Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Στο Άγιο Όρος με κοσμικό φρόνημα…

Η εμπειρία ενός ανθρώπου που λέει ότι πιστεύει, μα δεν εμπιστεύεται τον Θεό…

*Του Δημήτρη Κετικίδη | Από την έντυπη έκδοση «Τύπος Θεσσαλονίκης»

Κάθε φορά που είναι να επισκεφθώ το Άγιο Όρος, το συναίσθημα που με διακατέχει είναι λίγο περίεργο. Περιμένοντας το καράβι στην Ουρανούπολη, ένιωθα ότι πάω να συναντήσω το μεταφυσικό. Το διαφορετικό, ή τέλος πάντων κάτι μη κοσμικό, το τελείως έξω απ’ τα νερά της συντριπτικής πλειοψηφίας. Σε κάθε προσκύνημα, έχεις να μάθεις και κάτι διαφορετικό για τον ίδιο σου τον εαυτό. Αυτό ακριβώς μου συνέβη την περασμένη εβδομάδα στις 11 – 13 Μαρτίου.

Ιερά Μονή Ζωγράφου, και Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου, από μια μέρα σε κάθε Μοναστήρι. Το ότι αυτό το προσκύνημα θα ήταν λίγο διαφορετικό από τα άλλα, φάνηκε από την πρώτη κιόλας μέρα. Η αδελφότητα της Μονής Ζωγράφου αποτελείται από Βούλγαρους μοναχούς, πράγμα το οποίο δεν γνωρίζαμε όταν αποφασίσαμε να την επισκεφθούμε. Ελληνικά ελάχιστα και φυσικά «σπαστά» κι εμείς να προσπαθούμε να συνεννοηθούμε. Ο φίλος μου γράφει τα στοιχεία του στο βιβλίο των προσκυνητών, και ακούγεται η αυστηρή φωνή του αρχοντάρη να λέει «δεν το έκανες καλά, γραψ’ τα ξανά». Το «καταπίνει» και τα γράφει ξανά, παρόλο που ως άνθρωπος δεν έχει υπομονή στις έντονες παρατηρήσεις.

Αφού μπαίνουμε στο δωμάτιο ήρθε η ώρα της ξεκούρασης για το μεσημέρι. Το απόγευμα στην ακολουθία ήταν κάπως περίεργα, καθώς πρώτη φορά ήμουν σε εκκλησία και δεν καταλάβαινα κυριολεκτικά τίποτα, αφού έψελναν στα βουλγαρικά.

Στο Άγιο Όρος η κάθε Μονή έχει το δικό της τυπικό, το δικό της πρόγραμμα, ωστόσο σε όλες η πρώτη ακολουθία της ημέρας αρχίζει αρκετές ώρες πριν την ανατολή του ηλίου. «Σιγά μην ξυπνήσω μεσάνυχτα για να τους ακούω να ψέλνουν στα βουλγαρικά» είπα και δεν πήγα.

Κάπως έτσι, ξημέρωσε η δεύτερη μέρα η οποία ήταν πολύ πιο… αγχωτική αλλά και διδακτική, καθώς μου έδειξε πως δεν εμπιστεύομαι τον Θεό. Ο αέρας έντονος, είχε ήδη βγει απαγορευτικό για τα πλοία, και ακουγόταν ότι θα βγει και για τις επόμενες μέρες. Κάπου εκεί άρχισα να αγχώνομαι. «Πώς θα γυρίσουμε; Την Παρασκευή δουλεύω. Τι θα πω; Δεν γίνεται να μείνουμε εδώ» έλεγα συνέχεια και ένιωθα ότι έχω λίγη… ζωή στο άγχος μου εκείνη τη μέρα.

Αφού το πήραμε με τα πόδια για τη Μονή Κωνσταμονίτου και περπατήσαμε πάνω από μια ώρα - εννοείται ότι παραλίγο να χαθούμε -εν τέλει μας μάζεψε ένα φορτηγάκι που περνούσε τυχαία από τον δρόμο μας, και μας πήγε στο Μοναστήρι.

Σα να μην έφτανε το άγχος μου για την επιστροφή, τελείωνε και η μπαταρία στο κινητό, και οι πρίζες στη Μονή Κωνσταμονίτου είχαν πρόβλημα. Ευτυχώς γνώρισα έναν Μοναχό, φίλο του φίλου μου με… power bank ο οποίος κυριολεκτικά με έσωσε. Αφού μας ενημέρωσε ότι την επόμενη μέρα αν έχει απαγορευτικό, θα βγάλουν κίνηση μέχρι τα χερσαία σύνορα του Αγίου Όρους για να μπορέσουμε να φύγουμε, άρχισα να έχω ξανά εμπιστοσύνη στον Θεό που κατά τα άλλα πιστεύω.

Γενικά ξέρω ότι η ζωή των Μοναχών είναι τελείως διαφορετική, όταν όμως έμαθα το πρόγραμμά τους έμεινα με το στόμα ανοιχτό. «Εμείς στις 22:30 θα σηκωθούμε για προσευχή στα κελιά μας και μετά στις 02:30 θα πάμε στην εκκλησία» μας είπε ο Μοναχός που είχαμε πιάσει την κουβέντα, ενώ ήταν ήδη 19:00, και άρχισα να νιώθω τύψεις «τι τον ταλαιπωρούμε τον άνθρωπο, ας τον αφήσουμε να πάει να κοιμηθεί».

Το να παρακολουθήσει κανείς τις ακολουθίες στο Άγιο Όρος, είναι μια εμπειρία που θα του μείνει αξέχαστη. Ειδικά τα μεσάνυχτα. Σηκώνεσαι στις 03:00 έχοντας ακούσει το τάλαντο και αναρωτιέσαι μήπως είσαι… τρελός! Συνειδητοποιείς αμέσως ότι δεν είσαι τίποτα μπροστά στους πραγματικά «τρελούς» που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους εκεί, και παρά τη σωματική κούραση - την οποία επιδιώκουν - σηκώνονται πολλές ώρες νωρίτερα από εσένα, για να ασκήσουν το λειτούργημά τους. Αυτό της προσευχής.

Μπαίνοντας στον ναό τα μεσάνυχτα, καταλαβαίνεις ότι κάτι πολύ ωραίο γίνεται εκεί! Δοξολογία και προσευχή χωρίς «τυμπανοκρουσίες», με τα καντήλια και τα κεριά ίσα ίσα να φωτίζουν την εκκλησία, εντείνοντας έτσι τη μυσταγωγία.

Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά στην πρώτη επικοινωνία της ημέρας με τον Θεό. Είναι η στιγμή που και εσύ ως προσκυνητής γεύεσαι πραγματικά κάτι από το άχρονο και το θείο, γιατί αυτό που γίνεται εκείνη την ώρα, τα μεσάνυχτα, ξέρεις ότι δεν θα το κάνεις ποτέ σου στον έξω κόσμο.

Αφού λοιπόν είχα απαλλαγεί από τις σκέψεις «πώς θα φύγουμε» και αν θα βρούμε εισιτήρια για το λεωφορείο, προσπάθησα να πάρω έστω… κάτι από τη συμμετοχή μου στην ακολουθία.

Ξημερώνει Πέμπτη, η μέρα της επιστροφής, και αφού μας φορτώνουν στο φορτηγάκι μαζί με έναν συμπαθέστατο ακόμη κύριο, μας μεταφέρουν στα χερσαία σύνορα του Αγίου Όρους, από όπου περπατήσαμε περίπου μια ώρα για την Ουρανούπολη. «Θα φορτωθείς την τσάντα μου γιατί δεν μπορώ να την κουβαλήσω και εγώ θα πάρω την δική σου» μου είπε, και η αλήθεια είναι ότι ένιωθα… υποχρεωμένος απέναντι στον ίδιο αλλά και απέναντι στον Θεό. Όντας προσκολλημένος στις κοσμικές έγνοιες σε έναν τόπο ιερό, είπα τουλάχιστον «ας ξεπληρώσω αυτήν την αμαρτία, με μια καλή πράξη».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ