολογία ίδρυσής της δεν μας παραδίδεται, η παρουσία των Ερετριέων και Χαλκιδέων ωστόσο στον βόρειο Ελλαδικό χώρο ανάγεται γενικά στo πλαίσιο του Β’ αποικισμού, τον 8ο αι. π.Χ..

Η πόλη οφείλει το όνομά της στο αρωματικό φυτό μίνθη, ένα είδος μέντας, που φύεται ακόμη στην περιοχή. Η μεγάλη οικονομική της άνθηση, ήδη από τις αρχές του 6ου αι., επιβεβαιώνεται από την μεγάλη κυκλοφορία των νομισμάτων της και οφείλεται κυρίως στις εξαγωγές του περίφημου “Μενδαίου οίνου”.

Η Μένδη υπήρξε και ο τόπος καταγωγής του γνωστού γλύπτη του 5ου αι. Παιώνιου, ο οποίος φιλοτέχνησε και το άγαλμα της Νίκης στην Ολυμπία. Η πόλη στον 5ο αι. ήταν από τους οικονομικά ισχυρότερους συμμάχους της Αθήνας, αποστάτησε ωστόσο στην διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.), γεγονός που προκάλεσε την πολιορκία και λεηλασία της από τους Αθηναίους.

Στα μέσα του 4ου αι. η πόλη καταλαμβάνεται από τον Φίλιππο Β’ και σταδιακά παρακμάζει. Η θέση της αρχαίας πόλης στην περιοχή της Κοινότητας Καλάνδρας ταυτίστηκε από τον Leake τον 19ο αι., και επιβεβαιώνεται από τοπογραφικά στοιχεία των Θουκυδίδη και Λίβιου, την επιβίωση του τοπωνυμίου “Ποσείδι” στο γειτονικό ακρωτήρι, αλλά και από τα ανασκαφικά στοιχεία.

Συστηματική ανασκαφική έρευνα στην αρχαία Μένδη διενεργήθηκε από το 1986-1994, από την ΙΣΤ’Εφορεία Προϊστορικών & Κλασσικών Αρχαιοτήτων υπό την εποπτεία της Ιουλίας Βοκοτοπούλου. Ο κυρίως αρχαιολογικός χώρος, εκτάσης 1200 Χ 600 μ., εντοπίζεται στο επίπεδο πλάτωμα και τις πλαγιές ενός πευκόφυτου λόφου ο οποίος καταλήγει ομαλά προς την θάλασσα.

Με πληροφορίες από το διαδίκτυο

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ