Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Θεσσαλονίκη: Σινεμά και τζαζ κάτω από τα… αστέρια, αυτό το Σ/Κ!

«Απόδραση» από το κέντρο, προς Μονή Λαζαριστών

Σήμερα και αύριο, το Σαββατοκύριακο 9 και 10 Σεπτέμβρη, ένα πανέμορφο event, γεμάτο μουσική και σινεμά, σας προσκαλεί να ξεφύγετε από τη γνωστή κόλαση που προκαλούν τα εγκαίνια της ΔΕΘ στο κέντρο της πόλης.

Η Μονή Λαζαριστών, το site κινηματογραφικής κριτικής Cinedogs και το φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Thessaloniki International Short Film Festival επιμελούνται και παρουσιάζουν το πρόγραμμα της εκδήλωσης «Η νύχτα και η πόλη: Κινηματογραφικές προβολές και Live Jazz», το οποίο περιλαμβάνει τα εξής καλούδια: προβολή 2 επιλεγμένων ταινιών από το  TiSFF (αμφότερες τις ημέρες), προβολή των ταινιών “Night and the City” (Σάββατο) του Ζυλ Ντασέν και “After Hours” (Κυριακή) του Μάρτιν Σκορσέζε και κλείσιμο της βραδιάς με τζαζ μελωδίες από τους Yako Trio (Σάββατο) και Jazz Trio (Κυριακή).

Το πρόγραμμα της κάθε βραδιάς έχει ως σημείο εκκίνησης τις 21.00, με την προβολή των ταινιών μικρού μήκους, στις 21.30 τη σκυτάλη παίρνει η μεγάλου μήκους ταινία της βραδιάς, ενώ στις 23.15 έρχεται η ώρα της τζαζ! Η τιμή του εισιτηρίου για την κάθε ημέρα είναι 5 ευρώ, ενώ το προνομιακό εισιτήριου για ολόκληρο το διήμερο κοστολογείται στα 7 ευρώ. Ακολουθούν αναλυτικές παρουσιάσεις – κριτικές των δύο κινηματογραφικών  αριστουργημάτων που θα παρακολουθήσετε αυτό το Σαββατοκύριακο.

Ραντεβού στη Μονή Λαζαριστών, κάτω από τα αστέρια!

Night and the City

Σκηνοθεσία: Ζυλ Ντασέν

Παίζουν: Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ, Τζιν Τίρνι

Διάρκεια: 96’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Η νύχτα και η πόλη»

To 1949, ο Daryl F. Zanuck, επικεφαλής παραγωγής στην Twentieth Century Fox, συμβούλευσε τον Ζυλ Ντασέν να μετακομίσει προσωρινά στο Λονδίνο, καθώς ο εξοστρακισμός του από τα χολιγοντιανά πλατό εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων ήταν προ των πυλών, ας μην λησμονούμε άλλωστε πως βρισκόμαστε εν μέσω μακαρθικής υστερίας. Παράλληλα, τον προέτρεψε να σκηνοθετήσει το ήδη έτοιμο σενάριο του Jo Eisinger, που βασιζόταν στο βιβλίο του Gerald Kersh, να φτιάξει ένα ρόλο κομμένο και ραμμένο για την σταρ της εταιρείας Gene Tierney, την οποία επίσης ήθελε να απομακρύνει από το Χόλιγουντ προσωρινά, για λόγους όμως ψυχολογικούς, καθώς και να γυρίσει τις πιο κοστοβόρες σκηνές της ταινίες με το που πατήσει το πόδι του σε αγγλικό έδαφος. Εφόσον θα είχαν ήδη ξοδευτεί πολλά χρήματα, το στούντιο δύσκολα θα υπαναχωρούσε μετά, βλέπετε…

Κάπως έτσι γεννήθηκε ένα από τα σκοτεινά, απελπισμένα, ασφυκτικά και αδιέξοδα βλαστάρια που μας έδωσε ποτέ η νουάρ μήτρα. Μία νυχτερινή καταβύθιση σε μία δίνη αναπόδραστου ντετερμινισμού, σε μία κόλαση αστικού πνιγηρού περιτυλιγμάτος. Η πόλη είναι ένα κουκούλι με αγκάθια που σφιχταγκαλιάζει κάθε απόπειρα ανθρώπινης διαφυγής, κάθε υπόνοια βλέμματος που τολμά να ξεστρατίσει προς τον ουρανό. Η νύχτα και η πόλη, λοιπόν, δύο από τα πλέον αρχετυπικά στοιχεία της νουάρ μυθολογίας, η νύχτα που θέτει τους δικούς της κανόνες, που ξεγελά και τρομάζει, και η μητρόπολη που στέκει γυμνή από ψυχή και καταλήγει ένας γκροτέσκος παραμορφωτικός καθρέφτης. Ακόμη και τα εμβληματικότερα μνημεία του Λονδίνου μετατρέπονται σε στοιχειωτικές υπενθυμίσεις ενός φαταλισμού που ξεπερνά το αναπόφευκτο του θανάτου, ενώ οι αστραφτερές νέον επιγραφές (ο Zanuck είχε κανονίσει ακόμη και αυτό, ερχόμενος σε συνεννοήση με διάφορες τοπικές επιχειρήσεις, ούτως ώστε να αφήσουν τις επιγραφές τους φωτισμένες ακόμη και ώς τις πρώτες πρωινές ώρες) αντί να φωταγωγούν μία πόλη που δεν κοιμάται ποτέ, απλώς λειτουργούν ως προβολέας που τυφλώνει τους ήρωες από απόσταση αναπνοής. Σε αυτό το νουάρ κομψοτέχνημα, ο θάνατος είναι παρών σε κάθε ανάσα, σε κάθε σχέδιο που στραβώνει, σε κάθε μειδίαμα και κουβέντα απατηλής σιγουριάς και ματαιοδοξίας.

Από την πρώτη κιόλας σκηνή, ο Ντασέν φροντίζει να μας υποδείξει την εύθραυστη και επισφαλή φύση και θέση του κεντρικού του ήρωα. Ένα ξέπνοο τρεχαλητό στους ερημικούς δρόμους του Λονδίνου, μία εξαρχής υπόνοια απειλής και κινδύνου. Παρόμοιο με τη σκηνή του φινάλε, που κλείνει ένα κύκλο προδιαγεγραμμένου χαμού. Το τέλος δεν έχει τίποτα το ηρωικό, τίποτα το αυθεντικά πένθιμο, τίποτα ανακουφιστικό ή παρήγορο. Καμία απόδοση υπέτερης δικαιοσύνης, κανένας θρίαμβος κάποιας μεγαλοπρεπούς προσωπικής ηθικής. Ένας Αμερικάνος απατεωνίσκος, ο οποίος μπορεί να λειτουργήσει μόνο στο περιορισμένο και μίζερο βεληνεκές του (χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η μόνη του «επιτυχία» έγκειται στην εξαπάτηση εύπιστων και αφελών Αμερικανών τουριστών), αποτολμά να βγει εκτός ορίων, να κοιτάξει προς λημέρια απαγορευτικά και απλησίαστα. Και συντρίβεται ολοκληρωτικά, θαρρείς εκ των πραγμάτων και αυτοδικαίως.

Ο κόσμος του Night and the City είναι ένας βούρκος απληστίας, μόνιμης πλαστογραφίας, παραμόρφωσης και λαθραίων υπάρξεων. Τίποτα δεν είναι αυθεντικό, τίποτα δεν υφίσταται σε κάποια πρωτόλεια και πρωταρχική μορφή. Κακότεχνες απομιμήσεις και φτηνιάρικα καχέκτυπα κυριαρχούν σε ολόκληρο το πεδίο, αντικείμενα, λούσα, ταυτότητες, αισθήματα, οι ίδιοι οι άνθρωποι, περιφέρονται σε ένα κόσμο αντιστραμμένης πλατωνικής Ιδέας. Το νουάρ ως είδος, και πόσο μάλλον αυτό το υπέρμετρα στραγγισμένο από οποιαδήποτε τρυφερότητα στολίδι του, δεν παλεύει να βρει την τέλεια εκδοχή των πραγμάτων, αλλά να καταδείξει πως αυτή δεν υπήρξε ποτέ. Μαριονέτες χωρίς μαριονετίστα και σκοινιά, σε ένα κουκλοθέατρο καταχνιάς και ατελείωτων ψευδαισθήσεων. Η εκδίωξη από τον παράδεισο είναι μόνιμη, η ελπίδα της επανόδου αναγκαστικά τιμωρείται

After Hours

Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε

Παίζουν: Γκρίφιν Νταν, Πατρίσια Αρκέτ, Λίντα Φιορεντίνο, Τζον Χερντ, Τέρι Γκαρ, Βέρνα Μπλουμ

Διάρκεια: 97’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Μετά τα μεσάνυχτα»

Ο Πολ Χάκετ, ένας προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών (της παλαιάς και ξενέρωτης κόπιας, όχι της μοντέρνας και μοδάτης βερσιόν) περιμένει με αγωνία τη βραδινή του έξοδο. Βασικά, δεν την προσμένει απλώς αυτή την έξοδο, την καρτερά με καρδιοχτύπι. Διότι, βλέπετε, θα συναντήσει την όμορφη Μάρσι, την οποία γνώρισε με το πρόσχημα της κοινής αγάπης για τον συγγραφέα Χένρι Μίλερ, σε ένα νεοϋορκέζικο καφέ.

Ο Πολ αναγκάζεται να αφήσει απλήρωτο τον ταξιτζή που τον μετέφερε στο σπίτι της Μάρσι, γιατί τα μοναδικά του χρήματα δραπέτευσαν από το ανοιχτό παράθυρο καθ’ οδόν. Αυτή είναι η μικρότερη από όλες τις συμφορές που πρόκειται να βρει στο διάβα του ο Πολ αυτή τη θεοπάλαβη βραδιά. Ένας μικρός και ανεπαίσθητος προάγγελος του απόλυτου χάους που θα ακολουθήσει. «Η νύχτα έχει τους δικούς της κανόνες», θα τον ενημερώσει ένας από τους πάμπολλους φευγάτους τύπους που συναντά στη διάρκεια μίας περιπλάνησης που μοιάζει κάτι παραπάνω από ατελείωτη, κάτι περισσότερο από εξωφρενική.

Το After Hours του Μάρτιν Σκορσέζε προσπεράστηκε ελαφρά τη καρδία στην εποχή του ως μία ήσσονος εμβέλειας ταινία στην τεράστια φιλμογραφία του Μάρτι. Ως μία παιχνιδίζουσα παρασπονδία, ένα λάιτ διάλειμμα ενός σκηνοθέτη που είχε γυρίσει εννέα χρόνια νωρίτερα τον Ταξιτζή και μία πενταετία πρωτύτερα το Οργισμένο είδωλο. Πλέον, μπορούμε να το διατυπώσουμε με καθαρή και στεντόρεια φωνή.

Το Μετά τα μεσάνυχτα (όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά) είναι το υποτιμημένο, αδίκως παραγνωρισμένο διαμαντάκι της λαμπρής σκορσεζικής διαδρομής. Ο συνηθέστερος χαρακτηρισμός που λαμβάνει η συγκεκριμένη ταινία είναι αυτός της «μαύρης κωμωδίας», ο οποίος κάθε άλλο παρά πλήρης μπορεί να χαρακτηριστεί. Διότι αδυνατεί να συμπεριλάβει το συγκλονιστικά βιτριολικό και δαιμονιώδες χιούμορ που διατρέχει αυτή τη νυχτερινή καταβύθιση στην απόλυτη παράνοια. Διότι δεν είναι σε θέση να αποτυπώσει την -πελώριων- καφκικών διαστάσεων παραβολή για το μάταιο κυνήγι της ευτυχίας. Για το φαιδρό και αστείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Για την αδυσώπητη ροή του χρόνου που αποβαίνει πάντα χαμένος και πεπερασμένος, ποτέ κερδισμένος και άπλετος. Για την αδύνατη φύση της ανθρώπινης επικοινωνίας, για τη διακεκομμένη χροιά κάθε επαφής, το ανέφικτο του συντονισμού, το απρόσκλητο των ατυχών συμπτώσεων.

Διότι καμία ταμπέλα δεν μπορεί να εκφράσει το ατελείωτο εύρος της αγάπης που εκπέμπει αυτός ο -τόσο τυπικά σκορσεζικός- κινηματογραφικός φόρος τιμής. Τα φιλμ νουάρ, οι γκανγκστερικές ταινίες, οι σκρούμπολ και σλάπστικ κωμωδίες, χαμογελούν με συγκίνηση, καθώς ο Μάρτι ξεδιπλώνει τον απέραντο σεβασμό του απέναντι σε κάθε πυλώνα του παλιού καλού αμερικάνικου σινεμά.

Φυσικά, ο Σκορσέζε έχει, ως γνωστόν, δύο ερωμένες: το σινεμά και τη Νέα Υόρκη, και δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει παραπονεμένο το Μεγάλο Μήλο. Η arty-farty φράξια των καλλιτεχνών του Σόχο. Η καταπιεσμένη φάρα των white collar υπαλλήλων γραφείου. Οι αγανακτισμένες ορδές της αυτόκλητης πολιτοφυλακής νοικοκυραίων, που παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους για να πατάξουν την καλπάζουσα εγκληματικότητα. Τα θέλγητρα της πλανεύτρας νύχτας στην πόλη που δεν κοιμάται ποτέ. Τα μπαρ, τα κίτρινα ταξί, τα night clubs, τα καθρεφτίσματα από τα φώτα και τα φανάρια στα υγρά πλακόστρωτα, οι ατμοί από τους υπονόμους, οι σκάλες κινδύνου. Όλες οι φυλές και όλοι οι ναοί της Νέας Υόρκης υμνούνται και δοξολογούνται με ευλάβεια από τον -μέχρι το μεδούλι- Νεοϋορκέζο Μάρτι.

Διότι, τέλος, πώς μπορεί να αποδώσει κανείς ξεροσφύρι, με ένα στεγνό και άνυδρο τίτλο, τη βαθιά ειρωνεία που εξακοντίζεται προς πάσα κατεύθυνση; Την τόσο πηκτή και ατόφια αίσθηση ξέφρενου παραλόγου που διαπερνά το σύμπαν του After Hours; Τους αμέτρητους καμουφλαρισμένους συμβολισμούς ευνουχισμού που καιροφυλακτούν όσο ο κεντρικός ήρωας άγεται και φέρεται από τις γυναίκες με τις οποίες αλληλεπιδρά, σε μία νύχτα που μοιάζει με ολόκληρη ζωή; Με ποιο τρόπο να ανασυσταθεί το παραληρηματικό ντελίριο που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας σαν μην συμβαίνει τίποτα το αξιοπερίεργο, σαν να πρόκειται για μία μέρα όπως όλες οι άλλες; Ο Πολ θα βυθιστεί σε ένα κόσμο ξεχαρβαλωμένο και ξέχειλο από κάθε λογής απιθανότητες.

Θα έχει τον πιο παράξενο διάλογο που θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε με τον πορτιέρη ενός κλαμπ, σε ένα ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ κλείσιμο ματιού στη Δίκη του Φραντς Κάφκα. Θα καταλήξει να αντιμετωπίζει με υποδειγματικό και απολαυστικό κυνισμό ακόμη και μία δολοφονία, που θα πεταχτεί μπροστά στα μάτια του σαν σφιχτοδεμένο κάδρο παλιού μελοδράματος. Θα ξοδέψει τα μοναδικά του χρήματα όσο πιο συνετά γίνεται, στο σπαρακτικό Is that all there is? της Πέγκι Λι, θα αφήσει μία άηχη Κραυγή σαν άλλος πίνακας του Μουνχ, μουμιοποιημένος σαν έργο μοντέρνας τέχνης. Θα διαγράψει ένα ολόκληρο κύκλο. Και θα ξεκινήσει την επόμενη μέρα. Ακόμη κι αν αυτό είναι όλο κι όλο, που λέει και η Πέγκι, ας συνεχίσουμε να χορεύουμε τούτο τον μάταιο χορό.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ο τραγικός θάνατος του Θόδωρου Αγγελόπουλου: «Εκτινάχθηκε και έπεσε σε φρεάτιο» (VIDEO)
Ο ηθοποιός Αλέξανδρος Μούκανος περιέγραψε πώς συνέβη το ατύχημα που στοίχισε την ζωή στον γνωστό σκηνοθέτη
Ο τραγικός θάνατος του Θόδωρου Αγγελόπουλου: «Εκτινάχθηκε και έπεσε σε φρεάτιο» (VIDEO)