*Γράφει ο Δρ Θεόδωρος Αντ. Λοϊζίδης | Ειδικός Φυσικής και Ιατρικής Αποκατάστασης | Μέλος του Ευρωπαϊκού Κολλεγίου Φυσιάτρων
Το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΑΕΕ) είναι η βλάβη που προκαλείται όταν η παροχή του αίματος σε μία περιοχή του εγκεφάλου σταματήσει, οπότε τα κύτταρα που δεν παίρνουν οξυγόνο πεθαίνουν. Από τα ΑΕΕ το 80% είναι ισχαιμικά, τα οποία προκύπτουν από αθηρωματική στένωση των μεγάλων αγγείων προς τον εγκέφαλο ή των μικρών αγγείων εντός του εγκεφάλου. Τα αιμορραγικά ΑΕΕ (20%), συνήθως, προκαλούνται από ρήξη ενός ανευρύσματος των ενδοκρανιακών αγγείων ή ρήξη ενός μικρού ενδοεγκεφαλικού αγγείου.
Ένα ΑΕΕ μπορεί να είναι ελαφρύ ή πολύ σοβαρό και τα αποτελέσματά του είναι προσωρινά ή και μόνιμα. Τα αγγειακά εγκεφαλικά αποτελούν την τρίτη αιτία θανάτων στις αναπτυγμένες χώρες μετά τον καρκίνο και τα καρδιακά νοσήματα. Οι ασθενείς με ΑΕΕ εμφανίζουν σημαντικά προβλήματα, άμεσα και απώτερα. Στην αρχή οι ασθενείς αντιμετωπίζουν ακράτεια ούρων ή κοπράνων, δυσκαταποσία, αναπνευστικές λοιμώξεις και ουρολοιμώξεις. Στη συνέχεια, τα άτομα αυτά αντιμετωπίζουν προβλήματα στην κινητικότητα, δυσκολία στην καθημερινή υγιεινή και συμπτώματα πόνου τα οποία συνοδεύονται από συναισθηματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις, οι οποίες περιορίζουν τους κοινωνικούς ρόλους και τις δραστηριότητές τους. Ένα σημαντικό ποσοστό θα εμφανίσει κατάθλιψη, ενώ οι μισοί θα οδηγηθούν σε κοινωνική απομόνωση.
Η σπαστικότητα είναι μία διαταραχή του νευρικού συστήματος που συνήθως προκαλείται από αγγειακό εγκεφαλικό ή άλλες καταστάσεις που επηρεάζουν τον εγκέφαλο, όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, η εγκεφαλική παράλυση, η κάκωση νωτιαίου μυελού. Αυτή η διαταραχή επηρεάζει τον έλεγχο των μυών και μπορεί να οδηγήσει σε ακούσιες συσπάσεις, αυξημένο μυϊκό τόνο και δυσκολίες στον έλεγχο της κίνησης. Η αύξηση του μυϊκού τόνου είναι εξουθενωτική και προκαλεί συνεχείς και ορισμένες φορές πολύ ισχυρές συσπάσεις σε κατάσταση ηρεμίας. Εφόσον εγκατασταθεί μπορεί να προκαλεί εξαιρετικά έντονες και επώδυνες συσπάσεις, ακόμα και στο ελάχιστο ερέθισμα (όπως κάποιος ήχος). Η σπαστικότητα μπορεί να προκαλέσει διαταραχή της θέσης των οστών ή στρέβλωση αρθρώσεων, να διαταράξει τη δυνατότητα καθιστής και όρθιας θέσης του ασθενούς, να προκαλεί πόνους και αδυναμία κίνησης. Ο ασθενής στην αρχή έχει χαλαρό στάδιο και τα ημίπληκτα άκρα είναι χαλαρά, αλλά σταδιακά εμφανίζεται η σπαστικότητα που παίρνει διαφορετικές μορφές ανάλογα με το στάδιο της επούλωσης (καμπτικό ή εκτατικό πρότυπο).
Οι επιλογές της θεραπείας, σήμερα, είναι αρκετές και αυτό υποδεικνύει ότι είναι δυσεπίλυτο πρόβλημα στην αποκατάσταση των ασθενών. Ιατρικοί σύλλογοι ή εταιρείες έχουν δημοσιεύσει την προσέγγισή τους στο δύσκολο αυτό πρόβλημα. Οι ακόλουθες θεραπείες έχει αποδειχθεί ότι ανακουφίζουν αποτελεσματικά τα συμπτώματα και βελτιώνουν την ποιότητα της καθημερινής ζωής.
Η αντιμετώπιση της σπαστικότητας γίνεται αρχικά με φυσιοθεραπεία και μακροχρόνιες διατάσεις ως και χρήση ναρθηκών ηρεμίας. Επίσης, θέσεις αναχαίτισης στο κρεβάτι και στην καθιστή θέση (positioning) ή και ασκήσεις. Η διάταση και η μυϊκή ενδυνάμωση αποτελούν σημαντικά στοιχεία κάθε θεραπευτικού προγράμματος για την αύξηση του εύρους κίνησης και την ενδυνάμωση των μυών με στόχο την αποτελεσματική σύσπαση. Η φυσικοθεραπεία συμβάλλει σημαντικά στη διαχείριση της σπαστικότητας. Η Bobath και η PNF αποτελούν κλασσικές τεχνικές για τη διαχείριση της σπαστικότητας.
Εφόσον η σπαστικότητα συνεχίσει να προκαλεί προβλήματα, η επόμενη επιλογή είναι η φαρμακευτική αγωγή από το στόμα. Η φαρμακευτική αγωγή στοχεύει σε αναστολή της απελευθέρωσης των νευροδιαβιβαστών που είναι υπεύθυνοι για τις μυϊκές συσπάσεις. Βασικό πρόβλημα της από του στόματος λήψης φαρμάκων είναι οι παρενέργειες που μπορεί να προκαλούν όσο και οι ανεπιθύμητες ενέργειες. Η φαρμακευτική παρέμβαση για την σπαστικότητα μπορεί να είναι συστηματική ή τοπική, ανάλογα με το πρότυπο της σπαστικότητας και τις προτεραιότητες που τίθενται από τον ιατρό και τον ασθενή.
Στοχευμένη έγχυση αλλαντικής τοξίνης σε μύες-κλειδιά, ώστε να μειωθεί η ένταση της σύσπασης αποτελεί σημαντική επιλογή αντιμετώπισης της σπαστικότητας. Η έγχυση γίνεται με καθοδήγηση από ηλεκτρομυογράφο και υπερηχογράφο. Με την καθοδήγηση υπερήχου βρίσκουμε τον μυ και με το ηλεκτρομυογράφο βρίσκουμε ότι ο συγκεκριμένος μυς εμφανίζει σπαστικότητα και χρήζει θεραπείας. Πριν την έγχυση, αλλά σίγουρα μετά θα πρέπει να εφαρμοστεί πρόγραμμα αποκατάστασης με φυσιοθεραπεία και εργοθεραπεία ώστε να αξιοποιήσει στο έπακρο ο ασθενής τη μείωση της σπαστικότητας. Σημαντικό είναι ο ασθενής να ενσωματώσει λειτουργίες στην καθημερινότητά του, που πριν ήταν αδύνατες ή πολύ δύσκολες. Επανάληψη της έγχυσης γίνεται το νωρίτερο σε τρεις μήνες.
Εφόσον η σπαστικότητα συνεχίζει να δημιουργεί προβλήματα στον ασθενή, και η φαρμακευτική αγωγή, η φυσιοθεραπεία και η τοποθέτηση του ασθενούς σε θέσεις που αναχαιτίζει τη σπαστικότητα δεν αρκούν, τότε η επόμενη επιλογή είναι η τοποθέτηση αντλίας συνεχούς έγχυσης φαρμάκου στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
Η αντιμετώπιση της σπαστικότητας αποτελεί δυσεπίλυτο πρόβλημα για τους ασθενείς με ΑΕΕ. Ο γιατρός θα πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα στα θετικά και στα αρνητικά αποτελέσματα της σπαστικότητας. Στην προσπάθεια αυτή θα πρέπει να συμμετέχει ο ασθενής αλλά και συνολικά όλη η ομάδα αποκατάστασης. Η αποκατάσταση γίνεται από διεπιστημονική ομάδα που περιλαμβάνει όλες τις ειδικότητες που χρειάζονται για να εκπαιδεύσουν τον ασθενή ανάλογα με τα ελλείμματά του, όπως νοσηλευτές, φυσιοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, λογοθεραπευτές. Ο φυσίατρος συντονίζει την ομάδα αποκατάστασης ώστε να θέτει τους κατάλληλους στόχους και να βρίσκει τρόπους για να τους ολοκληρώνει. Η αποκατάσταση ξεκινά όταν κάθε μέλος της ομάδας κάνει την αρχική αξιολόγηση και καταγράφει τη λίστα προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο ασθενής.