Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Θεσσαλονίκη, η πόλη των αντιφάσεων

Η Θεσσαλονίκη καμιά φορά μοιάζει καταδικασμένη να παραμείνει δια βίου η πόλη των αντιφάσεων

Του Γιώργου Παπαδημητρίου

Είναι μια περίεργη περίπτωση η Θεσσαλονίκη, σχεδόν αυτοφυής και sui generis. Η οποία περίπτωση κάμποσες φορές, αν και όχι πολύ συχνά, είναι αρκετά ετεροκαθοριζόμενη, υποκύπτοντας σε χίλια μύρια στερεότυπα, είτε θετικά είτε αρνητικά, τα οποία απορρέουν από αλλού. Από την περίφημη «ερωτική πόλη» και την υποτιθέμενη ντρομπροσύνη και έξω καρδιά των κατοίκων έως τις υπερβολές για τη «φραπεδούπολη» που είναι τάχα μου χωριό, η Θεσσαλονίκη μοιάζει σταθερά αναγκασμένη να παλέψει με ταμπέλες αυταρέσκειας και προκατάληψης που την κρατούνε πίσω. Όχι δεν είμαστε ούτε οι πιο κιμπάρηδες, ούτε ο απόπατος της γης. Εξάλλου, οποιαδήποτε άποψη τείνει προς ένα ξεδιάντροπο τσουβάλιασμα περισσότερο τείνει προς τη μεταφυσική παρά προς τη λογική.

Η Θεσσαλονίκη έχει όντως βιώσει αμέτρητες αδικίες από όλους τους φορείς της κρατικής εξουσίας εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες, γεγονός που μας έχει φέρει σε ένα στάσιμο σημείο που μοιάζει με ψυχολογικός βάλτος. Διότι είναι πλέον αδύνατον να βρούμε ισορροπία ανάμεσα στα δικαιότατα παράπονα και στην εθιστική μεμψιμοιρία. Εξυπακούεται, φυσικά, πως ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα που συναντά κανείς στην πόλη είναι και το ατελείωτο αυτομαστίγωμα. Επιλέγουμε να επικεντρωθούμε μονάχα στα άσχημα, βγάζοντας συμπεράσματα και καταφεύγοντας σε γενικεύσεις που δεν βοηθούν να πάρουμε μπρος. Από την άλλη, δεν πρέπει να στρουθοκαμηλίζουμε με προσποιητή αδιαφορία απέναντι σε όλα τα κακώς κείμενα. Αναρωτιέται, όμως, κανείς, τα πράγματα μήπως θα μπορούσαν να είναι ακόμη χειρότερα για μια πόλη που έχει δει να σπαράζονται όλα τα σημεία αναφοράς της και οι μεγαλύτερες πλουτοπαραγωγικές πηγές;

Η Θεσσαλονίκη καμιά φορά μοιάζει καταδικασμένη να παραμείνει δια βίου η πόλη των αντιφάσεων. Με κατοίκους που φωνασκούν ψιθυριστά για όσα έχουν στερηθεί, αλλά παραμένουν αδιανόητα απαθείς απέναντι σε θέματα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ομαδική υστερία σε οποιαδήποτε πόλη, όπως πχ οι τριτοκοσμικές συγκοινωνίες. Εν ολίγοις, δεν νοείται να γκρινιάζουμε γενικώς και αορίστως και ακόμη και σήμερα να υπάρχουν άνθρωποι που να μην θεωρούν το μετρό απαραίτητο, που να μην είναι διατεθειμένοι να  αντιδράσουν απέναντι στη φρίκη του ΟΑΣΘ. Στην παρούσα φάση, φυσικά, κραυγαλέα αντίθεση συνιστά το γεγονός ότι ενώ η Pfizer επέλεξε να μεταφέρει κομμάτι από τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες στην πόλη μας, η Θεσσαλονίκη εξακολουθεί να παραμένει υψηλά στη λίστα με τους ανεμβολίαστους. Εννοείται, βέβαια, ότι οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το θέμα σε συγκριτική βάση. Σε σύγκριση με τη λαίλαπα της αποχής από το εμβόλιο σε Μακεδονία και Θράκη, τα πράγματα είναι σχετικά καλύτερα στη Θεσσαλονίκη, στην οποία ανέβηκαν εσχάτως -έστω και ασθμαίνοντας- τα ποσοστά των εμβολιασμένων.

Μέγιστη πληγή και άμεσα συσχετιζόμενη με τα παραπάνω είναι και η προσφιλής μας συνήθεια να θέλουμε να γκρεμίσουμε οτιδήποτε διαθέτει ελάχιστο κύρος στην πόλη μας, με τη δικαιολογία ότι δεν λειτουργεί όπως θα όφειλε, ότι εκφράζει μονάχα περασμένα μεγαλεία, ότι γενικώς δεν είμαστε για τίποτα και ας τα γκρεμίσουμε όλα. Τα δύο πανεπιστημιακά ιδρύματα της πόλης, που δέχονται τόση κριτική αυτή τη στιγμή, έχουν προσφέρει πολλά τόσο στην πόλη μας όσο και στη χώρα γενικότερα. Μέριμνα και στόχος μας πρέπει να είναι να τα αναβαθμίσουμε και όχι να διαφημίζουμε με τυμπανοκρουσίες κάθε άσχημη στιγμή τους. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τη ΔΕΘ. Ναι, μας ταλαιπωρεί, ναι, έχει μετατραπεί σε πασαρέλα παρωχολογίας, η λύση όμως δεν είναι να τη διαολοστείλουμε, αλλά αντιθέτως να την εξυψώσουμε στην παλιά της αίγλη.

Ναι, τα πράγματα πρέπει να βελτιωθούν, επομένως ας τα βελτιώσουμε. Για να το θέσουμε αλλιώς, ας κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας ώστε οι φιγούρες, οι εικόνες, τα ονόματα και οι ειδήσεις που θα εκφράζουν την πόλη μας να είναι η βράβευση επιστημόνων παγκόσμιου κύρους και όχι οι μεμονωμένες ασχήμιες. Για να προλάβουμε οποιονδήποτε καλοθελητή, δεν εννοούμε σε καμία περίπτωση ότι πρέπει να κάνουμε τα στραβά μάτια απέναντι στο οτιδήποτε. Την ίδια στιγμή, όμως, όποιος δεν καταλαβαίνει πως αυτό που αντανακλά μια πόλη συνδέεται άμεσα με το κλίμα που επιλέγει να καλλιεργήσει, είναι βαθιά γελασμένος. Καιρός, λοιπόν, να αφήσουμε τις αυτοκαταστροφικές αντιφάσεις και να διεκδικήσουμε αυτά που μας αναλογούν και μας αξίζουν και όχι να βρίσκουμε αποκούμπι για τη δυσαρέσκειά μας σε φωνές οπισθοδρόμησης, συντήρησης και μίσους. Για να κάνουμε και μια βόλτα στο παρελθόν, τη Θεσσαλονίκη δεν την εκφράζουν οι δολοφόνοι του Λαμπράκη, ούτε οι ψευτόμαγκες που χτύπησαν τον Μπουτάρη. Τη Θεσσαλονίκη οφείλουν να την εκφράζουν όλοι οι λαμπροί καλλιτέχνες που την κόσμησαν, όλοι οι άνθρωποι των επιστημών και των γραμμάτων που άφησαν το στίγμα τους.

Πώς και γιατί, όμως, φτάσαμε στο σημείο αυτής της παλινδρόμησης; Η απάντηση είναι τρομακτικά σύνθετη αν επιχειρήσει κανείς μια ιστορική προσέγγιση, αλλά και εξαιρετικά απλή αν αποπειραθεί να εντοπίσει τα πρωταρχικά αίτια. Η οικονομική αφαίμαξη, η στέρηση της πόλης από πηγές εισοδήματος, επενδύσεων, θέσεων εργασίας και παραγωγικότητας, η ατολμία των τοπικών αρχόντων εδώ και χρόνια να διεκδικήσουν κάτι περισσότερο από κούφιες γραφικότητες, όπως και η χρόνια αδιαφορία του κράτους για μια πόλη που δεν είναι ακριβώς επαρχία, αλλά όχι και η Αθήνα (με ό,τι συνεπάγεται για τον ελληνικό ψυχισμό το παγκόσμιο φαινόμενο του κατ’ αναλογία -παντός τύπου- όγκου της Αθήνας) έφεραν την κατάσταση στο τωρινό τέλμα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Φονικός καύσωνας στην Ταϊλάνδη: 52 βαθμοί στην Μπανγκόκ - Τουλάχιστον 30 νεκροί
Ο Απρίλιος θεωρείται ο πιο ζεστός και ξηρός μήνας στην Ταϊλάνδη, αλλά φέτος ο καύσωνας επιδεινώθηκε από το Ελ Νίνιο
Φονικός καύσωνας στην Ταϊλάνδη: 52 βαθμοί στην Μπανγκόκ - Τουλάχιστον 30 νεκροί