Νέα έκθεση με την οποία προειδοποιεί ότι η υπερκατανάλωση άλατος κοστίζει πρόωρα τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων κάθε χρόνο, έδωσε πριν από λίγες ημέρες στη δημοσιότητα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.). Πώς μπορούμε όμως να ξέρουμε αν τρώμε πολύ αλάτι; Γιατί είναι επικίνδυνο; Και πώς μπορούμε να το μειώσουμε χωρίς να γίνει άνοστο το φαγητό μας;
«Το πολύ αλάτι είναι ο σημαντικότερος διατροφικός παράγοντας κινδύνου για την υγεία», λέει ο Dr. Francesco Branca, διευθυντής στο Τμήμα Διατροφής για Υγεία & Ανάπτυξη του Π.Ο.Υ. «Μακροπρόθεσμα οδηγεί στην υπέρταση, που αποτελεί κύρια αιτία για εγκεφαλικά, εμφράγματα και πρόωρο θάνατο. Ένας στους τέσσερις ενήλικες σε όλο τον κόσμο πάσχει από υπέρταση. Και 2 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν ετησίως από το πολύ αλάτι».
Δυστυχώς, η υπερκατανάλωσή του είναι ο κανόνας, ειδικά στη Δύση. Ο Π.Ο.Υ. συνιστά να μην υπερβαίνουμε τα 5 γραμμάρια ημερησίως (αντιστοιχούν σε περίπου 2.000 mg νάτριο). Η ποσότητα αυτή όμως είναι σχεδόν η μισή από εκείνη που στην πραγματικότητα καταναλώνουν οι ενήλικες.
Από που προέρχεται
«Αλάτι προσλαμβάνουμε από το φαγητό που μαγειρεύουμε στο σπίτι και τρώγοντας έτοιμα τρόφιμα του εμπορίου», εξηγεί ο Dr. Branca. «Σε πολλές χώρες υψηλού εισοδήματος, η μεγαλύτερη ποσότητα προέρχεται από τα τρόφιμα του εμπορίου».
Στην πραγματικότητα, ποσοστό έως και 80% της ποσότητας που καθημερινά καταναλώνουμε προέρχεται από έτοιμα τρόφιμα, όπως:
- Το ψωμί, τα προϊόντα άρτου και τα δημητριακά
- Τα τυριά
- Το επεξεργασμένο κρέας
- Τα αλμυρά σνακ
- Τα έτοιμα φαγητά
Ο γενικός κανόνας είναι πως το φαγητό που φτιάχνουμε στο σπίτι περιέχει λιγότερο αλάτι απ’ ό,τι, π.χ., το φαγητό που τρώμε σε ένα εστιατόριο. Πολλά έτοιμα τρόφιμα, δε, περιέχουν υπερβολικά πολύ αλάτι. Ένα σακουλάκι πατατάκια των 150 γρ., λ.χ., περιέχει το μισό από το αλάτι που πρέπει να τρώμε καθημερινά, αναφέρει ο Dr. Branca. «Υπάρχει ακόμα και σε καρυκεύματα που προσθέτουμε στο φαγητό», προσθέτει.
Τι μπορούμε να κάνουμε
Ο αξιωματούχος του Π.Ο.Υ. επισημαίνει ότι η καλύτερη λύση είναι να μειώνουμε σταδιακά το αλάτι στη διατροφή μας, ώστε να προσαρμόζεται η γεύση μας. Θα χρειασθούν λίγες εβδομάδες, αλλά τελικά θα μπορέσουμε να φέρουμε την πρόσληψη στα επιθυμητά επίπεδα.
«Ο μέσος ενήλικας πρέπει να μειώσει το αλάτι κατά το ένα τρίτο έως κατά το ήμισυ», λέει ο Dr. Branca. «Μπορεί να αρχίσει από το αλάτι που χρησιμοποιεί κατά το μαγείρεμα. Μία καλή ιδέα είναι να το μειώνει προοδευτικά, αντικαθιστώντας το με περισσότερα μπαχαρικά, μυρωδικά ή χυμό λεμονιού».
Μπορούμε επίσης να αρχίσουμε να επιλέγουμε τρόφιμα με χαμηλότερη περιεκτικότητα σε νάτριο, συγκρίνοντας τις ποσότητες που αναγράφονται στις συσκευασίες τους. Στο εμπόριο διατίθενται επίσης προϊόντα που αναγράφουν ευκρινώς ότι περιέχουν λιγότερο αλάτι.
«Μπορούμε επίσης να κάνουμε ριζικές αλλαγές στη διατροφή μας. Αν λ.χ. αντί για αλμυρά σνακ αρχίσει κάποιος να τρώει φρούτα, θα έχει μειώσει δραστικά την πρόσληψη άλατος. Επιπλέον, πολλά φρούτα και λαχανικά περιέχουν άφθονο κάλιο. Το κάλιο είναι ένα ιχνοστοιχείο που προστατεύει από την υπέρταση και ωφελεί τις αρτηρίες», προσθέτει ο ειδικός.
Ωστόσο απαιτούνται και μέτρα σε επίπεδο κυβερνήσεων, τονίζει. «Πρέπει να δοθεί έμφαση στην προσφορά προϊόντων με λιγότερο αλάτι, τόσο στο εμπόριο όσο και στα σχολεία, ώστε μακροπρόθεσμα να μειωθεί ο κίνδυνος υπέρτασης και να σωθούν εκατομμύρια ζωές», καταλήγει.
Πηγή: iatropedia