Της ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΖΟΥΦΗ
Η ακρίβεια σε είδη πρώτης ανάγκης και κυρίως σε προϊόντα διατροφής, το κόστος της ενέργειας αλλά και το ύψος των ενοικίων ταλανίζουν τους καταναλωτές του νομού Θεσσαλονίκης, οι οποίοι μάλιστα θεωρούν ότι στο επόμενο διάστημα οι τιμές καταναλωτή θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο.
Είναι ενδεικτικό ότι 1 στους 10 (11%) αναφέρει ότι δεν είναι σε θέση να πληρώσει τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ πάνω από 6 στους δέκα χαρακτηρίζουν υψηλά τα ενοίκια στην περιοχή που μένουν και δυσκολεύονται να τα καταβάλουν.
Το υψηλός κόστος της ενέργειας και των καυσίμων αλλά και των α΄ υλών καθώς και η φορολογία, αποτελούν εξάλλου την τριάδα των βασικών προβλημάτων των επιχειρήσεων της περιοχής. Παράλληλα, οι φυσικές καταστροφές αρχίζουν να απασχολούν σοβαρά τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τους καταναλωτές.
Αυτά είναι μερικά από τα συμπεράσματα του «Βαρόμετρου ΕΒΕΘ» για το δεύτερο εξάμηνο του 2023, το οποίο δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες αποκλίσεις με το Βαρόμετρο του προηγούμενου εξαμήνου (Μαρτίου 2023) και έτσι, παρά το ότι μεσολάβησαν πολύ σημαντικά γεγονότα, το κλίμα είναι περίπου σταθερό.
Το βαρόμετρο που παρουσιάστηκε σήμερα στην έδρα του Επιμελητηρίου από τον Α΄ Αντιπρόεδρο του ΕΒΕΘ, κ. Εμμανουήλ Βλαχογιάννη και από τον Διευθυντή Ερευνών της εταιρείας Palmos Analysis, κ. Πασχάλη-Αλέξανδρο Τεμεκενίδη ήταν επετειακό, αφού πρόκειται για το 30ο Βαρόμετρο (σ.σ. οι σχετικές έρευνες ξεκίνησαν πριν 15 χρόνια).
Ενισχύθηκε η απαισιοδοξία των καταναλωτών
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, οι καταναλωτές στο Νομό Θεσσαλονίκης εξακολουθούν να διακατέχονται από απαισιοδοξία, ελαφρώς ενισχυμένη σε σχέση με τον Μάρτιο 2023. Έτσι, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στο Νομό Θεσσαλονίκης διαμορφώνεται στις -35 μονάδες, με πτώση 5 μονάδων σε σχέση με τον Μάρτιο 2023.
Η έρευνα καταγράφει μικρή επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης στο Νομό Θεσσαλονίκης, ενώ τόσο σε Εθνικό όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο καταγράφεται ανεπαίσθητη βελτίωση σε σχέση με τον Μάρτιο 2023. Ανακόπτεται έτσι η βελτίωση που παρατηρήθηκε τον Μάρτιο του 2023, ωστόσο πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι σε προεκλογικές περιόδους το κλίμα τείνει να είναι βελτιωμένο λόγω των προσδοκιών που δημιουργούνται στους πολίτες.
Έντονη αίσθηση ακρίβειας
Η επίπτωση της ακρίβειας σε προϊόντα και ενέργεια στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, εξακολουθεί να παίζει καταλυτικό ρόλο στην καταναλωτική εμπιστοσύνη, καθώς οι καταναλωτές στο Νομό Θεσσαλονίκης, αφενός εκτιμούν καθολικά (97%) ότι οι τιμές καταναλωτή κατά το τελευταίο έτος αυξήθηκαν «Πολύ» ή «Αρκετά», αφετέρου εκτιμούν επίσης σε συντριπτικό βαθμό (76%) ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να αυξάνονται και στο μέλλον με παρόμοιο ή μεγαλύτερο ρυθμό.
Όπως εξήγησε ο κ. Τεμεκενίδης, επιμένει σε πάρα πολύ υψηλό επίπεδο η αίσθηση για την εξέλιξη των τιμών. Οι άνθρωποι δηλαδή δηλώνουν ότι οι τιμές αυξάνονται και μάλιστα με πολύ μεγάλο ρυθμό. Μάλιστα η εκτίμηση για την εξέλιξη των τιμών το επόμενο εξάμηνο έχει ξαναπάρει την πάνω βόλτα. Έχουμε μια μεγάλη αύξηση των καταναλωτών που θεωρούν ότι μέσα στο επόμενο διάστημα οι τιμές θα αυξηθούν ακόμη πιο πολύ, όπως είπε.
Η πλειοψηφία δυσκολεύεται με ρεύμα-ενοίκιο
Από τις ad hoc ερωτήσεις των καταναλωτών του Βαρόμετρου του ΕΒΕΘ αναδεικνύεται η δυσκολία των καταναλωτών να ανταποκριθούν σε βασικά έξοδα, όπως το ενοίκιο και το ρεύμα.
Ειδικότερα, δυσβάσταχτοι χαρακτηρίζονται οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος από το 11% των νοικοκυριών στον Νομό Θεσσαλονίκης και αναφέρουν ότι δεν είναι σε θέση να τους πληρώσουν, ενώ το 59% τους θεωρούν υψηλούς και αναφέρουν ότι τους δυσκολεύει η αποπληρωμή τους.
Παράλληλα, υψηλά χαρακτηρίζει η μεγάλη πλειοψηφία (66%) των καταναλωτών στον Νομό Θεσσαλονίκης το ύψος των ενοικίων στην περιοχή όπου κατοικούν και δυσκολεύονται να το καταβάλουν.
Αποταμιεύσεις και σημαντικές αγορές
Ωστόσο, παρά την αίσθηση ακρίβειας που διακατέχει τα νοικοκυριά, όπως παρατήρησε ο κ. Τεμεκενίδης, υπάρχει οριακή βελτίωση για τη γενικότερη κατάσταση των νοικοκυριών και των αποταμιεύσεων. Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, το ποσοστό αυτών που αποταμιεύουν ξεπερνά έστω και οριακά αυτό όσων δηλώνουν ότι «τραβούν» από τα έτοιμα ή χρεώνονται προκειμένου να επιβιώσουν. Αυτό, σύμφωνα με τον κ. Τεμεκενίδη, οδηγεί σε έστω και μικρή αύξηση στην πρόθεση για σημαντικές αγορές εντός του επόμενου διαστήματος, αν και αυτές οι αγορές αφορούν κυρίως αγορές εντός νοικοκυριού όπως έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές κλπ όμως τα νοικοκυριά δεν είναι ακόμη σε θέση να αγοράσουν αυτοκίνητο ή να ανακαινίσουν ή να αγοράσουν σπίτι. Η ανασφάλεια και η επιφυλακτικότητα των νοικοκυριών αντικατοπτρίζεται δηλαδή στις πολύ μεγάλες αγορές.
Σε αρνητικό έδαφος ο Δείκτης της Βιομηχανίας
Την ίδια στιγμή ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών για τη Βιομηχανία στο Νομό Θεσσαλονίκης εμφανίζει πτώση και περνάει ξανά σε ελαφρά αρνητικό έδαφος.
Έτσι, το ισοζύγιο θετικών – αρνητικών εκτιμήσεων του “Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών της Βιομηχανίας” βρίσκεται πλέον στις -3 μονάδες στο Νομό Θεσσαλονίκης, έναντι +5 τον Μάρτιο 2023.
Ειδικότερα, οι απόψεις των βιομηχανιών του Νoμού Θεσσαλονίκης συνοψίζονται στα εξής: Βελτιώνονται ελαφρά οι εκτιμήσεις για την εξέλιξη της παραγωγής κατά το τελευταίο εξάμηνο (0 από -3 τον Μάρτιο 2023), ωστόσο οι εκτιμήσεις για την εξέλιξη της παραγωγής στο άμεσο μέλλον αναφορικά με το Νομό Θεσσαλονίκης επιδεινώνονται, παραμένοντας όμως σε θετικό έδαφος (+16 έναντι +47 τον Μάρτιο του 2023, το καλύτερο σημείο στην ιστορία των μετρήσεων του Βαρόμετρου ΕΒΕΘ).
Με ελαφρά πτώση, αλλά σε σαφώς θετικό έδαφος, βρίσκεται ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών στον κλάδο των Υπηρεσιών. Πιο αναλυτικά, ο σχετικός «Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών» για τον τομέα των Υπηρεσιών καταγράφεται στο +18, έναντι +24 το προηγούμενο εξάμηνο.
Στο πλαίσιο αυτό είναι θετική και στο υψηλότερο σημείο από την καθιέρωση των μετρήσεων του Βαρόμετρου ΕΒΕΘ η εικόνα ως προς την εξέλιξη της επιχειρηματικής κατάστασης των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών (στο +9 από +6 τον Μάρτιο 2023), ενώ η αποτίμηση για την εξέλιξη της ζήτησης το εξάμηνο που μας πέρασε είναι σχεδόν σταθερή και σε έντονα θετικό έδαφος (+22 από +24 τον Μάρτιο 2023).
Επιδείνωση στο λιανικό εμπόριο
Αντίθετα, επιδείνωση του κλίματος καταγράφεται στις επιχειρήσεις Λιανικού Εμπορίου στο Νομό Θεσσαλονίκης σε σχέση με τον Μάρτιο του 2023, με τον «Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών για το Λιανικό Εμπόριο» να βρίσκεται σε ουδέτερο πλέον έδαφος.
Έτσι, το ισοζύγιο θετικών – αρνητικών εκτιμήσεων του «Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών Λιανικού Εμπορίου» βρίσκεται στο +1 (από +11 τον Μάρτιο 2023).
Στα καλύτερά τους σε σχέση με τις «μαύρες» ημέρες της προηγούμενης δεκαετίας είναι οι κατασκευές, σύμφωνα με τον κ. Τεμεκενίδη. Ειδικότερα, στο υψηλότερο επίπεδο στην ιστορία των μετρήσεων του Βαρόμετρου ΕΒΕΘ παραμένει ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών στον κλάδο των Κατασκευών.
Έτσι, το ισοζύγιο θετικών-αρνητικών εκτιμήσεων του «Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών Κατασκευών» βρίσκεται στις -2 μονάδες στο Νομό Θεσσαλονίκης (έναντι -1 τον Μάρτιο 2023).
Τα σημαντικότερα προβλήματα για τις επιχειρήσεις
Από τις ad hoc ερωτήσεις των επιχειρήσεων του Βαρόμετρου του ΕΒΕΘ προκύπτουν τα ακόλουθα:
Συνολικά σχεδόν 3 στις 10 επιχειρήσεις (28%) στο Νομό Θεσσαλονίκης διαπιστώνουν προβλήματα ελλείψεων πρώτων υλών ή προϊόντων στην αγορά (40% τον Μάρτιο 2023 και 50% τον Σεπτέμβριο 2022), είτε σε μικρό βαθμό (22%) είτε σε μεγάλο βαθμό (6%).
Το υψηλό κόστος ενέργειας και καυσίμων αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις στον Νομό Θεσσαλονίκης (38% έναντι 30% τον Μάρτιο του 2023) και ακολουθούν το υψηλό κόστος πρώτων υλών/προϊόντων (30% έναντι 31% τον Μάρτιο 2023) και το υψηλό κόστος φορολογίας (με αυξημένο ποσοστό 29% έναντι 20% τον Μάρτιο 2023).
Ανάκτηση Επενδυτικής Βαθμίδας
Πάνω από 3 στις 4 επιχειρήσεις στον Νομό Θεσσαλονίκης θεωρούν ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τη χώρα μας είναι «Πολύ» (46%) ή «Αρκετά» (31%) σημαντική για την οικονομία της χώρας, ενώ 2 στις 3 περίπου θεωρούν ότι ένα τέτοιο γεγονός είναι σημαντικό και για την ίδια την επιχείρησή τους, είτε «Πολύ» (32%) είτε «Αρκετά» (33%).
Ασφάλεια έναντι φυσικών καταστροφών
Στο μεταξύ, μετά και τις μεγάλες φυσικές καταστροφές που έγιναν σε Έβρο και Θεσσαλία, στο πλαίσιο των ad hoc ερωτήσεων του Βαρόμετρου, καταναλωτές και επιχειρήσεις ερωτήθηκαν για την κλιματική αλλαγή και τις φυσικές καταστροφές καθώς και για την πρόθεσή τους να ασφαλίσουν τα σπίτια/επιχειρήσεις τους έναντι αυτών.
Περίπου 3 στους 4 καταναλωτές στον Νομό Θεσσαλονίκης θεωρούν ότι η κλιματική αλλαγή και οι συνέπειες που προκαλεί στη ζωή τους είναι «Πολύ» (46%) ή «Αρκετά» (28%) σημαντικά θέματα. Όμως, πρακτικά μόνο περίπου 1 στους 5 (22%) δηλώνει ότι έχει ασφαλίσει το σπίτι του από το ενδεχόμενο κάποιας φυσικής καταστροφής (όπως πλημμύρα, σεισμός κτλ), ενώ δύο στους τρεις (64%) δεν το έχουν κάνει ακόμα. Μεταξύ των τελευταίων, μόλις 1 στους 5 δηλώνει ότι «Σίγουρα» (5%) ή «Πολύ πιθανά» (16%) θα ασφαλίσει το σπίτι του από το ενδεχόμενο φυσικής καταστροφής μέσα στον επόμενο χρόνο, ενώ στον αντίποδα το 57% δηλώνουν ότι δεν πρόκειται να προβούν σε τέτοια ενέργεια.
Σε ότι αφορά την άποψη των επιχειρήσεων για το ίδιο θέμα, περίπου οι μισές επιχειρήσεις (46%) στον Νομό Θεσσαλονίκης δηλώνουν ότι έχουν λάβει κάποια μέτρα για την προστασία από τις συνέπειες φυσικών καταστροφών, όπως επενδύσεις για την προστασία των εγκαταστάσεων τους. Από τις υπόλοιπες, το 25% δηλώνουν ότι σκοπεύουν να το πράξουν στο άμεσο (11%) ή το απώτερο (14%) μέλλον, ενώ 2 στις 3 δεν σκοπεύουν να λάβουν κανένα σχετικό μέτρο.
Επιπλέον, πάνω από τις μισές επιχειρήσεις στον Νομό Θεσσαλονίκης (56%) δηλώνουν ότι είναι ασφαλισμένες για το ενδεχόμενο φυσικής καταστροφής και μεταξύ όσων δεν είναι (39%), 1 στις 4 δηλώνουν ότι «Σίγουρα» (6%) ή «Πολύ πιθανά» (19%) θα ασφαλιστούν από το ενδεχόμενο μιας φυσικής καταστροφής εντός του επόμενου έτους. Περαιτέρω, μεταξύ όσων δεν έχουν ασφαλίσει την επιχείρησή τους, ο κύριος λόγος που επικαλούνται είναι ότι δεν θεωρούν σοβαρό τον κίνδυνο μιας τέτοιας καταστροφής (49%) αλλά και ότι το κόστος ασφάλισης είναι υψηλό (34%).
Η ταυτότητα της έρευνας
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου σε συνολικό δείγμα 1.500 ερωτώμενων (800 επιχειρήσεων και 700 καταναλωτών) και καλύπτοντας και τους τέσσερις τομείς της οικονομίας (βιομηχανία –μεταποίηση, υπηρεσίες, λιανικό εμπόριο και κατασκευές).