Του ΤΑΣΟΥ ΘΩΜΑ
Κλαυσίγελο προκαλούν οι μεγάλες δημοσιογραφικές πένες και πολιτικές φωνές που μας ξαναμιλούν για τον αγαπημένο μας… Τιτανικό. Μακάρι να μπορούσαμε να μείνουμε στο γέλιο - παρακολουθώντας ως έξωθεν παρατηρητές - την απόγνωση των δυο «μεγάλων» κομμάτων, αλλά και την «ηγεμονική» τους ένδεια, που κραυγάζει καθημερινά τόσο από τους πολιτευτές τους όσο και από τα μιντιακά τους προπύργια. Η κινδυνολογία για το ευρώ και οι δραματικοί τόνοι είναι η μόνη παλέτα που έχουν στα χέρια τους ο Α. Σαμαράς και ο Β. Βενιζέλος και οι δυο πλέον εις σάρκα μίαν την κουνούν εμφατικά προς τον ελληνικό λαό. Λόγω εθνικής υπευθυνότητας οι εγγυητές του Μνημονίου περιφρονούν επιδεικτικά - για ακόμη μια φορά – τα αποτελέσματα που έχει αυτή η καταστροφολογία, με τις αποσύρσεις των καταθέσεων να φτάνουν από την πρώτη κορώνα της ακυβερνησίας μέχρι τις νέες εκλογές σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.
Στην πραγματικότητα, οι νέες εκλογές ήταν υποχρεωτικές και όχι αχρείαστες όπως ακούμε επανειλημμένα. Οι πολιτικοί εκβιασμοί προς τον Α. Τσίπρα για τον σχηματισμό κυβέρνησης ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ είχαν ως μοναδικό σκοπό την δημιουργία εντυπώσεων και τις σκοπιμότητες ενόψει νέων εκλογών. Αυτή η τερατώδης κυβέρνηση που πρότειναν όχι μόνο θα είχε ως κομπάρσο τον ΣΥΡΙΖΑ των 52 εδρών, όχι μόνο θα διασφάλιζε την πιστή υπηρεσία του Μνημονίου – ακόμη και ολίγον αμβλυμμένο ειδικά τον πρώτο καιρό – αλλά θα οδηγούσε και σε όξυνση της λαϊκής απόγνωσης. Κατά 60% ο ελληνικός λαός ψήφισε εναντίον του Μνημονίου, έδωσε μόλις 32% στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και επέλεξε ως κύριο εκφραστή της αντιμνημονιακής κατεύθυνσης τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ας δούμε, λοιπόν, τι γίνεται από δω και πέρα. Ο Α. Σαμαράς βρίσκεται απολύτως εκτεθειμένος, καθώς είναι σαφές πως – αντίθετα με τις προεκλογικές του φαμφάρες - ακόμη και 151 βουλευτές να συγκέντρωνε με το ΠΑΣΟΚ θα σχημάτιζε κυβέρνηση. Τώρα θα πατήσει πάνω στο δίπολο αριστερά και δεξιά, θα προσπαθήσει να εμφανιστεί ως η μοναδική ευρωπαϊκή δύναμη κλείνοντας το μάτι προς την κεντροδεξιά, ακόμη και αν αυτό σημαίνει Μνημόνιο. Όπως είπε και ο Α. Σπηλιωτόπουλος, τα πάντα για τη στρούγκα του ευρώ – εντάξει, δεν το είπε ακριβώς έτσι αλλά αυτό είναι το νόημα. Από την άλλη πλευρά, ο Β. Βενιζέλος δεν έχει κανένα κεντροδεξιό μέτωπο, ώστε να ελπίζει σε κάτι. Όπως φάνηκε και από την διάλυση των οργάνων του κόμματος έχει πλήρη συνείδηση πως οι νέες εκλογές θα είναι ακόμη πιο καταστροφικές για το ΠΑΣΟΚ, στο οποίο όμως θέλει πάση θυσία να είναι αρχηγός. Ο… 30αρης που υποσχέθηκε, πιθανότατα βρίσκεται ακόμη στο Δημοτικό, βία βία στο Γυμνάσιο!
Το τοπίο είναι διαφορετικό σήμερα απ’ ότι ήταν στις 6 Μαΐου, τα δεδομένα έχουν αλλάξει – αποσαφηνιστεί για να είμαστε πιο ακριβείς - και οι εκλογές του Ιουνίου θα επιφυλάσσουν διαφορετικά αποτελέσματα και νέες ανατροπές. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την απαραίτητη ορμή για να κατακτήσει την πρώτη θέση, κάτι το οποίο δεν είναι άγνωστο στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, εξ ου και πρέπει να αναμένονται πολιτικές επιθέσεις εναντίον του. Παράλληλα, η σημερινή Ευρώπη δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι ούτε την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε τις νέες εκλογές και θα δοθεί ισχυρή μάχη, είτε για να χάσει την προδιαγραφόμενη πρωτιά είτε για να λάβει το δυνατόν μικρότερο ποσοστό, ώστε να χρειάζεται μια μνημονιακή δύναμη για να κυβερνήσει. Οι εκβιασμοί, άλλωστε, βρίσκονται ήδη σε ημερησία διάταξη και αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει. Δημοψήφισμα για το ευρώ, αποκάλεσε τις νέες εκλογές ο γνωστός μας Β. Σόιμπλε, όμως, τέτοιου είδους παρεμβάσεις περισσότερο ενδυναμώνουν το ΣΥΡΙΖΑ, παρά το αποδυναμώνουν.
Μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ που μαζί με τον εκλογικό νόμο έκτρωμα τον φέρει σε 110-130 έδρες, θα δώσει την δύναμη στον Α. Τσίπρα να σχηματίσει κυβέρνηση από τη θέση του οδηγού. Εκεί θα πρέπει να αντιμετωπίσει άμεσα τα συμφέροντα που είναι άρρηκτα δεμένα με το Μνημόνιο – που είναι… απλά οι όροι της δανειακής σύμβασης όπως μας επεξηγούσε προχθές ο Γ. Παπακωνσταντίνου – έχοντας ως θεμελιώδες χρέος προς τον ελληνικό λαό να ανακόψει την βίαιη επίθεση φτωχοποίησής του. Για να γίνει πράξη αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ, με τον αέρα που του δίνει η λαϊκή εντολή, οφείλει να είναι έτοιμος να συγκρουστεί με το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο που επιθυμεί διακαώς την συνέχιση της πολιτικής του Μνημονίου.