Της ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΖΟΥΦΗ
Ως δυο διαφορετικούς τρόπους σκέψης, που είναι δύσκολο να συναντηθούν, περιγράφει η αγορά ακινήτων αυτό που συμβαίνει στα εμπορικά ακίνητα το τελευταίο διάστημα στη Θεσσαλονίκη.
Από τη μία μεριά έχουμε τους ιδιοκτήτες εμπορικών καταστημάτων στο κέντρο, οι οποίοι φαίνεται ότι διατηρούν μια παλαιά αντίληψη των πραγμάτων, ζητώντας διαρκώς υψηλότερα μισθώματα, χωρίς να «καίγονται» να νοικιάσουν και, από την άλλη, έχουμε τη νέα συνθήκη που προέκυψε στην αγορά μετά τον Covid και τη ραγδαία ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, αλλά και τα αυξημένα λειτουργικά κόστη. Αποτέλεσμα είναι να βλέπουμε αρκετά ξενοίκιαστα καταστήματα ακόμα και στον πιο εμπορικό δρόμο της πόλης την Τσιμισκή, όπως μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει κάνοντας μια απλή βόλτα, ειδικά εκτός του πολύ ελκυστικού τμήματος, που περιορίζεται μεταξύ της οδού Κούσκουρα και της οδού Κομνηνών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι έκλεισαν ακόμα και μεγάλα brands και μεγάλες εταιρείες καθώς και καταστήματα που είχαν παρουσία δεκαετιών. Πάντως, άλλες αλυσίδες άλλαξαν το τελευταίο διάστημα "στέγη" επιλέγοντας όμως και πάλι κάποιο κατάστημα στην Τσιμισκή.
«Σε όλη την πόλη μετά τον Covid παρουσιάστηκε διαθέσιμη εμπορική στέγη και δημιουργήθηκε μια διαφορετική συνθήκη», όπως εξηγεί μιλώντας στο «ΤyposThes» ο Αθανάσιος Τσουλκανάκης, πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Θεσσαλονίκης. Ο λόγος είναι ότι μπήκε σε μεγάλο βαθμό στη ζωή μας η τηλεργασία και το ηλεκτρονικό εμπόριο και άρα οι εταιρίες χρειάστηκαν λιγότερο χώρο, είτε για τη φυσική παρουσία υπαλλήλων, είτε για την αποθήκευση των προϊόντων τους. Έτσι σε μια επιχείρηση από τις 50 θέσεις εργασίας, μπορεί οι 20 υπάλληλοι να έχουν φυσική παρουσία και οι άλλοι 30 να δουλεύουν από το σπίτι.
Με την ίδια λογική πλέον μπορεί να μη χρειάζεται να έχει κανείς το «πρώτο» κατάστημα στην Τσιμισκή γιατί μπορεί να έχει το «δεύτερο, το τρίτο ή και το τέταρτο» και ένα φοβερό e-shop παράλληλα, από το οποίο να πουλά τα προϊόντα του σε όλη την Ελλάδα.
«Εάν η τιμή ενός καταστήματος δεν είναι καλή, δε θα μισθωθεί», επισημαίνει πάντως με έμφαση ο κ. Τσουλκανάκης, σχολιάζοντας την εικόνα στην εμπορική στέγη της Θεσσαλονίκης.

Διαπραγματεύσεις μεταξύ ιδιοκτητών και ενοικιαστών φυσικά γίνονται πάντα, ενώ οι αξίες διαφέρουν ανάλογα με το σημείο που βρίσκεται το κατάστημα και τις χρήσεις που μπορεί να έχει. Επίσης όλα είναι θέμα προσφοράς και ζήτησης στην αγορά. Την ίδια ώρα, όμως, οι επίδοξοι επιχειρηματίες είναι έτσι κι αλλιώς επιφυλακτικοί στο να κάνουν μια επένδυση σε ένα κατάστημα, γνωρίζοντας τα υψηλά λειτουργικά κόστη με τα οποία θα βρίσκονται αντιμέτωποι κάθε μήνα, όπως ρεύμα κλπ, παράλληλα με το ενοίκιο. Ενώ όσοι νοικιάζουν ήδη κάποιο κατάστημα αρχίζουν να σκέφτονται τις επιλογές τους σε περίπτωση που αλλάξουν τα συμβόλαια και πιεστούν προς τα πάνω οι τιμές.
«Δεν γίνεται ο επιχειρηματίας ο οποίος βάζει προσωπική εργασία, χρήματα και όλο το ρίσκο να βγάζει πολύ λιγότερα από τον ιδιοκτήτη του καταστήματος», όπως λένε χαρακτηριστικά εκπρόσωποι της αγοράς, οι οποίοι δεν είναι και πολύ αισιόδοξοι ότι η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί μπορεί να διορθωθεί, τουλάχιστον άμεσα και κυρίως εάν δεν αλλάξει η υπάρχουσα αντίληψη των ιδιοκτητών και αν δεν κατανοήσουν τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί, αφού πλέον τα προϊόντα μπορούν και πωλούνται και με άλλους τρόπους χωρίς να απαιτείται η ύπαρξη φυσικού καταστήματος.
Και αν μετράμε κλειστά καταστήματα στους κεντρικότερους δρόμους της πόλης όπως η Τσιμισκή και η Μητροπόλεως, η κατάσταση είναι ακόμη δυσκολότερη σε δευτερεύοντες, εμπορικά, δρόμους και σε κάθετες οδούς. Πάντως αρκετά καταστήματα που έμεναν για χρόνια κενά σε γειτονιές, αποκτούν νέα χρήση και μετατρέπονται σε λοφτ και κατοικίες.