Του ΝΙΚΟΥ ΚΑΜΠΑΝΗ, συγγραφέα, ερευνητή
Κάποια μέρα του 1861 William Mumler, χαράκτης το επάγγελμα στη Βοστώνη, κατά τις ελεύθερες ώρες του ασχολείτο ως ερασιτέχνης στη φωτογραφία, οπότε, φωτογραφίζοντας έναν όμιλο προσώπων,παρατήρησε με έκπληξη, ότι επί της φωτογραφικής εικόνας ευρίσκετο μία επί πλέον μορφή. Όπως ήταν φυσικό, υπέθεσε ότι η πλάκα εκείνη θα είχε προηγουμένως επηρεασθεί και κατά λάθος αναμίχθηκε μεάλλες. Έλαβε λοιπόν μια άλλη, καινούργια, και τράβηξε άλλη φωτογραφία αλλά το αποτέλεσμα ήταν το αυτό.
Αυτή ήταν η απαρχή της πρώτης πνευματιστικής φωτογραφίας. Το γεγονός αυτό διαδόθηκε ταχύτατα στη Βοστώνη και ο Mumler, λόγω των πολλών αιτήσεων προς φωτογράφηση, εγκατέλειψε το επάγγελματου χαράκτη και άνοιξε ειδικό φωτογραφείο στη Βοστώνη, κατ' αρχάς, και βραδύτερα στη Νέα Υόρκη.
Όπως ήταν φυσικό, οι εξ επαγγέλματος φωτογράφοι αντέδρασαν και ο Mumler καταγγέλθηκε για μαγγανεία και δόλο. Κατά τη δίκη όμως που επακολούθησε, απέδειξε την αλήθεια και αθωώθηκε. Έκτοτε, τα φωτογραφικά διάμεσα πολλαπλασιάσθηκαν σε όλες τις χώρες. Ομοίως, απαγγέλθηκε παρόμοια κατηγορία και κατά του J. Hartmann από το Cincinnati, ότι δηλαδή κατέφευγε σε δόλια τεχνάσματα για δήθεν φωτογραφίες πνευμάτων. Τότε όμως αυτός ζήτησε όπως οι κατήγοροί του, κανονίσουν αυτοί τις μεθόδους ελέγχου όπως ήθελαν. Σχηματίσθηκε λοιπόν δεκαπενταμελής εξελεγκτική επιτροπή, μεταξύ δε αυτών ήσαν και πέντε ειδικοί φωτογράφοι, των οποίων παραθέτουμε κατωτέρω την ενυπόγραφο έκθεση, η οποία ελήφθη από το βιβλίο του αιδεσιμότατου Charles Tweedal «Επιβίωσις μετά Θάνατον», και η οποία έχει ως εξής:
«Οι υπογεγραμμένοι λαβόντες μέρος εις τον δημόσιον έλεγχον των πνευματιστικών φωτογραφιών του κ. J. Hartmann, πιστοποιούμεν δια του παρόντος εγγράφου, ότι επετηρήσαμεν μετά προσοχής και παρηκολουθήσαμεν αγρύπνως, τον χειρισμόν των ιδίων ημών σεσημασμένων πλακών, καθ' όλην την διαδικασίαν, εντός και εκτός του σκοτεινού διαμερίσματος, χωρίς να δυνηθώμεν να ανακαλύψωμεν τοελάχιστον ίχνος απάτης ή τεχνάσματος εκ μέρους του κ. J. Hartmann. Πιστοποιούμεν περαιτέρω, ότι κατά την τελευταίαν επιτυχή συνεδρίαν, εις ουδεμίαν στιγμήν ήγγισε την πλάκα ή εισήλθεν εν τω σκοτεινώ διαμερίσματι». Υπογραφές: J. Slatter, V. Cutter, F.T. Moreland, J. Kinsey, G.A. Carnshan, κ.λπ. ακολουθούν δέκα ακόμη υπογραφές. Έτσι κατέπεσε και η κατηγορία αυτή, και έκτοτε η πνευματιστική φωτογραφία είναι γεγονός μη αμφισβητήσιμο πλέον.
Το έτος 1919 συνεστήθη στο Birminghom η Εταιρεία για τη Σπουδή των Υπερκοσμίων φωτογραφιών, η οποία ομοίως επιβεβαίωσε το γεγονός με εκατοντάδες πειράματα. Η τεχνική διαδικασία περιγράφεταιλεπτομερώς στο βιβλίο της Helen Alex Dallas, Διαμεσικοί καταρτισμοί.
Κατά την περιγραφή, το διάμεσο, δια μέσου του οποίου θα ληφθεί η φωτογραφία, φέρει επάνω του το κλειστό δέμα υάλινων πλακών επί αρκετές ημέρες προ της συνεδρίας. Αυτό γίνεται για να μαγνητισθούνοι πλάκες, δηλαδή να εμποτισθούν με τη δύναμη (εκτόπλασμα) που εκρέει από το διάμεσο. Ο αριθμός των μελών θα είναι από 2-6 για κάθε συνεδρία. Η φωτογραφική μηχανή θα είναι ξύλινη και οι πλάκεςυάλινες. Η συνεδρίαση θα γίνεται σε αρκετά ισχυρό φως το οποίο να επιτρέπει τη λήψη φωτογραφιών. Όταν συγκεντρωθεί ο κύκλος, το εν λόγω δέμα το οποίο πρέπει να είναι ακόμη κλειστό καισφραγισμένο, τοποθετείται επάνω σε μία τράπεζα στο μέσον του κύκλου, και αρχίζει η προσευχή και η ψαλμωδία, όπως στις συνήθεις συνεδριάσεις.
Όταν το διάμεσο διαισθανθεί ότι έφθασε η κατάλληλη στιγμή, λαμβάνει τις πλάκες μεταξύ των χειρών του, ενώ τα λοιπά μέλη του κύκλου θέτουν τις χείρες των επάνω από τις ιδικές του, και τις κρατούν εκείέως ότου το διάμεσο αισθανθεί ότι οι πλάκες μαγνητίσθηκαν επαρκώς.
Τότε το διάμεσο και ο αρχηγός της συνεδρίας, αποχωρούν στο σκοτεινό θάλαμο του φωτογράφου, και ανοίγοντες το θέμα θέτουν τις πλάκες εντός της θήκης, κατόπιν επιστρέφουν, και ενώπιον των άλλωνθέτουν τη θήκη εντός της φωτογραφικής μηχανής. Μετά από αυτά συνεδριάζει ο κύκλος για δεύτερη φορά, εκτελούνται και πάλι ψαλμωδίες, έως ότου το διάμεσο διαισθανθεί ότι ήλθε η κατάλληλη στιγμή ναφωτογραφήσει. Το διάμεσο κατά τις υποδείξεις του οδηγού του θα αποφασίσει εάν στη φωτογραφία θα περιλάβει όλα τα μέλη ή εάν θα εκλέξει ένα ή δύο μεταξύ αυτών.
Η πόζα διαρκεί συνήθως πολύ περισσότερο χρόνο της συνήθους φωτογραφίας, και κανονίζεται από τη διαίσθηση του διαμέσου. Καλόν είναι να λαμβάνονται 3-4 πλάκες σε κάθε συνεδρία. Όταν όμως τοφωτογραφικό διάμεσο είναι ισχυρής εντάσεως η άνω εκτεθείσα διαδικασία απλοποιείται. Αυτός που επιθυμεί να έχει την εικόνα προσφιλούς θανόντος προσώπου, ποζάρει ως συνήθως προ του φακού έχωνπλησίον του, αλλά εκτός της ορατότητας του φακού, το διάμεσο, του οποίου η παρουσία είναι απαραίτητη, εκτός εάν ο φωτογράφος είναι και διάμεσο ο ίδιος, όπως ήσαν ο Mumler και ο Hartmann.
Από τη διαδικασία αυτή συνάγονται τα κάτωθι: α) Ότι ο μεν χρόνος της φωτογραφήσεως και η μέθοδος εμφανίσεως των πλακών είναι η αυτή, τουναντίον δε η επί των πλακών εμφάνιση των πνευμάτων είναιακανόνιστος, διότι τα πνεύματα άλλοτε μεν εμφανίζονται απλώς παραπλεύρως του φωτογραφουμένου προσώπου, άλλοτε περιβάλλουν το λαιμό του με τους βραχίονες τους, άλλοτε φαίνεται ομιχλώδες ύφασμα πέριξ της κεφαλής των, άλλοτε η εμφανιζόμενη εικόνα του πνεύματος φωτίζεται από δεξιά, ενώ ο φωτογραφούμενος φωτιζόταν από αριστερά, άλλοτε οι εικόνες των πνευμάτων είναι ωραίες, καιάλλοτε όχι. Άλλοτε μερικές εικόνες πνευμάτων καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της πλάκας ώστε να μη φαίνεται ο φωτογραφούμενος οικείος των, άλλοτε παρουσιάζονται ως μία κακοζωγραφισμένη προσωπογραφία προβεβλημένη από το βάθος και όπισθεν του φωτογραφουμένου προσώπου, σε άλλες φωτογραφίες είναι ορατά και τα τραύματα από τα οποία απεβίωσαν και των οποίων η θέση ήταν άγνωστηκαι στους οικείους των και στο διάμεσο, και τέλος σε άλλες φωτογραφίες αποτυπώνονται φράσεις ολόκληρες με το γραφικό χαρακτήρα των θανόντων.
Με τον όρο σκοτοφωτογραφία εννοούμε τη λήψη φωτογραφίας πνευμάτων στο σκοτάδι, άνευ φακού και άνευ φωτογραφικής συσκευής.
Η τεχνική έχει ως εξής: Το διάμεσο κρατά απλώς μεταξύ των χεριών του κλειστό και σφραγισμένο δέμα πλακών, για λίγα λεπτά της ώρας, και κατόπιν γίνεται η εμφάνιση. Πολλές φορές η υπερκόσμιοςεικόνα ανευρίσκεται επί μιας μόνον πλάκας λ.χ. της 5ης ή 6ης ενώ οι υπόλοιπες παραμένουν ανεπηρέαστες.
Τέτοιες φωτογραφίες απέκτησαν πολλοί με τα διάμεσα Wullie, Hope, Buxton, Hooper, Veorncompe, και Stuart καθώς και ο Fred Barlow, γραμματέας της "Εταιρείας για τη σπουδή των υπερκανονικών εικόνων".Επίσης και ο Dr. Lindsay Jonson, συγγραφέας διαφόρων βιβλίων περί φωτογραφικής, ο οποίος εντρύφησε στα μεταφυσικά και παραψυχολογικά φαινόμενα, καταθέτει: «Είμαι ερασιτέχνης φωτογράφος, με πείρα σαράντα ετών, και έχω δημοσιεύσει δύο Εγχειρίδια Φωτογραφικής, ένα Εγχειρίδιο Οπτικής, και ένα Χρωματικής. Πιστεύω ότι κατέχω όλα τα γνωστότερα τεχνάσματα της κιβδήλου παραγωγής εικόνων... Ότανεπισκέφθηκα τον William Hope είχα λάβει τα μέτρα μου να εφοδιασθώ με φωτογραφική συσκευή της Ηπειρωτικής Ευρώπης για πλάκες 9X12 εκατοστόμετρων, μέγεθος το οποίο γνωρίζω είναι άγνωστο στον Hope,είχα προσέτι φροντίσει να προμηθευθώ τα δέματα πλακών από πέντε διαφορετικά καταστήματα, ώστε να εξουδετερώσω κάθε υπόνοια συμπαιγνίας. Επί πλέον σφράγισα τις πλάκες μου και δεν επέτρεψα σε κανέναννα τις πλησιάσει. Ο Willimam Hope δεν είχε ευκαιρία ούτε ενός μόνον δευτερολέπτου να χρησιμοποιήσει κάποιο δόλο. Με τον τρόπο αυτό, απέκτησα έξη διάφορες υπερκόσμιες εικόνες επί της μεσαίας πλάκαςτεσσάρων διαφόρων κιβωτίων, κλεισμένων και σφραγισμένων, τα οποία ουδέποτε είχαν ανοιχθεί, και τα οποία εγώ ο ίδιος αποσφράγισα τη στιγμή κατά την οποία έκαμα την εμφάνισή τους στο δικό μου σκοτεινόθάλαμο χωρίς τη βοήθεια ουδενός». (Από το βιβλίο του Ch. Tweedale, News From the Next World ).
Κριτική Ερμηνεία. Ο Β. Τσινούκας, στο βιβλίο του «Δεν Υπάρχει Θάνατος», μεταξύ των άλλων αναφέρει ότι εκτός των εκτεθέντων πνευματιστικών φαινομένων, το γεγονός της φωτογραφίας των πνευμάτων, και μάλιστα της σκοτοφωτογραφίας, νομίζουμε ότι επισφραγίζει την άποψη των πνευματιστών ότι μετά το θάνατο του σαρκίνου σώματος η ζωή του ατόμου συνεχίζεται, και συνεπώς αληθεύουν και τα διάφορα μηνύματα που αποστέλλουν τα πνεύματα Είναι γεγονός ότι τα πνεύματα είναι γύρω μας, αόρατα, και πολλές φορές κατευθύνουν τις πράξεις μας.
Επειδή όμως στη μέχρι τώρα κριτική μας εμείναμε επί του αυστηρώς επιστημονικού πεδίου συνεχίζουμε την τακτική μας, και ερωτούμε τους τυχόν ισχυριζομένους ότι η επί της εικόνας εκδηλούμενη μορφή του πνεύματος οφείλεται σε προεκβολή της σκέψεως, όπως ακριβώς γίνεται και η φωτογράφιση της σκέψεως α) Πώς λαμβάνονται φωτογραφίες στη Αγγλία αγνώστου προσώπου τόσο στο διάμεσο όσο και στον φωτογραφούμενο, όπως του Piet Botha, ο οποίος ήταν παντελώς άγνωστος στο διάμεσο; β) πώς έγινε η αυτοφωτογράφηση της Stasie, η οποία φωτογραφήθηκε μόνη της, κατόπιν οδηγιών που έδωσε στο διαμεσο, σε εντελώς σκοτεινό και κενό δωμάτιο; και γ) πώς γίνεται η σκοτοφωτογραφία ; (Το ιστορικό της λήψεως των δύο αυτών φωτογραφιών περιγράφει λεπτομερώς ο Cesar Lombroso στο βιβλίο του Hypnotism et Spiritisme).
Αλλά εκτός των ερωτημάτων αυτών τα οποία θα μείνουν αναπάντητα είναι και το γεγονός ότι στη δια φωτογραφικής μηχανής λήψη φωτογραφίας, η εντός της φωτογραφικής συσκευής εικόνα του φάσματος είναι όχι μόνον ανεστραμμένη αλλά και αντίθετη, και άλλοτε σε άλλη θέση και στάση, και έκταση. Είναι προφανές λοιπόν για τον καλής πίστεως συζητητή, ότι είναι απολύτως αδύνατον σε οιονδήποτε να συγκεντρώσει το νου του επί του ακριβούς σημείου της πλάκας επί του οποίου ο φακός θα αποτυπώσει την εικόνα του.
Αλλά και εάν έστω προς στιγμήν δεχθούμε ως δυνατόν κάτι τέτοιο, πώς θα ερμηνεύσουν, πρώτον την εμφάνιση του ομιχλώδους υφάσματος γύρω από την κεφαλή πολλών από τις εικόνες αυτές, δεύτερον τη γραφή επί των πλακών με το γραφικό χαρακτήρα των θανόντων και τρίτον την αναπαράσταση των τραυμάτων τα οποία οι παρόντες αγνοούν;
Η ερμηνεία της σκοτοφωτογραφίας έχει ως εξής: Εφ' όσον, καθώς η Stasie απεκάλυψε, η φασματική μορφή της αποτελείται από λεπτότατα φωτεινά σφαιρίδια, είναι ευνόητο ότι αυτά εκπέμπουν ειδική φωτεινή ακτινοβολία, και συνεπώς η φωτογραφία τους μπορεί να αποτυπωθεί και στο σκότος εντός κλειστού δέματος φωτογραφικών πλακών κάτι αντίστοιχο με τη μέθοδο kirlian την οποία θα περιγράψουμε σε άλλο άρθρο.