Του Γιώργου Παπαδημητρίου,
Το μεγάλο φινάλε του Mission: Impossible franchise μάς δίνει μια πρώτης τάξης αφορμή για να αναλογιστούμε την πορεία, τα πεπραγμένα και τον μύθο ενός «τελευταίου των Μοϊκανών». Διότι, όσες αντιρρήσεις ή ενστάσεις και να εγείρει κάποιος -που κι αυτές θα τις αποδομήσουμε μία προς μία, μην ανησυχείτε- η οφθαλμοφανής διαπίστωση δεν μπορεί να κουκουλωθεί: Αν υπάρχει ένας ηθοποιός που αρνείται πεισματικά να αφήσει το στασίδι του παλαιάς κοπής σούπερ σταρ του χολιγουντιανού στερεώματος, αυτός δεν είναι άλλος από τον Τομ Κρουζ.
Ξεκινώντας από το αρχικό ερέθισμα του κειμένου, το όγδοο και καταληκτικό κεφάλαιο σε μια σειρά ταινιών που αναγορεύτηκε στην πορεία τόσο σε ποπ εικόνισμα όσο και σε ποιοτικό σημείο αναφοράς για το είδος της μπλοκμπάστερ περιπέτεια δράσης, ας πραγματοποιήσουμε μια μίνι ιστορική αναδρομή. Το Mission: Impossible έκαψε αρχικά καρδιές στη μικρή οθόνη για 7 σεζόν (1966-1973), με το μουσικό θέμα της εισαγωγής (γραμμένο, παρακαλώ, από τον τόσο σπουδαίο Λάλο Σίφριν) να αποκτά στάτους πολιτισμικού κειμηλίου. Η σύντομη τηλεοπτική αναβίωση της περιόδου 1988-1990 αποδείχθηκε μάλλον νερόβραστη, μέχρι να φτάσουμε στο 1996 και την πρώτη κινηματογραφική ταινίας μιας saga που έσπασε ταμεία και απέκτησε εκατομμύρια θαυμαστές ανά τον κόσμο. Με άλλα λόγια, λοιπόν, σχεδόν 30 χρόνια έχουν περάσει από τότε που ξεκίνησαν όλα, με τη μακροβιότητα του εγχειρήματος να συνιστά μία από τις πιο τρανές αποδείξεις της επιδραστικότητάς του.
Ο Μπράιαν Ντε Πάλμα έσυρε τον χορό, προσθέτοντας υπαρξιακές νεο-νουάρ πινελιές στον καμβά της αμιγούς δράσης, ο Τζον Γου πήρε τη σκυτάλη επιστρέφοντας στη συνταγή της ανόθευτης περιπέτειας, ο Τζέι Τζέι Έιμπραμς χάρισε μια χροιά nerd τεχνικής-αισθητικής καινοτομίας, ενώ η τέταρτη ταινία δια χειρός του Μπραντ Μπερντ προσέδωσε στη σειρά έναν πιο δαιδαλώδη τόνο, λειτουργώντας ως άτυπο game changer. Από εκεί και έπειτα, η σκηνοθετική μπαγκέτα δόθηκε στον Κρίστοφερ ΜακΚουάρι, στην ουσία όμως η σκυτάλη πέρασε στα χέρια του Τομ Κρουζ, ο οποίος άρχισε να αντιμετωπίσει το Mission: Impossible ως κομβικό κομμάτι της προσωπικής κινηματογραφικής του παρακαταθήκης.
Η αλήθεια είναι πως ο Τομ Κρουζ ανέλαβε από αρκετά νωρίς μια αποστολή (pun intended) καριέρας που ξεπερνούσε κατά πολύ την ταμπέλα που του είχε αποδοθεί ως ένα pretty face που δεν υπερβαίνει τον (πάντοτε δύσκολο και υποτιμημένο) πήχη του entertainer, κάτι σαν άτυπος διάδοχος του -επίσης πολυαγαπημένου- Χάρισον Φορντ. Η αλήθεια είναι, φυσικά, ολότελα διαφορετική, και χωρίς την παραμικρή groupie προδιάθεση, αλλά απλώς και μόνο εξετάζοντας με ψυχρό τρόπο τα γεγονότα και τα στοιχεία μιας απαστράπτουσας καριέρας. Για να το θέσουμε διαφορετικά, ίσως και να γνωρίζουν κάτι περισσότερο οι Μάρτιν Σκορσέζε, Στίβεν Σπίλμπεργκ, Φράνσις Φορντ Κόπολα, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Μάικλ Μαν, Πολ Τόμας Άντερσον, Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Μπάρι Λέβινσον, Όλιβερ Στόουν, Νιλ Τζόρνταν, Τόνι Σκοτ (και διάφοροι άλλοι) που τον επέλεξαν για τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε ταινίες τους.
Εξαιρετικά πλουραλιστικός από την αρχή κιόλας της σταδιοδρομίας του, ο Κρουζ υπηρέτησε αμέτρητα κινηματογραφικά είδη, υποδυόμενος μια αξιοθαύμαστη ποικιλία από ετερόκλητους χαρακτήρες. Πάνω απ’ όλα, όμως, έχει παραμείνει αταλάντευτα και αδιαπραγμάτευτα ένας πιστός στρατιώτης της βιομηχανίας του σινεμά, της παραδοσιακής αίθουσας και της συνεργατικής πράξης του σινεμά. Παράλληλα, φρόντισε να μην υποβάλει ποτέ το λούστρο του σε εκπτωτικά μερεμέτια. Για να το θέσουμε αλλιώς, ποτέ δεν μπήκε σε μια διαδικασία ώριμης και προσεκτικής απόσυρσης από τον θρόνο του κερδοφόρου και λαμπερού σούπερ σταρ. Άλλοτε επιμένοντας εμφατικά και πεισματικά σε έναν ρόλο που που ανέδειξε ο ίδιος (βλέπε Mission: Impossible) κι άλλοτε επαναδιατυπώνοντας αναπολογητικά την πρώτη έκρηξη φήμης (βλέπε σίκουελ του Top Gun), o Τομ Κρουζ ποτέ δεν υπέκυψε στον εύκολο πειρασμό της όψιμης αναγνώρισης που επιφέρει σχεδόν νομοτελειακά η επιμελώς τσαλακωμένη εικόνα του πρώην ειδώλου. Με άλλα λόγια, έμεινε εμμονικά μακριά τόσο από προσεκτικά μελετημένες τηλεοπτικές εμφανίσεις όσο και από πιο σκοτεινούς (εντός ή εκτός εισαγωγικών) κινηματογραφικούς ρόλους αυτο-αποδόμησης, από εκείνους που κάνουν τα Όσκαρ να πέφτουν σαν ώριμα φρούτα.
Θαρρείς ορμώμενος από μια κινητήρια εσωτερική φλόγα που τον ωθεί να απολαμβάνει το σινεμά στο έπακρο, σε συνδυασμό με ένα ανομολόγητο και τρομακτικά ακραίο death drive, που τον οδηγεί να γυρίζει μόνος τους τις πιο εξωφρενικά και θεοπάλαβα επικίνδυνες σκηνές, ο Τομ Κρουζ αρνείται να πει «φτάνει, έως εδώ ήταν». Και κακά τα ψέματα, αυτή η παιδιάστικη, ξεροκέφαλη, ρομαντική, ηρωική άρνηση κυοφορεί μέσα της μπόλικη από τη φιλοσοφική ουσία του ίδιου του σινεμά.