Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Οι 7 νέες ταινίες στα σινεμά της Θεσσαλονίκης

Άφθονες επιλογές με πρώτη το μιούζικαλ La La Land

Γράφει: Γιώργος Παπαδημητρίου

Επτά παρακαλώ (!) νέες ταινίες από χτες στις αίθουσες της Θεσσαλονίκης κι εμείς σηκώνουμε τα μανίκια και πιάνουμε αμέσως δουλειά: α) το μιούζικαλ “La La Land”, με τους Ράιαν Γκόσλινγκ και Έμα Στόουν, που έκαψε παντού καρδιές και με το οποίο θα ασχοληθούμε αναλυτικά ευθύς αμέσως, β) το συγκινητικό animation «Η κόκκινη χελώνα», γ) το διαθέτον πλούσιο cast, αλλά μάλλον φτωχό κατά τα άλλα, «Κρυφή ομορφιά», δ) η ελληνική ταινία «Η Ρόζα της Σμύρνης», ε) η ρώσικη αλληγορική ταινία «Ο Πιστός», στ) η ταινία κινουμένων σχεδίων «Βαϊάνα» και ζ) μία ακόμη ταινία κινουμένων σχεδίων, με τίτλο «Η μπαλαρίνα και ο μικρός εφευρέτης».

La La Land

Αξιολόγηση: *** ½

Σκηνοθεσία: Ντέιμιεν Σαζέλ

Παίζουν: Ράιαν Γκόσλινγκ, Έμα Στόουν

Διάρκεια: 128’

Τα μιούζικαλ ήταν ανέκαθεν και εξακολουθούν να είναι μία τρομερά ιδιάζουσα περίπτωση στο πεδίο των κινηματογραφικών ειδών. Τα μιούζικαλ είναι τα αιθέρια τέκνα της υπενθύμισης ότι το σινεμά είναι η πιο όμορφη συλλογική ψευδαίσθηση που κατασκεύασε ποτέ ο άνθρωπος. Κατοικούν και αναπνέουν στον δικό τους κόσμο, αυτόν της υπέρβασης και της ονειροπόλησης. Υλοποιούν απατηλές ελπίδες, καλλωπίζουν βαριές απογοητεύσεις, μελοποιούν (και απενοχοποιούν κατά κάποιο τρόπο) τις πιο απλές και πρωτόλειες σκέψεις και επιθυμίες. Δίνουν ενήλικη υπόσταση σε ευχές, που αν τις ξεστομίσουμε με  κανονική φωνή κι όχι τραγουδώντας μοιάζουν ανεπίτρεπτα παιδικές. Τα μιούζικαλ, αν δεν σε παρασύρουν σε μία ιδιόμορφη μίξη κεφιού και αναστεναγμού, είναι καταδικασμένα να χάσουν το παιχνίδι. Το μιούζικαλ είναι υποχρεωμένο να στοχεύσει στην καρωτίδα του θυμικού ακαριαία. Αν καθυστερήσει, θα βρει τις αντιστάσεις υψωμένες και έτοιμες για άμυνα.

Η νέα ταινία του Ντέιμιεν Σαζέλ κινείται σε μουσικό τέμπο που προσομοιάζει όχι τόσο με το μεγάλου του σουξέ Whiplash (2014), αλλά με το λιγότερο γνωστό και πέρα για πέρα «τζαζοειδές» ντεμπούτο του Guy and Madeleine on a Park Bench (2009). Και δίνει ευθύς εξαρχής το στίγμα της, τόσο με έναν εμφατικό και αβανταδόρικο τρόπο όσο και με ένα υπαινικτικό κλείσιμο του ματιού. Αρχικά, ένα πανοραμικό και στροβιλιζόμενο μουσικό-χορευτικό νούμερο, που ξεδιπλώνει τις χάρες του σε ένα μποτιλιαρισμένο αυτοκινητόδρομο λίγο έξω από το Λος Άντζελες και φιλοδοξεί να σε γραπώσει από τα μάτια και τα αυτιά. Αμέσως μετά, μία παιχνιδιάρικη λεπτομέρεια που σε βάζει πλαγίως (και πιο ουσιωδώς) στο κλίμα της σύμβασης που θα επακολουθήσει.

Η ιστορία μας ξεκινά μέσα στο καταχείμωνο, αλλά η λαμπερή λιακάδα λούζει τα πάντα. Ο Σαζέλ θα χωρίσει την ιστορία του σε κεφάλαια που κινούνται εποχιακά, αλλά δεν χαρακτηρίζονται από οποιαδήποτε διαφοροποίηση στις καιρικές συνθήκες που επικρατούν. Καλώς ήρθατε στη La La Land (ένα από τα πολλά παρατσούκλια που κυκλοφορούν για το Λος Άντζελες, παρεμπιπτόντως). Στον τόπο όπου το φως δεν ξεφτίζει ποτέ, ακόμη κι όταν σουρουπώνει. Στον τόπο όπου τίποτα δεν έχει αλλάξει από τις χρυσές εποχές της τζαζ σκηνής και του Χόλιγουντ. Στον τόπο, όπου όλα τα νεαρά αγόρια και κορίτσια, όμορφα, ταλαντούχα και παθιασμένα, έρχονται για να ονειρευτούν και να συντριβούν.

Ο Ουμπέρτο Έκο, γράφοντας για την ταινία Καζαμπλάνκα (την οποία λάτρευε να μισεί) εξέφρασε την άποψη ότι το μυστικό της διείσδυσής της στον συναισθηματικό πυρήνα του θεατή έγκειται στην καταιγιστική, αλλά ολότελα καλοζυγισμένη, συρροή των κλισέ. Ένα κλισέ μοιάζει βαρετό, λίγα ή αρκετά κλισέ μπορούν να προκαλέσουν εκνευρισμό, αλλά μία συμπαγής αλυσίδα από αυτές τις συμβολικές σημαδούρες είναι ικανή να υψωθεί στη σφαίρα της οικουμενικής διήγησης, της πανανθρώπινης αλληγορίας. Ετοιμαστείτε, λοιπόν, για ένα καταιγισμό από αρχετυπικές καταστάσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Ράιαν Γκόσλινγκ.

Ένας εμμονικός ερημίτης της τζαζ, που ζει όχι ακριβώς στο παρελθόν, αλλά σε μία παραισθησιογόνα λάμψη ενός πάλαι ποτέ γοήτρου. Ενός πρεστίζ που επιβιώνει και μεταδίδεται στον χρόνο, σαν μία αταβιστική και μηχανιστική επίκληση αυθεντίας. Ο Σεμπάστιαν έχει αυτόκλητα επωμιστεί τον ρόλο του θεματοφύλακα μίας κληρονομιάς που δεν πρέπει με τίποτα να εκλείψει. Την ίδια στιγμή, βέβαια, η λατρευτική του αρτηριοσκλήρυνση δεν φέρει τίποτα το σκοτεινό, δεν προκαλεί ούτε μισό λεκέ στην αστραφτερή γοητεία της πανοπλίας του. Βρισκόμαστε στη La La Land, μην το ξεχνάτε (και ο Σαζέλ δεν θα σας αφήνει ούτε στιγμή να το ξεχάσετε)! Η παρτενέρ του Σεμπάστιαν, η Μία της Έμα Στόουν, με τα τσαχπίνικα φορέματα και τα βαθουλά μάτια που στάζουν επιθυμία,  είναι κι αυτή παιδί της ίδιας good old American μήτρας, που γεννοβολά ασταμάτητα όνειρα. Μοιάζει, όμως, λίγο πιο στέρεα βιδωμένη στο dance floor της ταινίας, λίγο πιο οικεία μέσα στην υποδειγματική της τελειότητα.

Το La La Land δεν διαθέτει απλώς θέλγητρα, αλλά βρίθει από δαύτα, σε σημείο που ορισμένες στιγμές αφήνεσαι ολοκληρωτικά στη χάρη του. Ξεκινώντας από τα πλέον προφανή, όπως τη λάμψη του διδύμου του, τα ρυθμικής εντέλειας χορευτικά του, την πανέμορφη χρωματική του παλέτα, το μελαγχολικό tune του τραγουδιού City of Stars που έρχεται να δώσει τον απαραίτητο γλυκόπικρο τόνο στην τραμπάλα μελό και κεφιού.  Και μέσα σε όλα αυτά, το La La Land βρίσκει ανά σημεία τον παντελώς δικό του αυτάρκη τόνο, χωρίς την ανάγκη της ετερόφωτης παραπομπής (θα επανέλθουμε σε αυτό αναλυτικά, αμέσως μετά).  Όπως στην υπέροχη και αστεία σκηνή της πρώτης (ουσιαστικής) γνωριμίας των δύο πρωταγωνιστών. Όπως σε ένα ανεπαίσθητο ενσταντανέ, στο οποίο ο χαρακτήρας της Έμα Στόουν αντιλαμβάνεται χάρη στο σινεμά, σε πρώτη και δεύτερη αντανάκλαση, ότι το να ερωτευτείς, εν μέσω ενός σκληρού κόσμου γεμάτου βαρίδια, είναι μάλλον η μεγαλύτερη επιτυχία που μπορείς να βιώσεις.

Όπως η υπενθύμιση ότι η αποτυχία κι η επιτυχία, το καινοτόμο και το παραδοσιακό δεν είναι παρά δύο όψεις όχι μόνο του ίδιου νομίσματος, αλλά ενός νομίσματος που έχει τοποθετηθεί σχεδόν μαγικά στα χέρια μας, χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι να ρίξουμε κορώνα-γράμματα.  Όπως, ακόμη ακόμη, η παιχνιδιάρικη casting επιλογή του Τζον Λέτζεντ, για ένα ρόλο που ταιριάζει γάντι με την πραγματική του περσόνα, ως αναβιωτή μίας παλιάς μουσικής κόπιας, μέσα από το μπόλιασμα με μοντέρνα στοιχεία. Όπως το ότι το όνειρο δεν είναι ποτέ ένα και μονοκόμματο, αλλά έχει πολλές πτυχές και όψεις και είναι σύμφυτο με την απώλεια, που πολλές φορές μπορεί να είναι και δυσβάσταχτη.

Το μοναδικό, αλλά σαφώς άξιο αναφοράς, πρόβλημα του υπογράφοντος με το La La Land εντοπίζεται (όσο κι αν φαίνεται παράδοξο) σε μία αρετή του ή για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, στο εκ πρώτης όψεως βασικό κι αδιαμφισβήτητο ατού του. Ο Σαζέλ πλουτίζει την ταινία του με αμέτρητες κινηματογραφικές και κάθε είδους πολιτισμικές αναφορές, σε βαθμό που τις μετατρέπει στο μοναδικό υπόβαθρό της. Το οποίο αν αποτραβηχτεί απότομα κάτω από τα πόδια της, θα μείνει να κοιτά γουρλωμένη ένα πανέμορφο κενό. Είναι πράγματι πάρα πολύ δύσκολο να ψέξει κανείς τον Σαζέλ τόσο για το θάμβος των αναφορών του όσο και για τη λειτουργική τους αξιοποίηση. Από τα πιο «μάγκικα» μιούζικαλ της MGM ώς τα ανάλαφρα σαν πούπουλα των Τζιν Κέλι και Φρεντ Αστέρ. Από τη σκληρή γλυκάδα του κόσμου του Ζακ Ντεμί (Οι δεσποινίδες του Ροσφόρ πρωτίστως και έπειτα το θρυλικό Οι ομπρέλες του Χερβούργου) ώς τo α λα Καζαμπλάνκα φινάλε (ο Σεμπάστιαν θα μπορούσε κάλλιστα να ξεστομίσει κάτι σε: “Of all the jazz joints, she walks into mine”). Τα πάντα είναι δεμένα και κουμπωμένα με πανέμορφες ζώνες ασφαλείας στο όχημα του La La Land, καμία αντίρρηση.

Όταν, όμως, καταλαγιάσει όλος ο κουρνιαχτός της αστερόσκονης, προκύπτει (ή τουλάχιστον προέκυψε σε μένα) μία αναπάντεχη κι απρόσκλητη αμηχανία. Σαν την αίσθηση όχι της ανάπλασης μίας μακρινής και ονειρώδους εποχής (το La La Land στην ουσία διατείνεται με πάθος ότι δεν είναι μία τέτοια ταινία), αλλά μίας ξενάγησης σε ένα δανεικό και εν τέλει ξένο συναίσθημα. Σαν μία υποψία ότι το La La Land παγιδεύεται στην ίδια ενέδρα που στριμώχνεται και ο ήρωας του Ράιαν Γκόσλινγκ. Σαν μία τεχνητή και τρομερά φορτική επίκληση αυθεντίας, η οποία ξεπερνά τα πιο μετρήσιμα μεγέθη κι εκτείνεται στο εξ ορισμού διάχυτο συναίσθημα, που πρέπει εδώ πάση θυσία να καλουπωθεί. Σαν ένα δάχτυλο που δεν είναι άκαμπτο, αλλά κινείται σε ένα όμορφο ρυθμό, το οποίο όμως δεν παραλείπει να σου υποδείξει το μάθημα που πρέπει να αποστηθίσεις: τότε πως έτσι όμορφα ένιωθαν, πως εσύ δεν νιώθεις έτσι όμορφα τώρα, πως εσύ θα έπρεπε να νιώσεις έτσι όμορφα τώρα ως θεατής, αλλά ακόμη κι εκτός της αίθουσας.

Επίσης στις αίθουσες:

Η κόκκινη χελώνα

Σκηνοθεσία: Μίκαελ Ντουντόκ ντε Βιτ

Διάρκεια: 80’

Όταν διαθέτεις το γαλόνι της πρώτης μη ιαπωνικής ταινίας που γυρίστηκε από τα στούντιο Ghibli (που ίδρυσε ο Χαγιάο Μιγιαζάκι), κάτι πρέπει να σημαίνει για την ποιότητά σου. Κανένας διάλογος, μονάχα ένας ναυαγός και μία κόκκινη χελώνα, σε ένα ερημονήσι. Και μία απέραντη γλυκύτητα.

Κρυφή ομορφιά

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Φράνκελ

Παίζουν: Γουίλ Σμιθ, Έντουαρντ Νόρτον, Κέιτ Γουίνσλετ, Κίρα Νάιτλι

Διάρκεια: 97’

Δεν θα κρυφτώ πίσω από το δάχτυλό μου. Αναπολώ τις παλιές καλές μέρες, όπου ο Γουίλ Σμιθ υποδυόταν κουλ και κεφάτους ρόλους, χωρίς την επίστρωση σοβαρότητας. Μία τραγωδία και ένας αγώνας δρόμου για να επανέλθει ένας αποσυρθείς από τη ζωή πίσω στην καθημερινότητα.

Η Ρόζα της Σμύρνης

Σκηνοθεσία: Γιώργος Κορδέλλας

Παίζουν: Τάσος Νούσιας, Ευγενία Δημητρόπουλου, Λήδα Πρωτοψάλτη

Διάρκεια: 95’

Ένα μυστικό που βαστά από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ένας καταραμένος έρωτας σε ένα καθεστώς μίσους και ταραχών. Μία ακόμη ταινία που προσπαθεί να βρει σφυγμό και ταυτότητα μέσα από μία επίκληση στο συναίσθημα και στις μικρασιατικές μνήμες και μυρωδιές.

Ο πιστός

Σκηνοθεσία: Κιρίλ Σεμπρενίκοφ

Παίζουν: Πιοτρ Σκόρτσοφ, Βικτόριγια Ισάκοβα

Διάρκεια: 118’

Ο κάθε είδους φονταμενταλισμός δεν αποκτά οπαδούς τυχαία ή συμπτωματικά. Τους αποκτά γιατί απηχεί στα πιο μύχια ένστικτά μας, τσιτώνει τις πιο ευαίσθητες χορδές μας. Κι ένας φωνασκών είναι πάντα ισχυρότερος από πλείονες που μουρμουρίζουν. Ωσότου βρεθεί κάποιος με το κουράγιο να ορθώσει ανάστημα.

Σκηνοθεσία: Ρον Κλέμεντς και Τζον Μάσκερ

Με τις φωνές των: Αούλι’ι Κραβάλιο, Ντουέιν Τζόνσον

Διάρκεια: 103’

Όλα τα υπόλοιπα ωχριούν μπροστά στον λόγο που οδήγησε τον τίτλο και τη βασική ηρωίδα της ταινίας να μετονομαστούν από Μοάνα σε Βαϊάνα αρχικά στην Ιταλία κι ακολούθως σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες: για να μην φέρνουν στο νου τη διάσημη Ιταλίδα πορνοστάρ Μοάνα Πότσι...

Η μπαλαρίνα και ο μικρός εφευρέτης

Σκηνοθεσία: Έρικ Σάμερ και Έρικ Γουάριν

Με τις φωνές των: Ελ Φάνινγκ, Ντέιν Ντε Χάαν

Διάρκεια: 89’

Μία πέρα για πέρα «παιδική» ταινία κινουμένων σχεδίων, στην οποία μία νεαρή εκκολαπτόμενη μπαλαρίνα υιοθετεί την ταυτότητα ενός κακομαθημένου πλουσιοκόριτσου για να γραφτεί στη σχολή χορού των ονείρων της. Μόνο που θα πρέπει να παλέψει για να κρατήσει το όνειρο ζωντανό.

Η σινεφίλ ατάκα της εβδομάδας

«Το θέμα για το οποίο δεν βαριέμαι ποτέ να μιλάω είναι ο Τσάρλι Τσάπλιν»

Έμα Στόουν

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ