Οι παλαιότερες μούμιες στον κόσμο, δημιουργήθηκαν από τον λαό Τσιντσόρο ο οποίος διατηρούσε τους νεκρούς γεμίζοντας τα σώματά τους με ίνες και άχυρο. Σε αντίθεση με τους Αιγύπτιους, οι Τσιντσόρο μουμιοποιούσαν όλους τους νεκρούς. Εκατοντάδες από αυτές τις μούμιες είναι ακόμη θαμμένες στις κοιλάδες της Χιλής όπου συχνά ξεθάβονται από τα κατασκευαστικά έργα.
Το πρόβλημα της αποσύνθεσης ξεκίνησε από τις μούμιες που ήταν προστατευμένες στο αρχαιολογικό μουσείο του Πανεπιστημίου του Ταραπάκα. Οι έφοροι του μουσείου παρατήρησαν ότι η αποσύνθεση γινόταν όλο και πιο έντονη την τελευταία δεκαετία. Έτσι, αποφάσισαν να φέρουν επιστήμονες από το Χάρβαρντ οι οποίοι διαπίστωσαν ότι η αιτία ήταν τα βακτήρια. Οι μούμιες όμως, επιβίωσαν ήδη για χιλιάδες χρόνια. Γιατί τα βακτήρια αποφάσισαν να κάνουν τώρα την εμφάνισή τους;
Η ομάδα πήρε δείγματα βακτηρίων από δέρμα μούμιας σε αποσύνθεση και μη, και τα ανέλυσε στο εργαστήριο. Σε περιβάλλον με υψηλότερα ποσοστά υγρασίας, το δέρμα με βακτήρια σάπιζε πιο γρήγορα, με την αποσύνθεση να γίνεται φανερή μέσα σε 21 μέρες, σύμφωνα με ανακοίνωση του Χάρβαρντ. Σε αυτό το σημείο έγινε και η αποκάλυψη: η υγρασία έχει αυξηθεί στην πόλη Αρίκα όπου είναι τοποθετημένο το αρχαιολογικό μουσείο.
Η ιδανική υγρασία για τις μούμιες φαίνεται πως είναι από 40 έως 60 τοις εκατό. Σε υψηλότερα ποσοστά σαπίζουν και σε χαμηλότερα οξειδώνονται. Η γνώση αυτή είναι χρήσιμη για ένα μουσείο που έχει τρόπους να ελέγξει το κλίμα μέσα σε εσωτερικό χώρο, αλλά οι αλλαγές στο κλίμα του περιβάλλοντος μπορεί να αποδειχτεί καταστροφική για τις εκατοντάδες μούμιες που είναι ακόμα θαμμένες στη γη. Επιβίωσαν για τόσο καιρό, αλλά μπορεί τελικά να μην επιβιώσουν από την υγρασία.