Ένας αρχαίος σκαραβαίος Φολκσβάγκεν πηγαίνει αγκομαχώντας στο δρόμο, μπρρρ, τσαφ-τσουφ, κρακ, μπαμ, γκρρρρ, γκρρρ. Ξαφνικά τον προσπερνάει μια τσίλικη Φερράρι σα σίφουνας. Παρακάτω τους πιάνει το φανάρι και σταματούν δίπλα-δίπλα. Κοιτάει ο οδηγός του Φολκσβάγκεν τη Φερράρι παραξενεμένος και την περιεργάζεται. Ανάβει πράσινο, ξεκινάει η Φερράρι βολίδα. Ξεκινάει και το Φολκσβάγκεν, μπρρρ, τσαφ-τσουφ, κρακ, μπαμ, γκρρρρ, γκρρρ, τους πιάνει το επόμενο φανάρι. Κοιτάει ο οδηγός του Φολκσβάγκεν τη Φερράρι παραξενεμένος και την περιεργάζεται. Ανάβει πράσινο, ξεκινάει πάλι η Φερράρι βολίδα. Ξεκινάει και το Φολκσβάγκεν, μπρρρ, τσαφ-τσουφ, κρακ, μπαμ, γκρρρρ, γκρρρ, τους πιάνει το επόμενο φανάρι. Όπως ήταν σταματημένοι, ρωτάει ο οδηγός του Φολκβάγκεν τον οδηγό της Φερράρι:
-Ρε φίλε, να σε ρωτήσω κάτι; Βγήκαν καλά αυτά τα αμάξια; Γιατί δε βλέπω να κυκλοφορούν πολλά!...
Η γυναίκα μου κάθισε δίπλα μου όπως έκανα ζάπινγκ.
-Τι έχει στην τηλεόραση; με ρώτησε.
Και έτσι άρχισε ο καυγάς...
«Παρόλο που ο κόσμος είναι γεμάτος πόνο, είναι επίσης γεμάτος και από το ξεπέρασμά του».
Helen Keller, 1880-1968, Αμερικανίδα συγγραφέας