Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Όταν σπάνε οι καρδιές

Σαν σήμερα πριν 34 χρόνια ο Γκιούλα Λόραντ άφηνε την τελευταία του πνοή στον πάγκο του ΠΑΟΚ

Του Γιώργου Παπαδημητρίου

[email protected]

Είχα ξαναγράψει, αν θυμάμαι καλά πριν από τέσσερα χρόνια, γι’ αυτή τη γλυκιά και σκληρή ιστορία, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις δεν χωρεί κανένας φόβος επαναληψιμότητας. Οι όμορφες ιστορίες είναι για να λέγονται ξανά και ξανά, ώστε να μην μας μείνουν στα χέρια, να μην μαραθούν και πεθάνουν. Πρώτη φορά μου εξιστορήθηκαν κάποια από τα παρακάτω γεγονότα σε ηλικία επτά ή οκτώ ετών από τον παππού μου. Αντί να ακούω όμως εντυπωσιασμένος, για κάποιο λόγο επέδειξα μια σθεναρή καχυποψία, μια βαθιά αμφισβήτηση. Αρκετά χρόνια αργότερα, διαπίστωσα πως όχι μόνο τα γεγονότα αυτά υπήρξαν αληθινά, αλλά ότι η έλλειψη αφηγηματικής δεινότητας του παππού μου μάλλον αποστέρησε από την ιστορία αυτή μπόλικη από την αστερόσκονη που της αξίζει.

Ο Γκιούλα Λόραντ βρέθηκε, το 1949, κρατούμενος για οκτώ μήνες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης της κομμουνιστικής Ουγγαρίας, επειδή προσπάθησε να αυτομολήσει στη Δύση, προκειμένου να αγωνιστεί σε ομάδα της Ιταλίας. Από την κόλαση του στρατοπέδου τον γλύτωσε ο οραματιστής προπονητής Γκούσταβ Σέμπες, ο οποίος τον προόριζε για βασικό αμυντικό μέσο τόσο στη Χόβεντ όσο και στην Εθνική Ουγγαρίας. Ο Λόραντ γίνεται αναπόσπαστο μέλος της “Aranycsapat”, της επονομαζόμενης «Χρυσής Ομάδας» των Μαγυάρων, η οποία παραμένει αήττητη για 33 συναπτούς επίσημους αγώνες, κατακτά το Χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο στο Ελσίνκι το 1952 και σπάει το σερί της στον τελικό του Μουντιάλ δύο χρόνια αργότερα, στον πιο ύποπτο και σκοτεινό τελικό στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Αξίζει να αναφερθεί πως η ιστορία του Λόραντ και των υπόλοιπων κρατουμένων ποδοσφαιριστών ήταν η μία από τις δύο πηγές έμπνευσης για τον κολοσσιαίο σκηνοθέτη Τζον Χιούστον , ο οποίος γύρισε, το 1981, την ταινία «Η μεγάλη απόδραση των 11» (“Escape to Victory”), στην οποία μια ποδοσφαιρική ομάδα αιχμαλώτων πολέμου σχεδιάζει να αποδράσει στην ανάπαυλα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα εναντίον μιας ομάδας απαρτιζόμενης από στρατιώτες των Ναζί. Λίγο πριν την κρίσιμη στιγμή όμως, οι αιχμάλωτοι αποφασίζουν να ξαναβγούν στον αγωνιστικό χώρο και να διεκδικήσουν τη νίκη μέχρι τέλους. Στην ταινία, πέρα από τους Μάικλ Κέιν, Μαξ φον Ζίντοφ και Σιλβέστερ Σταλόνε, πρωταγωνιστούν και πολλοί ποδοσφαιρικοί αστέρες της εποχής, όπως οι Πελέ, Μπόμπι Μουρ, Οσβάλντο Αρντίλες κ.α. Η δε θρυλική φράση «Είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα παιχνίδι», που ξεστομίζει ο Μάικλ Κέιν,  είχε ειπωθεί από τον Γκούσταβ Σέμπες, όταν προσπαθούσε να πείσει τις ουγγρικές καθεστωτικές αρχές να απελευθερώσουν τους αιχμαλώτους ποδοσφαιριστές.

Το δεύτερο αληθινό γεγονός που ενέπνευσε τον Χιούστον ήταν το λεγόμενο “Death Match” του Κιέβου, εν μέσω Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταξύ της Start FC (αποτελούμενης από πρώην ποδοσφαιριστές της Δυναμό Κιέβου) και μιας επίλεκτης ομάδας από μέλη της ναζιστικής αεροπορίας. Μετά από πολλά ματς που προηγήθηκαν, τα οποία είχαν όλα λήξει υπέρ των Ουκρανών, δόθηκε σαφής οδηγία για μια ξεκάθαρη νίκη της επίλεκτης ομάδας των κατακτητών. Ενώ όμως το σκορ ήταν βάσει σχεδίου 3­1 υπέρ των επίδοξων νικητών, οι παίκτες της Start FC αποφάσισαν στο ημίχρονο να παίξουν κανονικά τον αγώνα. Τελικό σκορ 3­5, με τέσσερις παίκτες των νικητών να εκτελούνται και τους υπόλοιπους να στέλνονται στα κάτεργα…

Ας επιστρέψουμε όμως στον Γκιούλα Λόραντ και στον ερχομό του στην πόλη μας. Το καλοκαίρι του 1975, μετά από επίμονες διαπραγματεύσεις στις οποίες επιστρατεύτηκαν μέχρι και μετανάστες οπαδοί του ΠΑΟΚ στη Γερμανία, όπου εργαζόταν ως προπονητής ήδη για μια δεκαετία, ο Λόραντ πείθεται να έρθει στον ΠΑΟΚ. Η συνέχεια υπήρξε ένα ποδοσφαιρικό παραμύθι, από αυτά που γουστάρεις να βλέπεις σε κιτρινισμένες φωτογραφίες και τρεμάμενα τηλεοπτικά πλάνα. Στον πρώτο του επίσημο αγώνα, ο ΠΑΟΚ κερδίζει την μυθική Μπαρτσελόνα του Κρόιφ και του Νέεσκενς για τον πρώτο γύρο του κυπέλλου Ουέφα, ενώ στο τέλος της σεζόν, το άγιο δισκοπότηρο του πολυπόθητου πρωταθλήματος έχει έρθει για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη. Ο Λόραντ, καθ’ έξη καβγατζής και πνεύμα αντιλογίας, προτού καλά καλά κοπάσουν οι πανηγυρισμοί, μαλώνει αγρίως με τον τότε πρόεδρο Γιώργο Παντελάκη και αποχωρεί κυριολεκτικά εν μία νυκτί. Για τις επόμενες έξι σεζόν εργάζεται στις Άιντραχτ Φρανκφούρτης, Μπάγερν Μονάχου (!) και Σάλκε, προτού επιστρέψει στον ΠΑΟΚ το 1981, με σκοπό να οδηγήσει την ομάδα ξανά στους τίτλους.

Η μοίρα είχε όμως άλλα σχέδια. Μια μέρα σαν κι αυτή, στις 31 Μαΐου 1981, ο ΠΑΟΚ υποδέχεται στην Τούμπα τον Ολυμπιακό και πριν τη συμπλήρωση του δεκαλέπτου μία κεφαλιά του Κούδα βρίσκει στην εξωτερική πλευρά των διχτύων, με τους θεατές να αφήνουν ένα μακρόσυρτο «αααχχχ». Η κλισέ φράση ότι σε κάποιους αγώνες «σπάνε καρδιές» βρήκε δυστυχώς τραγική εφαρμογή εκείνο το μαγιάτικο μεσημέρι, καθώς η καρδιά του Γκιούλα έσκασε σαν μπαλόνι σε αυτή τη χαμένη ευκαιρία. Ο Λόραντ ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς στο χορτάρι της Τούμπας στα πόδια του αναπληρωματικού Βασίλη Βασιλάκου και διεκόμισθη άμεσα στο ΑΧΕΠΑ, όπου απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Το ματς συνεχίστηκε σε μία πένθιμη βουβαμάρα κι ο Βασιλάκος, που μπήκε ως αλλαγή, ξέσπασε σε γοερά κλάματα όταν πέτυχε το νικητήριο γκολ.

Ο Λόραντ δεν θα δίνει οδηγίες από τη γειτονιά των αγγέλων, ούτε θα προπονεί τη μικτή παραδείσου κι άλλες τέτοιες βλακείες. Ο Λόραντ έζησε μία έντονη και τρικυμιώδη ζωή και πέθανε με τρόπο αλησμόνητο και μοναδικό. Rest in Peace, coach.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Βαλτιμόρη: Γερανοί ξεκίνησαν να απομακρύνουν τα συντρίμμια της γέφυρας
Θα χρειαστεί πολύς χρόνος μέχρι να επαναλειτουργήσει το λιμάνι, που είναι το ένατο μεγαλύτερο των ΗΠΑ σε δραστηριότητα
Βαλτιμόρη: Γερανοί ξεκίνησαν να απομακρύνουν τα συντρίμμια της γέφυρας