Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Θεσσαλονίκη: Βικτόρια Χίσλοπ, η φωτιά του 1917 και οι ομοιότητες με Λονδίνο

Εκδήλωση για τα 100 χρόνια από τη φωτιά

«…Σε κείνο το σκοτεινό και ρυπαρό κατώι βρήκε να πέσει μια καύτρα, εκείνο το απόγευμα…»

Βικτώρια Χίσλοπ, «Το Νήμα»

Με αυτή την σύντομη φράση, η πολυδιαβασμένη συγγραφέας Βικτώρια Χίσλοπ, ξεδιπλώνει, την αφήγηση της για την απαρχή της μεγάλης καταστροφικής πυρκαγιάς στη Θεσσαλονίκη του 1917, στο βιβλίο της, «Το Νήμα». Με αυτή τη φράση επέλεξε να ξεκινήσει την ανάγνωση του σχετικού αποσπάσματος, μιλώντας άπταιστα ελληνικά, σε εκδήλωση σε αίθουσα του δημαρχείου Θεσσαλονίκης, για τα εκατό χρόνια (1917-2017) από την ανάμνηση του δραματικού γεγονότος που άλλαξε τη φυσιογνωμία της πόλης.

«Η ιδέα, ότι κάτι καλό μπορεί να προκύψει μέσα από μια καταστροφή, είναι έναυσμα ελπίδας» είπε η καταξιωμένη συγγραφέας, συγκρίνοντας τις ομοιότητες της πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης με την μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου, το 1666, που η ίδια διδάχθηκε στο σχολείο, σε ηλικία οκτώ ετών. Στο Λονδίνο, όπως είπε, η ανοικοδόμηση μετά τη φωτιά δεν έγινε ακριβώς όπως είχε σχεδιαστεί για οικονομικούς λόγους, αλλά ωστόσο, υπήρξε σημαντική βελτίωση στις υποδομές, έγιναν νέα κτίρια, «η νέα πόλη γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες της παλιάς». Αντίστοιχα, είπε η γνωστή συγγραφέας, η Θεσσαλονίκη είναι μια «ανθεκτική πόλη», η ελπίδα επέζησε…

Στο μυθιστόρημα της «Το Νήμα», η συγγραφέας, ακολουθεί τη ζωή μιας οικογένειας, που αφού έχει χάσει το παραθαλάσσιο αρχοντικό της και την επιχείρησή της στη φωτιά, αναγκάζεται να ζήσει σε ένα μικρότερο σπίτι, με νέους γείτονες, άλλης κοινωνικής τάξης, μουσουλμάνους, εβραίους, με τους οποίους σε άλλες συνθήκες δε θα είχε συναναστραφεί. Η νέα ζωή τους έχει στερήσεις αφού όλα έχουν χαθεί στην πυρκαγιά, αλλά σταδιακά γίνεται όλο καλύτερη, όπως καλύτερη γίνεται και η επικοινωνία τους με συμπολίτες τους.

«Στα μάτια μου το Λονδίνο και η Θεσσαλονίκη είναι δύο πόλεις επιβίωσης, μου δίνουν την αίσθηση συνεχούς ανάπτυξης» είπε η κ. Χίσλοπ.

Ο καθηγητής ιστορίας νεωτέρων χρόνων του ΑΠΘ Βασίλης Γούναρης περιέγραψε τις συνθήκες μέσα στις οποίες εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα, με τους ξένους στρατούς των συμμαχικών δυνάμεων του Α' Παγκοσμίου Πολέμου να στρατωνίζονται εκείνη την εποχή σε καταυλισμούς πέριξ του κέντρου της πόλης, το οποίο κατακάηκε, αφανίστηκε πλήρως από την μεγάλη πυρκαγιά, η οποία ξεκίνησε από ένα ξύλινο σπίτι. Τεσσεράμισι χιλιάδες κτίρια καμένα, εβδομήντα χιλιάδες άστεγοι. Η πόλη, όπως είπε, ως τότε, ήταν πράγματι ένα μωσαϊκό διαφόρων εθνοτήτων και θρησκειών και η πυρκαγιά άλλαξε τους όρους της κοινής τους συμβίωσης, αν και όπως είπε τα μέλη των διαφόρων ομάδων δεν είχαν ιδιαίτερες κοινωνικές συναναστροφές μεταξύ τους, και αυτές περιοριζόταν κυρίως στις εμπορικές τους συναλλαγές. Η πυρκαγιά σε συνδυασμό και με άλλα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν συνέβαλε στην ριζική αλλαγή της φυσιογνωμίας της πόλης τα επόμενα χρόνια, η οποία στο κοινωνικό πεδίο ήδη είχε να αρχίσει να αλλάζει και πριν από την πυρκαγιά, καθώς είχε αρχίσει να βαθαίνει η κρίση.

«Η ζημιά από την πυρκαγιά υπολογίστηκε σε οκτώ εκατομμύρια λίρες Αγγλίας. Οι ασφαλιστικές εταιρίες την εκτίμησαν στα τέσσερα εκατομμύρια» είπε ο κ. Γούναρης.

Από αυτά, για νομικούς λόγους, δεν καταβλήθηκε το σύνολο των αποζημιώσεων, αλλά λιγότερα, λίγο πάνω από τρία εκατομμύρια λίρες, από βρετανικές ασφαλιστικές εταιρίες, δηλαδή λιγότερο από τα μισό κόστος της πραγματικής καταστροφής, πρόσθεσε ο διδάκτορας ιστορίας και έφορος του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης, Ευάγγελος Χεκίμογλου.

Ο κ. Χεκίμογλου αναφέρθηκε στην αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης της πόλης, μετά την πυρκαγιά και στην «προλεταριοποίηση» μεγάλου μέρους της μεσοαστικής τάξης της, κυρίως των εβραίων, οι οποίοι στο μεγαλύτερο ποσοστό τους κατοικούσαν και δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά στο κέντρο (οι μουσουλμάνοι κατοικούσαν κυρίως στην 'Ανω Πόλη και οι χριστιανοί στην περιοχή της Καμάρας).

«Είκοσι χιλιάδες πυροπαθείς εβραίοι, το ένα τρίτο της εβραϊκής κοινότητας, έμεινε χωρίς σπίτια και επιχειρήσεις και αυτός ο πληθυσμός στην πλειοψηφία του δεν αποκαταστάθηκε ποτέ» είπε ο κ. Χεκίμογλου. Σημείωσε, ότι τότε δημιουργήθηκαν οι οικισμοί «151», «6», «Ρεζί Βαρδάρ», κ.α. Υπογράμμισε, ότι οι παλαιότεροι πέθαιναν σε αντίσκηνα, οι νεώτεροι μετανάστευαν, τα γυναικόπαιδα πουλούσαν κτηματόγραφα για να επιβιώσουν, οι περισσότεροι στερήθηκαν από πέντε, ως επτά χρόνια, τη δυνατότητα εισοδήματος. Οι αξίες εκμηδενίστηκαν λόγω του πληθωρισμού (η δραχμή του 1918 είχε χάσει το 90% της αξίας της ως το 1921). Τόνισε, επίσης, ότι ήταν περίπου αδύνατο για τους περισσότερους από αυτούς τους πυροπαθείς, μέσα στην κρίση, να διεκδικήσουν μερίδιο από τα νέα οικόπεδα, λόγω έλλειψης χρημάτων, καθώς το νέο σχέδιο της ανοικοδόμησης προέβλεπε μεγαλύτερα οικόπεδα, έως 200-250 τ. μέτρα, ενώ οι περισσότερες ιδιοκτησίες πριν την πυρκαγιά δεν ξεπερνούσαν τα 100 τ.μ. «Η κατάσταση ήταν τραγική, κυρίως επειδή διέμεναν κοντά στις επιχειρήσεις τους στο κέντρο, οπότε μαζί με τα καταστήματα έχασαν και τα σπίτια τους» τόνισε ο κ. Χεκίμογλου. Αυτή η κατάσταση, πρόσθεσε ο κ. Χεκίμογλου συνεχίστηκε μέχρι και το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε η συντριπτική πλειοψηφία των εβραίων της πόλης οδηγήθηκε και αφανίστηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα.

Από την πλευρά του, ο καθηγητής αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ Νίκος Καλογήρου αναφέρθηκε στον πολεοδομικό σχεδιασμό της ομάδας του Ερνέστ Εμπράρ, η οποία επανασχεδίασε το κέντρο της πόλης μετά την πυρκαγιά, με κεντρικό άξονα την Αριστοτέλους. Σημείωσε, ότι το σχέδιο εφαρμόστηκε σε μεγάλο βαθμό, «τα πολεοδομικά σχέδια, δεν εφαρμόζονται συνήθως καθ' ολοκληρία». Πρόσθεσε, ότι επιλέχθηκε μια αρχιτεκτονική «νεοαποικιακού» τύπου, του ρεύματος του εκλεκτικισμού, ενώ σχεδιάστηκαν σύγχρονες υποδομές (λεωφόροι, δρόμοι, τραμ, υδραγωγεία, κ.α.), κυρίως για να εξυπηρετήσουν μια νέα αναδυόμενη αστική τάξη, με δυναμικά χαρακτηριστικά, η οποία προβλεπόταν ότι θα προέκυπτε μετά την καταστροφική πυρκαγιά και τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου. Επεσήμανε, ότι με το δρόμο που επιλέχθηκε ίσως να έχασε η πόλη κάτι από την οργανική της σύνδεση της με τα μνημεία της, βυζαντινά, ρωμαϊκά, αλλά κέρδισε εντυπωσιακές καινοτομίες για την εποχή. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι ως τότε, αλλά και διαχρονικά, ο κεντρικός άξονας της πόλης ήταν η Εγνατία και προέβλεψε ότι αυτός θα είναι και πάλι, όταν ολοκληρωθούν οι εργασίες του μετρό.

«Οφείλουμε να συνομιλούμε με την ιστορία» είπε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, υπογραμμίζοντας ότι η ανάδειξη των ιστορικών γεγονότων που επηρέασαν τη ζωή, τη φυσιογνωμία και τη λειτουργία της πόλης βοηθά στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, αλλά συντελεί και στη διαμόρφωση του μέλλοντος της. Πρόσθεσε ότι μια πόλη που σέβεται τον εαυτό της «δεν πρέπει να έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με την ιστορία», αναφέρθηκε στο δράμα των εβραίων κατοίκων που επλήγησαν περισσότερο σε σχέση με άλλες πληθυσμιακές ομάδας καθώς και σε εβραίους που μετανάστευσαν σε χώρες της Κ. Ευρώπης, πρόκοψαν και αποτελούν συνδετικό κρίκο με το παρελθόν της πόλης. Υπογράμμισε, επίσης, ότι, διαρκώς, η προσπάθεια που καταβάλλεται είναι να γίνεται η Θεσσαλονίκη , όλο και «πιο φιλόξενη, λειτουργική και σύγχρονη πόλη».

Την εκδήλωση διοργάνωσαν η «Πολιτιστική Εταιρία Επιχειρηματιών Β. Ελλάδος», το «Κολλέγιο Ανατόλια» και ο δήμος Θεσσαλονίκης και τη συζήτηση συντόνισε ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου και διευθυντής του δικτύου «Ναυαρίνο», Δημήτρης Καιρίδης.

Στην έναρξη της εκδήλωσης προβλήθηκε ντοκιμαντέρ μικρής διάρκειας του δημοσιογράφου Κώστα Μπλιάτκα, με θέμα την πυρκαγιά του 1917.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ως τζαμί λειτουργεί από σήμερα η Μονή της Χώρας – Τι δήλωσε στα εγκαίνια ο Ερντογάν
Tα ψηφιδωτά στους τοίχους στον χώρο της προσευχής καλύφθηκαν, ενώ καθορίστηκε περιοχή που θα την επισκέπτονται οι τουρίστες με ξεναγό
Ως τζαμί λειτουργεί από σήμερα η Μονή της Χώρας – Τι δήλωσε στα εγκαίνια ο Ερντογάν
Πανεπιστήμιο Κολούμπια: Ακυρώνει την μεγαλειώδη τελετή απονομής τίτλων σπουδών
Το πανεπιστήμιο έγινε το επίκεντρο του κινήματος διαμαρτυρίας εναντίον του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας
Πανεπιστήμιο Κολούμπια: Ακυρώνει την μεγαλειώδη τελετή απονομής τίτλων σπουδών