Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Κριτική ταινίας: The Irishman

Στα σινεμά της Θεσσαλονίκης η πολυαναμενόμενη ταινία

O Ιρλανδός (**** ½)

Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε

Παίζουν: Ρόμπερτ ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο, Τζο Πέσι, Άννα Πάκουιν, Χάρβει Καϊτέλ

Διάρκεια: 210'

Ελληνικός Τίτλος: «Ο Ιρλανδός»

του Φίλιππου Χατζίκου

Ο Φρανκ Σίραν είναι ένας βετεράνος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μικρής κλίμακας κακοποιός που δραστηριοποιείται στους δρόμους της Φιλαδέλφεια εκτελώντας θελήματα. Η ζωή του θα μπορούσε να ολοκληρωθεί δίχως απροσμέτρητες εντάσεις και συγκινήσεις αν δεν συναντούσε το κεφάλι τις τοπικής μαφίας, τον Ράσελ Μπαφαλίνο, ο οποίος αναπτύσσει μία ιδιαίτερη συμπάθεια στο πρόσωπό του.

Έτσι, σταδιακά, ο ρόλος του Ιρλανδού εντός του μαφιόζικου κυκλώματος αναμορφώνεται, οδηγώντας τον μέχρι το πλευρό του αρχισυνδικαλιστή Τζίμι Χόφα. Οι δύο άνδρες σχηματίζουν μία σχέση εμπιστοσύνης και στενής φιλίας και ο Σίραν γίνεται μάρτυρας της κορυφαίας ανέλιξης μα και της πολύκροτης πτώσης του πάλαι ποτέ κραταιού και μνημειώδους Χόφα.

Για τον Ιρλανδό γράφτηκαν και ακούστηκαν πάρα πολλά πολύ πριν ολοκληρωθεί: η διάρκεια των 210 λεπτών, η παρουσία όλων των κλασικών σκορσεζικών ηθοποιών με την προσθήκη του Πατσίνο, η επιστροφή στο καθαρόαιμο gangster στοιχείο που καθόρισε τη φιλμογραφία του Μάρτιν Σκορσέζε και η τεχνική του de-aging που χρησιμοποίησε για να δείχνουν οι ηθοποιοί νεότεροι όπου χρειάζεται προετοίμαζαν το κοινό για μία υπέρογκη  κινηματογραφική εμπειρία στα χνάρια του Goodfellas. Και ο Μάρτιν Σκορσέζε παρέδωσε ακριβώς αυτό, ανατρέποντας ωστόσο κάθε προσδοκία.

Αρνούμενος να διαβεί τις πεπατημένες οδούς του δαφνοστεφανωμένου παρελθόντος του, ο Αμερικανός δημιουργός φιλοτεχνεί μία πραγματεία γύρω από το χρόνο που κυλά αδυσώπητα γραμμικά και την Ιστορία που δεν γυρίζει ποτέ προς τα πίσω. Ενώνοντας με ακρίβεια -μα όχι εμμονική λεπτομέρεια- το αφηγηματικό μέγεθος των εξιστορούμενων με το εξωαφηγηματικό ανάστημα των εξιστορούντων, δηλαδή την εξέλιξη του μύθου της ταινίας του με τη θέση αυτής στη δική του φιλμογραφία, ο Σκορσέζε παραδίδει μία ταινία που απευθύνεται πρωτίστως στους φανατικούς του οπαδούς, επειδή ακριβώς δεν μοιάζει με καμία από αυτές που τον βοήθησαν να χτίσει το φανατικό κοινό του.

Στον Ιρλανδό δεν θα συναντήσει κανείς το γρήγορο μοντάζ, τη γραφική απεικόνιση της μαφιόζικης βίας, το Gimme Shelter των Rolling Stones∙ το de-aging ο Μάρτι το κράτησε για τους ηθοποιούς του. Στη σκηνοθετική καρέκλα, ο Σκορσέζε αγκαλιάζει την επιβεβλημένη από το χρόνο και το βάρος του πτώση του αφηγηματικού ρυθμού, απλώνει χρονικά το έργο του εκμεταλλευόμενος κάθε λεπτό της μακράς διάρκειάς του για να καταλήξει, μέσα από το χρονικό μίας προαναγγελθείσης αλλά βαριάς προδοσίας, σε μία μελαγχολική αποτύπωση των πάγιων σκέψεων για τη μετάνοια (ή την έλλειψη αυτής) μπροστά στο αναπόδραστο φινάλε του θανάτου.

Πράος για τα κινηματογραφικά δεδομένα του, ο Αμερικανός εμπιστεύεται το διαρκές φλασμπάκ, σε έναν ρυθμό που δύναται να ελέγξει απόλυτα, και ρίχνοντας εξαντλητικά το τέμπο πριν την τελική αυλαία αφηγείται την πορεία ενός αντιήρωα που άγεται και φέρεται από δυνατότερους παίκτες ενός συστήματος που περιμένει να τον συνθλίψει.  Μιλά για έναν άνθρωπο που ψάχνει να δημιουργήσει μία τρύπα στον τοίχο για να διαφύγει αλλά ποτέ δεν βρίσκει τη δύναμη. Συνθέτει ένα λυρικό ρέκβιεμ που ειρωνικά μοιάζει πολύ περισσότερο με τον Νονό παρά με τα δικά του γκανγκστερικά έπη, έχει άλλωστε και σκηνές που αναφέρεται σχεδόν άμεσα σε αυτόν. Τούτος ο αποχαιρετισμός απευθύνεται σε μία εποχή που σβήνει, σε μία καριέρα που δύει, σε ένα κινηματογραφικό είδος που εκπνέει.

Δίχως να καταχράται το voice over και αποφεύγοντας με χαρακτηριστική άνεση τον κίνδυνο εκτροπής σε μία ψευδοϊστορική καταγραφή γεγονότων των οποίων η ιστορική αλήθεια αμφισβητείται (φυσικό κι επόμενο, πρόκειται άλλωστε για έναν θεμελιώδη δημιουργό του εξ Αμερικής gangster/crime cinema), ο Αμερικανός δημιουργός κατορθώνει να χωρέσει μέσα σε τρεισήμισι ώρες όλα εκείνα τα στοιχεία που τον διαμόρφωσαν. Ακόμα και αν ο Σκορσέζε δεν ολοκληρώσει την καριέρα του, ο Ιρλανδός θα αποτελεί μία αφάνταστα πυκνή σύνοψη των προβληματικών της ζηλευτής καριέρας του.

Η αμερικανική ιστορία που συνυφαίνεται δραματουργικά με τα κατορθώματα των αστέρων του οργανωμένου εγκλήματος, που μέσα στον αμοραλισμό τους διατηρούν στα μάτια του δημιουργού έναν ισχυρό, σχεδόν παιδικό ρομαντισμό, το αναλώσιμο της ζωής και της παρουσίας όλων των υψηλά ή χαμηλά ιστάμενων στον κόσμο του μαφιόζικου υλισμού, ιδωμένα μέσα από το βλέμμα ενός βεβαρημένου με αδάμαστες ενοχές Καθολικού που παρατηρεί ότι το τέλος κοντοζυγώνει και θα είναι το ίδιο για καλούς και κακούς, αμαρτήσαντες και μη, ασχέτως αν πρόφτασαν να συγχωρήσουν εαυτούς ή όχι.

Η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, η οποία στα χέρια άλλου δημιουργού θα οδηγούσε το φιλμ σε πλήρη εκτροχιασμό, εδώ έρχεται να επιτρέψει το άλλως αδύνατο: σε αυτήν την κινηματογραφική τελετουργία ο Σκορσέζε όφειλε να καλέσει τους συνοδοιπόρους του, αυτούς που γνωρίζουν το σινεμά όπως εκείνος και που βρίσκονται σιμά του στο τέλος του δρόμου. Γιατί οπωσδήποτε ο Λεονάρντο ντι Κάπριο στάθηκε επάξια στο πλευρό του δημιουργού, αλλά η σκορσεζική ψυχή δεν κατοικεί στα κοινά τους έργα. Άλλοι την κουβάλησαν μαζί με όλο το βάρος της και αυτοί έπρεπε να βρίσκονται εδώ.

Θα ήταν άστοχο να ειπωθεί ότι ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο πείθει όντως για τριανταπεντάρης όταν χρειάζεται. Η ψηφιακή δουλειά είναι ευρείας κλίμακας -οι μπλε φακοί στα μάτια του κάπως απροσδιόριστοι βέβαια- και η έκφραση του είναι συνταρακτική, αλλά το σώμα ανήκει σε έναν άνθρωπο που διανύει την όγδοη δεκαετία της ζωής του. Ωστόσο, όταν συνυπάρχει με τον Τζο Πέσι (σε μία ερμηνεία κέντημα αυτός, σαν να είναι ο μόνος που ανά πάσα στιγμή γνωρίζει το αληθές νόημα της ζωής που διάγει) και γεμίζουν κάθε ίντσα της οθόνης με κινηματογραφικό μεγαλείο που οι δυο τους έχουν αλησμόνητα γεννήσει στο παρελθόν, κυριαρχεί η αίσθηση ότι το de-aging ήταν αυτό που κατέστησε κάτι τέτοιο έστω οριακά εφικτό.

Αυτή η εικόνα, όπως συμπληρώνεται από την εμφάνιση του Αλ Πατσίνο ως Χόφα σε μια ερμηνεία το μέγεθος της οποίας είχε να αγγίξει πάνω από είκοσι χρόνια, αποπνέει την αίσθηση ενός κινηματογράφου που χάνεται οριστικά και που κανείς δεν θα μπορέσει με λόγια να χωρέσει το μέγεθός του. Τι να πει κανείς που να μπορεί να αγγίξει όσα έκαναν τη δεκαετία του 1970 και λίγο αργότερα ο Λιούμετ, ο Κόπολα, ο Σκορσέζε, όλοι αυτοί οι ηθοποιοί που η κοινή τους παρουσία είναι κάτι παραπάνω από το υπέρογκο άθροισμα του starmeter τους.

Ο Ιρλανδός είναι μία υπόκλιση στην εποχή εκείνη και μία larger than life ομολογία ήττας του Μάρτι και της παρέας του από τον ανίκητο Χρόνο που θερίζει αδιάκοπα. Μία ταινία που δεν προσπαθεί να ξεγελάσει κανέναν και νιώθει βαθιά στη σάρκα της αυτήν την καβαφική «πληγή από φρικτό μαχαίρι», καθώς και το ανίκητο φορτίο των τύψεων που δεν αφήνουν την ψυχή να αγιάσει.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ «ΤΥΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ