Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Ο σωσίας

Εναντίον του εαυτού μας…

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Αξιολόγηση: *** ½

Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Αγιοάντε

Παίζουν: Τζέσε Άιζενμπεργκ, Μία Γουασικόφσκα

Διάρκεια: 93’

Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι συνέγραψε το 1848, σε ηλικία 27 ετών, το δεύτερο μυθιστόρημά του, με τον τίτλο «Ο Σωσίας». Ένα ακριβώς χρόνο δηλαδή, προτού συλληφθεί για τη συμμετοχή του στην αναρχική ομάδα «Ο κύκλος του Πετρασέφσκι», με την κατηγορία της υποκίνησης ταραχών με σκοπό την ανατροπή του Τσάρου Νικολάου Α’. Η επακόλουθη καταδίκη του σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία, όπου και παρέμεινε για τέσσερα χρόνια, τον άλλαξε μια για πάντα και συνετέλεσε ριζικά στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας του. Από τα πρώτα κιόλας δείγματα γραφής πάντως, είχε αφήσει να διαφανούν κάποιες από τις έννοιες και τις ιδέες που διέτρεξαν τελικά ολόκληρο το έργο του. Όπως την εσωτερική πάλη του ανθρώπου απέναντι στον πιο σκληρό εχθρό που μπορεί να βρει στον δρόμο του, τον ίδιο του τον εαυτό. Όσον αφορά δε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, τη μάχη για να αποδεχτούμε την ταυτότητά μας κόντρα στις φαντασιώσεις ενός εναλλακτικού αλλά ταυτόχρονα πανομοιότυπου εαυτού. Ενός σωσία που θα διόρθωνε όλα τα κακώς κείμενα, που θα έκλεβε την παράσταση όπου κι αν εμφανιζόταν.

Ο Βρετανός (με τις νιγηριανό-νορβηγικές ρίζες), Ρίτσαρντ Αγιοάντε, μετά το ελπιδοφόρο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, “Submarine” (2010), επιλέγει να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το συγκεκριμένο πολύ-επίπεδο μυθιστόρημα. Εγχείρημα υψηλού ρίσκου αλλά και ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Ο Αγιοάντε τολμά λοιπόν και σε μεγάλο βαθμό δικαιώνεται. Πρωτίστως, διότι έχει φροντίσει να χτίσει ένα περιφραγμένο σύμπαν που γίνεται πειστικό και αρεστό τόσο στο μυαλό όσο και στο μάτι. Μία συνεχής αίσθηση απειλής ή αν όχι ακριβώς απειλής, τουλάχιστον δυσάρεστης παραξενιάς και ιδιορρυθμίας. Κάτι αλλόκοτο και άσχημο κυριαρχεί τόσο στην ευρύτερη εικόνα όσο και στη στενότερη του κεντρικού μας ήρωα. Ένα αδιευκρίνιστο χρονικά περιβάλλον, τοποθετημένο κάπου αόριστα στη μεταπολεμική Αμερική. Μια ιστορία φουτουριστικής δυστοπίας, δοσμένη όμως με vintage αισθητική. Μία αντίθεση που συντελεί στην αίσθηση άχρονου, σαν να μπορούσαν όλα αυτά να συμβούν πάντοτε και να μην συμβούν ποτέ, συγχρόνως. Μία ατμόσφαιρα πνιγηρή που εντείνεται τόσο από το ντεκόρ όσο και από τα χρώματα. Κτήρια και δρόμοι που μοιάζουν να έχουν εγκαταλειφτεί, τονισμοί και φωτισμοί μεταλλικών αποχρώσεων. Παρόλα αυτά όμως και αφότου έχει χτίσει ένα κόσμο μελλοντολογικής αποξένωσης και απαισιοδοξίας, ο Αγιοάντε εξακολουθεί να έχει τον άνθρωπο στο επίκεντρό του. Όπως ακριβώς τα φωτισμένα πρόσωπα και βλέμματα των πρωταγωνιστών του που ξεχωρίζουν μέσα στο σκοτεινό φόντο. 

Αν υπάρχει κάποιος τομέας στον οποίο ο Αγιοάντε χάνει κάπως τον έλεγχο είναι αυτός των νοημάτων που αναπτύσσονται στην ταινία. Τα όσα θέλει να πει και να δείξει είναι ανά πάσα στιγμή ενδιαφέρονται και γοητευτικά, απλώς ενίοτε μπουρδουκλώνονται σαν να προσπαθούν να μιλήσουν όλα μαζί ταυτόχρονα. Μοναξιά, ανάγκη αυτοπροσδιορισμού, η αυθόρμητη ανθρώπινη ανάγκη αυτοκαταστροφής. Η μάχη του καθενός με τους εσωτερικούς του δαίμονες και η μάχη του ατόμου απέναντι στο σύνολο που ισοπεδώνει. Η δύναμη που απαιτείται για να γίνει αποδεκτή και σεβαστή μία προσωπικότητα, όπως και αν ορίζεται αυτή, έστω και μέσα από τη μιζέρια και την «ανυπαρξία» της. Όλα τα παραπάνω αναπτύσσονται στιβαρά μεν, αλλά ίσως όχι με την απαραίτητη ηρεμία. Χωρίς να παίρνουν ακριβώς τον χρόνο τους προκειμένου να ειπωθούν ήρεμα και άνετα. Ακόμη κι έτσι όμως, το θετικότατο πρόσημο δεν αναιρείται σε καμία των περιπτώσεων.

Κλείνοντας, μια μικρή μνεία στον Τζέσε Άιζενμπεργκ. Προσωπικά μιλώντας, είχα πειστεί πως η ερμηνευτική του γκάμα είναι διαθέτει πολλά περισσότερα από το βερμπαλιστικό πολυβόλο, ήδη από τη φοβερή του ερμηνεία στο πολύ καλό “Night Moves” της Κέλι Ράιχαρντ. Εδώ, απλώς μου επιβεβαίωσε αυτή την πεποίθηση. Σε κανένα σημείο δεν πελαγοδρομεί, σε κανένα σημείο δεν κωλώνει μπροστά στη δυσκολία του ρόλου. Μετατρέπεται σε μία πραγματική διπλοτυπία του χαρακτήρα που υποδύεται, κατορθώνοντας να γίνει ταυτόχρονα συμπαθής και απωθητικός. Χρησιμοποιεί τα στοιχεία της κωμικής του μανιέρας χωρίς να κάνει κατάχρηση, αλλά συγχρόνως αποπνέει μία σιωπηρή εσωτερική ένταση. Μας πηγαίνει βόλτα στην σκοτεινή πλευρά της παράνοιας χαμογελώντας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ